Στην καθημερινή ζωή και λειτουργία του το Ηράκλειο λίγο σέβεται τις πνευματικές αξίες η κάποιους κανόνες αισθητικής. Κι ενώ διατηρεί μια γοητεία αναμφισβήτητη, μοιάζει συχνά να έχει παραδοθεί σε δυνάμεις που ενισχύουν την αυθαιρεσία και το κακό γούστο αι ακολουθούν μόνον τις απαιτήσεις της υλικής ευμάρειας. Αποτελεί λοιπόν αντίφαση αξιοσημείωτη, ότι από τα σπλάχνα της πόλεως ξεπήδησαν άνθρωποι με υψηλούς στόχους και επιτεύγματα· που δεν ακολουθούν το ρεύμα αλλά επιμένουν στο δύσκολο και το ουσιώδες, στο διαφορετικό και το διαρκές.
Σε αυτά τα πλαίσια, η πρωτοβουλία του Δήμου Ηρακλείου να απονέμει διακρίσεις σε κορυφαίους του πολίτες, έστω και υπό τον άτυχο τίτλο ενός «Βραβείου Ηθικής Τάξεως», υπήρξε λαμπρή και με πολλές προεκτάσεις. Και είναι χαρά για τον ομιλούντα, γιατί σήμερα –εν παραλλήλω μάλιστα με έναν Homo Universalis, τον Στυλιανό Αλεξίου- τιμάται ένας φίλος της καρδιάς αλλά και του νου, ο Φώτης Καφάτος. Πρώτα γιατί η εκκλησία του Δήμου, ιδεατή σ’ αυτή την περίπτωση αλλά παρούσα, ακούγεται να φωνάζει ομόθυμα το «άξιος».
Δεύτερον, γιατί σε καιρούς όπως τους σημερινούς οι αξίες της επιστήμης ή της παιδείας, που τιμώνται απόψε είναι, όπως λένε οι σοφοί, η προϋπόθεση για όλα τα άλλα. Σ’ αυτό το καίριο ζήτημα, την θέση δηλαδή του Φώτη Καφάτου σ’ ό,τι αφορά τις συντεταγμένες του τόπου -αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε αξίες- θέλω να σταθώ με κάποια έμφαση.
Γιατί μου φαίνεται ότι ο Φώτης, με τη ζωή και τη σκέψη του, συνιστά μια απάντηση, και μια απάντηση διαρκείας σ’ ένα κεντρικό ελληνικό δίλημμα. O Φώτης κινήθηκε στους ανοιχτούς ορίζοντες της επιστήμης, εκεί όπου ανιχνεύονται οι προσδοκίες και οι φόβοι για το μέλλον. Είναι ωστόσο παράλληλα ριζωμένος στην Eλλάδα και τη μοίρα της, τα βουνά και τους ανθρώπους της.
Aυτή η περίτεχνη ισορροπία ανάμεσα στην επιστημονική πρωτοπορία και τις φωνές, τις μυστικές φωνές του τόπου του, είναι η στάση ζωής -υποθέτω όμως και ο εσωτερικός βασανισμός- του Φώτη Καφάτου. Κι ενώ οι συνοπτικοί χαρακτηρισμοί είναι κατά κανόνα επικίνδυνοι, θα διατυπώσω τον ισχυρισμό ότι τον εσωτερικό κόσμο του Φώτη συγκροτούν ο επιστήμονας, ο πατριώτης και ο πολίτης. «Φέρνω μέσα μου» γράφει ο σπουδαίος βιολόγος και φίλος του Φρανσουά Ζακόμπ «σμιλεμένο από τα παιδικά μου χρόνια, κάτι σαν εσώτερο άγαλμα, που δίνει μια συνέχεια στη ζωή μου, που είναι το πιο μύχιο μέρος, ο πιο σκληρός πυρήνας του χαρακτήρα μου. Αυτό το άγαλμα το έπλαθα σε όλη μου τη ζωή».
Η επιστημονική λοιπόν καταξίωση του Φώτη –για να εστιάσω στον πρώτο χαρακτηρισμό- αρχίζει από πολύ νωρίς. Όπως και πολλοί άλλοι, θα αποφοιτήσει από το ιστορικό «Λύκειο ο Κοραής», που το κτήριο του θα αποτελέσει αργότερα, σήμερα, ένα μνημείο περιφρονήσεως της πόλεως προς το ίδιο της το παρελθόν.
Αφού ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Βιολογία, νέος ακόμη ο Φώτης θα ενταχθεί στο ακαδημαϊκό προσωπικό ενός από τα πιό φημισμένα πανεπιστήμια του κόσμου, το Χάρβαρντ των Ηνωμένων Πολιτειών. Από τότε βρίσκεται πάντα στην πρωτοπορία της μοριακής βιολογίας.
Ετσι, η ερευνητική του διαίσθηση θα εστιάσει στη δομή και τη λειτουργία των γονιδίων στους ανώτερους οργανισμούς και από το 1980 και μετά, στη μοριακή εξέλιξη των πρωτεϊνών. Ενα μεγάλο πλήθος από επιστημονικές δημοσιεύσεις, που σχετίζονται με τη μοριακή και αναπτυξιακή βιολογία, αλλά και μια σειρά τιμητικών διακρίσεων αναδεικνύουν το αναμφισβήτητο κύρος της επιστημονικής του πορείας. Η επιλογή του άλλωστε το 1993 ως γενικού διευθυντή του Ευρωπαικού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας, που εδρεύει στη Χαϊδελβέργη, συνιστά μια ύψιστη επιστημονική δικαίωση, αλλά και αναγνώριση των ηγετικών του ικανοτήτων στον επιστημονικό χώρο.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η επιστημονική συγκρότηση του Φώτη δεν αποτελεί ένα αποστειρωμένο άθροισμα πληροφοριών και γνώσεων, όπως συνηθίζεται στα πανεπιστήμιά μας. Αίρεται, αντίθετα, πάνω από τις λεπτομέρειες και προσπαθεί να συλλάβει την ουσία.
Ετσι ο επιστημονικός του λόγος, όπως τον έχουν ζήσει και οι συμπολίτες του σεεκλαϊκευμένες ομιλίες, χαρακτηρίζεται από καθαρότητα και ενάργεια. Ο Φώτης μπορεί να μιλήσει για το πιο πολύπλοκο έτσι ώστε να φαίνεται απλό και για το πιο απλό έτσι ώστε να αποκαλύπτεται το πραγματικό του βάθος. Με αυτόν τον τρόπο υποδηλώνει ο επιστήμονας τη στερεότητα των γνώσεων και την εσωτερική του αυτοπεποίθηση και είθε οι αρετές αυτές να χαρακτήριζαν και τον πολιτικό μας λόγο ή τις απαιτήσεις της παιδείας.
Άνθρωπος λοιπόν των διεθνών επιστημονικών οριζόντων, ο Φώτης –και εδώ αρμόζει ο δεύτερος χαρακτηρισμός, εκείνος του πατριώτη- κουβαλά εν τούτοις την Ελλάδα μέσα του. Ο πατριωτισμός του όμως δεν ανάγεται σε κούφια λόγια και ρητορείες, που συνοδεύουν μόνιμα την ιστορική μας διαδρομή· μήτε εξαντλείται στα εθνικά μας λάβαρα και τους πανηγυρισμούς, όπως εκείνους που δίκαια προκάλεσε μια πρόσφατη αθλητική επιτυχία.
Υλοποιείται, αντίθετα, με πράξεις, που έχουν βάρος και δυσκολίες προσωπικές. Ετσι, το Χάρβαρντ θα γίνει από ενωρίς η εστία για ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων, που θα κάνουν εκεί την έρευνα ή τις μεταπτυχιακές σπουδές τους. Ενώ ο Φώτης θα δεχθεί χωρίς δυσκολία, και μάλιστα σε χρόνους δίσεκτους –ίσως και γι’ αυτό!- την εκλογή του και στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Οταν, όμως, καλείται από τον ίδιο τον γενέθλιο τόπο του, που οραματίζεται ένα πανεπιστήμιο άξιο της ιστορίας του, ο Φώτης θα υπερβεί την απλή αίσθηση του χρέους. Ετσι θα ταυτισθεί με το Πανεπιστήμιο της Κρήτης, τα σπουδαία επιτεύγματα και τους καημούς του. Η ταύτιση αυτή, όπως το θέλουν οι φήμες, έχει πράγματι την αρχή της σε μια ευρύτερη συνωμοσία του ομιλούντος.
Η νοσταλγία της Κρήτης δεν έλειψε όμως ποτέ από τη ζωή του Φώτη, ούτε οι δεσμοί με την παράδοσή της. Οπως μάλιστα ταιριάζει στην αιχμηρότητα της κρητικής παράδοσης, είναι δεσμοί αισθήσεων και αποδοχής, και όχι τα υποκριτικά λόγια που συνηθίζουν άλλοι. Η βασική αρετή της Kρήτης δεν είναι άλλωστε η τοπικιστική υπερβολή και ο παλληκαρισμός. Eίναι, αντίθετα, μια αίσθηση της διασταύρωσης πολιτισμών, που δίδει στο νησί τη θαυμαστή ιδιοσυστασία του.
Ετσι δεν έπαυσε ποτέ ο Φώτης –κι εδώ έρχεται ο τρίτος χαρακτηρισμός– να είναι ένας πολίτης του κόσμου και πολίτης Ελληνας ταυτόχρονα. Δεν οχυρώθηκε στα επιστημονικά του τείχη, που αποτελεί την εύκολη διέξοδο στο χώρο της επιστήμης, συχνά όμως και την απαραίτητη παρηγοριά.
Θα διατηρήσει, αντίθετα, αμείωτο το ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά προβλήματα, την ηθική της επιστήμης ή τις πολιτικές μας εξελίξεις. Και όποτε απαιτούσαν οι περιστάσεις, η συμμετοχή του υπήρξε πάντοτε ενεργός και απαλλαγμένη από την εθνική ομφαλοσκόπηση. Tην Eλλάδα άλλωστε, ο πολίτης Φώτης Καφάτος μοιάζει να τη γνωρίζει καλά και έχει ακούσει από παιδί τις διηγήσεις της.
Η σχέση του όμως μαζί της είναι σχεδόν απόμακρη, σαν να την αγαπά πολύ ενώ ταυτόχρονα την αρνείται, σαν να την εμπιστεύεται ενώ παράλληλα υποπτεύεται τις αδυναμίες της. Χρειάζεται να ζήσει κανείς πολλά ή να’ χει μια σοφία άλλη για να εννοήσει ότι αυτή η αγάπη, η αντιθετική, είτε για πρόσωπα πρόκειται είτε για τόπους, είναι ο μόνος τρόπος να αγαπά κανείς.
Εχω όμως την αίσθηση ότι οι πιο προσεκτικοί από τους ακροατές θα παρατήρησαν ήδη την επικίνδυνη ατραπό, που επέλεξα για να χαρακτηρίσω -ως επιστήμονα, ως πατριώτη και ως πολίτη- τον Φώτη Καφάτο. Διότι οι λέξεις αυτές έχουν από καιρό φθαρεί από τα όσα ζει ο τόπος και αναδεικνύει η εποχή. Oμως, στο πρόσωπο του Φώτη Καφάτου οι λέξεις αυτές αναβιώνουν ως διά μαγείας, αποκαθαίρονται και λειτουργούν. Aνακτούν το αρχέτυπο νόημά τους. Ή αντίστροφα, ο Φώτης Καφάτος -ο επιστήμονας, ο πατριώτης, ο πολίτης- τις καθορίζει και τις οριστικοποιεί.
Απόψε είμαστε άλλωστε μάρτυρες ενός άλλου θαύματος. Αυτή η άχαρη αίθουσα των κάθε είδους εκδηλώσεων γέμισε μυστική ζωή καί πρόσωπα άλλα, που είναι και δεν είναι εδώ, που παρακολουθούν κι ύστερα χάνονται στους διαδρόμους. Είναι ο Μενέλαος Παρλαμάς και ο Νίκος Γιανναδάκης, ο Ανδρέας Καλοκαιρινός και ο Νίκος Παναγιωτάκης, ο Στέργιος Σπανάκης και ο Στέφανος Ξανθουδίδης, κι άλλοι σπουδαίοι με τη χαρακτηριστικά της Κρητικής ματιάς η εκείνο το Ηθος, που νόμιζες χαμένο από την πόλη. Στα πρώτα άλλωστε καθίσματα – και φοβούμαι, σε σπασμένα καθίσματα- διακρίνονται ο γεωπόνος Κώστας Καφάτος και η Ελένη, ο ποιητής Λευτέρης Αλεξίου και η Αμαλία.
Aυτή η απροσδόκητη και ζωηρή σύναξη αποτελεί ίσως και τη μεγαλύτερη δικαίωση για τον δήμαρχο και τους ανθρώπους, που είχαν τη σημερινή πρωτοβουλία. Αποτελεί όμως, φοβούμαι, και μια εντολή αόρατη κι ωστόσο επιτακτική, καθησυχαστική της ψυχής και ωστόσο δυσπρόσιτη.
Γιατί στην εποχή μας θερίζουν άρματα δρεπανηφόρα· και ο Στυλιανός Αλεξίου ή ο Φώτης Καφάτος λαμπρύνουν το παρόν της πόλεως, όντας ταυτόχρονα τα αναχώματά της. Είθε, καθώς περνά ο καιρός, να πληθαίνουν οι ανάσες του πολιτισμού και της παιδείας, και να προσδώσουν στην πόλη του Ηρακλείου το δύσκολο εκείνο κύρος, το μόνο που παραμένει αναλλοίωτο από τις εξουσίες και τον χρόνο.
* Ομιλία που εκφωνήθηκε κατά την απονομή στον Φώτη Καφάτο του βραβείου “Ηθικής τάξεως” από τον Δήμο Ηρακλείου (2003)