Αγαπημένε φίλε Αντώνη, μια από τις πολλές φορές που συζητούσαμε για τα βιβλία και τα γραψίματά μας, μου μίλησες για το ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ. Αυτός θα ήταν ο τίτλος του στερνού σου βιβλίου, όπως είχες υποσχεθεί στον εαυτό σου. Και άφησες να ακουσθούν μερικές πρώτες σκέψεις που αποκάλυπταν το στίγμα του στερνού σου βιβλίου, δηλαδή του στερνού σου αντίο.
«ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ Αγίας δόξης αθανάτου πατρός {…} ελθόντες επί την ηλίου δύσιν ιδόντες φως εσπερινόν {…}».
Κι ωστόσο η δύση σε πρόλαβε Αντώνη. Ήρθε αρκετά πριν την ώρα της και δεν σου επέτρεψε να ατενίσεις το ιλαρό φως της εσπέρας. Το νήμα της ζωής κόπηκε πρόωρα και το φως της εσπέρας χάθηκε Αντώνη πριν εμφανισθεί το λυκόφως και το καταστήσει ιλαρόν.
Και μαζεύτηκε κόσμος πολύς για να σε αποχαιρετήσει Αντώνη Βγόντζα. Σωστή κοσμοπλημμύρα στον ιερό ναό Πέτρου και Παύλου εκεί στον Υμηττό. Ποτέ δεν είδα τόσα στέφανα, τόση αγάπη, τόση θλίψη και τόσο ειλικρινή και ανθρώπινο πόνο, όσο εκεί στις γειτονιές που έκανες τα πρώτα σου βήματα, εκεί που χάρηκες τα πρώτα σου παιχνίδια, εκεί που έμαθες τα πρώτα σου γράμματα. Και τα ‘μαθες καλά. Και διακρίθηκες στη Νομική Επιστήμη. Δεν υπάρχει κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που να χρειάστηκε νομική τεκμηρίωση και να μην ανέτρεξε στις δικές σου νομικές γνώσεις: οικογενειακό δίκαιο, βασιλική περιουσία σύστημα υγείας, τόσα και τόσα άλλα.
Πέρα όμως από τη βαθύτατη επιστημονική γνώση έκανες βίωμα και πράξη το αμίμητο εκείνο και το σπάνιο στην εποχή μας αρχαιοελλικό ρητό: «Πάσα επιστήμη στερημένη αρετής, πανουργία και ου σοφία φαίνεται». Έτσι στην εποχή της βαθιάς κρίσης και της μεγάλης παρακμής, στην εποχή που όσοι ορίστηκαν να φυλάνε Θερμοπύλες γίνονται Εφιάλτες και μας παραδίδουν οι ίδιοι στους Μύδους, σε αυτή τη δύσκολη εποχή που πλημμύρισαν οι πανούργοι, εσύ Αντώνη παρέμεινες ακέραιος και αλώβητος. Γι’ αυτό και αυτή η κοσμοσυρροή και τα αναρίθμητα στεφάνια στην τελετή του αποχαιρετισμού σου.
Γιατί εσύ Αντώνη πλημμύριζες ανθρωπιά και χάρη.
«Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες».
Δεν ήσουν ένας άνθρωπος σαν όλους εμάς τους άλλους.
Δεν ήσουν απλώς ένας προικισμένος νομικός με τον γλυκύτατο λόγο σου.
Γι’ αυτό και θα ΄θελα λέει να πλημμυρίσει ο χώρος ολόκληρος με φως ιλαρόν, να βρω κάτι από το λόγο των ποιητών, για να υμνήσω τις χάρες σου και να θρηνήσω το χαμό σου. Να πω για την ευγένεια της ψυχής σου, την ηθική και την πνευματική σου καλλιέργεια και να επαναλάβω ότι κάτω από την ευγενική αυτή ύπαρξη υπήρχε ένας ανυποχώρητος αγωνιστής, που το απέδειξε ως τη στερνή του πνοή.
Αντώνη, θυμάμαι αυτό που μου έλεγες κάποτε. Όταν μικρό παιδί ακόμη ήρθες για πρώτη φορά στην Ιεράπετρα, η θεία σου έβαλε στο τραπέζι ψάρια κι εσύ τα ψάρια δεν τα αγαπούσες τότε. Και καθώς ήσουν από τη φύση σου ευγενής και παραπονιάρης, σε έπιασαν τα παράπονα κι έβαλες τα κλάματα. Κι έτσι έμεινες σε όλη σου τη ζωή: ένα μικρό κι ευγενικό παιδί με την αθώα σου καρδιά που το πιάνουν εύκολα τα παράπονα.
Τώρα φεύγεις κι αφήνεις εμάς όλους με το παράπονο.
Το μέγα και αθεράπευτο το παράπονο: μας πήραν τον καλύτερο.
Καλό σου ταξίδι Αντώνη. Να είσαι αναπαυμένος εκεί στο χώμα της Αττικής γης που σε σκεπάζει και να πλημμυρίζει ο χώρος σου από ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ.
* Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης