Είναι γνωστό ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει μια -έντονη μάλιστα κατά καιρούς- διαμάχη γύρω από το θέμα του Κρυφού Σχολειού. Όσοι παρεμβαίνουν στη διαμάχη αυτή εκφράζουν συχνά απλώς και μόνο τη γνώμη τους, χωρίς καμιά ιδιαίτερη γνώση του θέματος. Όμως στις περιπτώσεις αυτές οφείλει να παρεμβαίνει η επιστήμη, γιατί αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της: Να ανακαλύπτει τη γνώση και να την διαχωρίζει από τη γνώμη. Και αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει ο Γεώργιος Κορναράκης στο πόνημά του.
Πρόκειται για ένα βιβλίο 333 σελίδων που εξέδωσε κατά το περασμένο έτος 2021 η Περιφέρεια Κρήτης στο πλαίσιο του επετειακού έτους για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Το βιβλίο αρχίζει με σύντομο χαιρετισμό του περιφερειάρχη Κρήτης κ. Σταύρου Αρναουτάκη. Ακολουθεί ένας θερμός πρόλογος του καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης και διακεκριμένου μέλους των ελληνικών γραμμάτων, του γνωστού μας Θεοχάρη Δετοράκη.
Όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας στην Εισαγωγή του βιβλίου του, η «ύπαρξη του όρου “Kρυφό Σχολειό” έγινε γνωστή στις αρχές του 19ου αιώνα (1825)» (σελ. 22), ενώ πρώτη αντίρρηση για τον ίδιο όρο «και την ιστορική του σημασία σε συνάρτηση με το δημοτικό τραγούδι “Φεγγαράκι μου λαμπρό …” συναντάται τέλος του 19ου αιώνα (1889)».
Και αφού αναφέρει τους κυριότερους αμφισβητίες του τονίζει ότι αυτή «η αμφισβήτηση πήρε ιδιαίτερη έκταση στις μέρες μας» (σελ. 23).
Επιχειρώντας μια σύντομη επιτομή των περιεχομένων του βιβλίου κάνω συμβολικά διάκριση ανάμεσα σε τρεις ουσιώδεις ενότητες: Στην πρώτη ο συγγραφέας -πολύ ορθά κατά την άποψή μου- προσπαθεί να αναπαραστήσει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα.
Τούτο κρίνεται απαραίτητο καθότι τοποθετώντας τα ιστορικά γεγονότα μέσα στο συγκείμενό τους, μπορεί να τα κατανοήσει κανείς τις πραγματικές τους διαστάσεις. Μέσα από την αναδίφηση του ιστορικού παρελθόντος της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, προκύπτει ότι οι κρατούσες δυσμενείς συνθήκες καθιστούσαν τη διδασκαλία συχνά αδύνατη και μπορούσε να γίνεται κρυφά και μόνον.
Στη δεύτερη ενότητα ο συγγραφέας αναφέρεται στα επιχειρήματα τα οποία επικαλούνται αμφισβητούντες το Κρυφό Σχολειό, προκειμένου να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους. Έτσι αναφέρεται σε μια μαρτυρία (περί το 1580) του ιερέα της Γερμανικής Πρεσβείας Schweiger, σύμφωνα με την οποία επιτρέπονταν σχολεία, η λειτουργία τους όμως έβαινε κακώς και την ευθύνη αποδίδει στον Πατριάρχη. Μια άλλη μαρτυρία προέρχεται από αναφορά του Ορθόδοξου Πατριάρχη Ιερεμία, στην οποία γίνεται λόγος για λειτουργία κάποιας σχολής στην οποία προσέρχεται ο ιεροδιάκονος τάδε κλπ. Ως επιχείρημα χρησιμοποιείται επίσης ο ισχυρισμός ότι από το έργο του Αδαμάντιου Κοραή απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά για το εν λόγω θέμα.
Παρατίθενται επίσης απόψεις Νεόφυτου Βάμβα και πολλές ακόμη παρόμοιες μαρτυρίες, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να παρατεθούν εδώ. Πάντως ο Κορναράκης αφού παραθέσει κάθε μαρτυρία τις θέτει όλες κάτω από τη βάσανο της κριτικής, μέσα από την οποία αποδεικνύονται συχνά ανεπαρκείς ή ανακριβείς ή και αναιρούνται από άλλες. Έτσι για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα ο Μανουήλ Γεδεών κατατάσσεται στους αρνητές του Κρυφού Σχολειού.
Όπως αναφέρει όμως ο Κορναράκης (σελ. 54) ο Γεδεών γράφει: «Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνων εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζίρην ή Αγιάννην εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδομήν». Με αυτή την μαρτυρία οφείλει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός, όπως προσεκτικός είναι και ο Μανουήλ Γεδεών στη διατύπωσή του. Γράφει «εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων». Ναι, αλλά πώς θα μπορούσε να υπάρξει ομαλή κατάσταση υπό συνθήκες δουλείας; Και αυτό πολύ εύστοχα αναφέρεται από τον Κορναράκη σε άλλο σημείο.
Στο τρίτο μέρος παρατίθενται ενδείξεις και μαρτυρίες οι οποίες συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης του Κρυφού Σχολειού και τις οποίες οι αμφισβητίες του θεσμού ή δεν γνωρίζουν ή τις παραγνωρίζουν και τις αποσιωπούν. Ως μία από τις πρώτες αυτές μαρτυρίες καταγράφεται το 1572 από τον περιηγητή Gerlach (σελ 83). Κατά την μαρτυρία αυτή «ο Πρωτόπαπας Γέρο Μαλαξός (1500-1594) δίνει μαθήματα κρυφά στο σπίτι του…». Μαρτυρία για κρυφή διδασκαλία καταγράφεται επίσης το 1691 από τον Καλλίνικο τον Β’.
Κατά τον ίδιο τρόπο μας παραθέτει ο Ζυγομαλάς επιστολή του πρώτου Πατριάρχη μετά την άλωση, του Γεννάδιου Σχολάριου, από την οποία προκύπτει ότι το ελληνικό γένος έχει περιπέσει εις αμάθεια διότι τα «παιδευτήρια της σοφίας» καταπατήθηκαν από τον Μωάμεθ. Και ο Κορναράκης συνεχίζει με την παράθεση πλήθους μαρτυριών που πραγματικά παρουσιάζουν εντελώς διαφορετική εικόνα, από εκείνη που εμφανίζουν όσοι αμφισβητούν την κρυφή διδασκαλία.
Εκείνο που έμμεσα διαπιστώνεται από το έργο του Κορναράκη (π.χ. σελ. 79 κ.ε.) είναι ότι αυτοί που απορρίπτουν την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού επικαλούνται μόνο τις μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν τις θέσεις τους και μοιάζει να αγνοούν τις υπόλοιπες. Και το ακόμα χειρότερο: Προβαίνουν συχνά σε επιλεκτική επιλογή αποσπασμάτων. Επιλέγουν δηλαδή από την ίδια ιστορική μαρτυρία μόνον τα αποσπάσματα εκείνα που ενισχύουν τις απόψεις τους, ενώ αποσιωπούν εκείνα που ενδέχεται και να τις αναιρούν.
Σε ένα τελευταίο μέρος ο συγγραφέας, αφού προβεί στην παράθεση και την κριτική προσέγγιση των απόψεων όσων αμφισβητούν την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού και αφού παραθέσει πλήθος άλλων μαρτυριών που συνηγορούν στην ύπαρξη και τη λειτουργία του, προβαίνει σε μια συνολική κριτική προσέγγιση των ενδείξεων και μαρτυριών και στην παράθεση άλλων στοιχείων και το βιβλίο ολοκληρώνεται.
Πριν κλείσω την παρουσίαση αυτή θα ήθελα να επιμείνω στην άποψη που έχω διατυπώσει και παλαιότερα: Η προσέγγιση του Κρυφού Σχολειού δεν μπορεί να γίνει ερήμην της εξελικτικής πορείας, την οποία διέτρεξε η εκπαίδευση στην Ευρώπη από το ξεκίνημά της μέχρι σήμερα. Και αυτό πρέπει να γίνει διαφοροποιημένα κατά εκπαιδευτικό επίπεδο και με χωροχρονική διάκριση. Δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στο διάστημα από τον 13ο μέχρι τον 19ο αιώνα σαν να ήταν ίδιες οι συνθήκες σε όλη αυτή τη μακρά χρονική περίοδο. Δεν μπορούμε επίσης να θεωρήσομε ότι η παιδεία αντιμετωπιζόταν πάντα και παντού με τον ίδιο τρόπο και σε όλες τις βαθμίδες.
Ο πατήρ Γ. Μεταλληνός π.χ. μολονότι δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού, το οποίο και θεωρεί θρύλο, γράφει: «Ο θρύλος αυτός έχει οπωσδήποτε υπόσταση, αφού η Εκκλησία αναπλήρωνε ανεπίσημα την οργανωμένη παιδεία, αλλά τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η παιδεία διωκόταν» (Κορν. 56). Μα αλήθεια σε ποια περίοδο της τουρκοκρατίας αναφέρεται; Και τι εννοεί οργανωμένη παιδεία; Γιατί αν στον όρο οργανωμένη παιδεία συμπεριλαμβάνει και τη στοιχειώδη εκπαίδευση, τότε πρέπει να γνωρίζει ότι οργανωμένη στοιχειώδης παιδεία, όπως την εννοούμε σήμερα, δεν υπήρχε τότε πουθενά στην Ευρώπη.
Αυτό και άλλα παρόμοια επιβάλλουν την ανάγκη το Κρυφό Σχολειό να εξετασθεί μέσα στα πλαίσια της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης των σχολείων στον αδούλωτο κόσμο της Ευρώπης. Πέραν τούτου απαιτείται προσέγγιση περισσότερων στοιχείων σε κάθε εποχή. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Κορναράκης, γι’ αυτό και πολύ ορθά γράφει ότι «για να μπορεί κανείς να συζητήσει με ασφάλεια το θέμα του “Κρυφού Σχολειού” βασική προϋπόθεση είναι να έχει ως υπόβαθρο των σκέψεών του τις δομές του Οθωμανικού κράτους». Μια τέτοια ενδελεχής αναδίφηση δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε ασφαλέστερα αποτελέσματα.
Εν κατακλείδι, ο Κορναράκης μας παραδίδει ένα επιμελημένο πόνημα με συστηματική αναδίφηση όσων πηγών κατάφερε να συγκεντρώσει. Το έργο του διακρίνεται από συστηματική και ορθολογική εξέταση των πηγών. Αποστασιοποιημένος από το υλικό του επιμένει να αναζητά την αλήθεια μέσα από κάθε λεπτομέρεια, γι’ αυτό το κάθε στοιχείο δέχεται προσεκτική ψηλάφηση και αναψηλάφηση πριν ταξινομηθεί και ενσωματωθεί στο όλο. Μέσα από την έρευνά του αποδεικνύεται ότι η ανατροπή του υποτιθέμενου μύθου δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Τα επιχειρήματα που προβάλουν οι αρνητές του Κρυφού Σχολειού, είναι ελλιπή, δεν πείθουν. Ο ίδιος ο Κορναράκης, προς τιμήν του, σεβόμενος την Ιστορία και την ιστορική έρευνα είναι πολύ προσεκτικός και ιδιαίτερα σεμνός στις διατυπώσεις του, όπως φαίνεται ήδη από τον τίτλο της μελέτης του: «φωτίζοντας το κρυφό σχολειό». Δεν επαίρεται ότι αποκαλύπτει την αλήθεια για το Κρυφό Σχολείο. Λίγο περισσότερο φως ισχυρίζεται ότι ρίχνει. Υπονοεί ωστόσο σε όλο του το έργο ότι αν οι αρνητές συνεχίσουν αντικειμενικά την έρευνά τους θα πεισθούν οι ίδιοι από τα στοιχεία τους ότι αυτό που αποκαλούν μύθο τους διαψεύδει.
Τελειώνοντας, επιθυμώ να επαναλάβω τη θέση μου πάνω στο δύσκολο και δυσερμήνευτο ερώτημα πώς διατηρήθηκε η ταυτότητα του Γένους τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Θεωρώ ότι μέσα από τις άτυπες μορφές αγωγής που καλλιεργούσε η Εκκλησία, η οικογένεια και αργότερα οι κοινότητες, λειτουργούσε στις ψυχές των Ελλήνων αθόρυβα και ανυποψίαστα ένα άλλο σχολείο, ζωντανό κι απόκρυφο: Το Σχολείο των Συνειδήσεων.
Το σχολείο αυτό λειτούργησε από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα και χωρίς να λάβει ποτέ υλική υπόσταση και μορφή, εμπόδισε την αφομοίωση των Ορθοδόξων από τους ετερόδοξους και στην κρίσιμη στιγμή έκανε το θαύμα του: Την ελληνική επανάσταση. Και αυτό αποτελεί για μένα το ουσιώδες κρυφό σχολειό, το Μεγάλο Σχολείο των Συνειδήσεων, που καλλιεργήθηκε κατά κύριο λόγο από την Εκκλησία.
*Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής & πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης