Την ώρα που η επιτυχία του εμβολίου εναντίον του κορονοϊού είναι δεδομένη, αφού οι πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν την υψηλή αποτελεσματικότητά του, η μάχη της συνωμοσιολογίας, τουτέστιν της δήθεν εσκεμμένης εξάπλωσης του ιού και της μόλυνσης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων ώστε οι παγκόσμιοι φαρμακευτικοί κολοσσοί να προσπορισθούν κερδών, της αερολογίας των απανταχού ειδημόνων, ανάμεσα στους οποίους δυστυχώς βρίσκονται και ελάχιστοι, είναι αλήθεια, εκπρόσωποι του ιατρικού επαγγέλματος και λειτουργήματος, η αντιπαράθεση και η διαμάχη μεταξύ των υπέρ και των κατά του εμβολιασμού συνεχίζονται ακάθεκτες, αν και οφείλουμε να παραδεχτούμε πως βαίνουν συνεχώς μειούμενες.
Τι λοιπόν κι’ αν χειροκροτήσαμε κάποτε τους γιατρούς και τους νοσηλευτές στα μπαλκόνια μας, τι κι αν η επιστήμη κατάφερε και μάλιστα σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα να φέρει στην ιατρική φαρέτρα και τον εμβολιασμό, ακόμα υπάρχει η αντίθετη γνώμη η οποία κάποιες φορές αναμιγνύεται με άλλες βλέψεις που άπτονται διαφορετικών γαλαξιών και η οποία στην πλειονότητα των περιπτώσεων εκφράζεται με υποψία κινημάτων, αδρομολόγητες πορείες και φωτοτυπημένες εξεγέρσεις.
Στις ταραγμένες εποχές που ζήσαμε αναγκαστικά στα σπίτια μας περισσότερο του συνήθους, θυμηθήκαμε την ταινία-θρίλερ «Contagion» (2011) του Στίβεν Σόντερμπεργκ, στην οποία πρωταγωνιστούσαν γνωστοί ηθοποιοί, όπως οι Γκουίνεθ Πάλτροου, Κέιτ Γουίνσλετ, Ματ Ντέιμον, κλπ, και αφορά έναν θανατηφόρο ιό ο οποίος απειλούσε να πλήξει ολόκληρη την ανθρωπότητα, με τους ερευνητές γιατρούς να δίνουν μάχη με το χρόνο και τον καλύτερο εαυτό τους για την όσο το δυνατόν συντομότερη ανακάλυψη του εμβολίου.
Πολλοί, λόγω των απίστευτων ομοιοτήτων με τη σημερινή πραγματικότητα, αναρωτήθηκαν ποιος τελικά αντιγράφει τον άλλον, η ζωή την τέχνη, ή η τέχνη την ίδια τη ζωή. Αλλά να σημειώσουμε για την ιστορία της υπόθεσης ότι τέτοιες ταινίες με παρεμφερή θέματα ιών και θανάσιμων επιδημιών είχαμε δει και παλιότερα.
Τον τελευταίο καιρό εν μέσω της εξέλιξης της πανδημίας και των εμβολιασμών, μας αναστάτωσαν κάποια σύντομα νοσταλγικά πλάνα στην τηλεόραση. Ένα προσεγμένο ντεκόρ με όμορφους χρωματισμούς, παλιά έπιπλα, δίσκοι βινυλίου 33 στροφών, ένα τραγούδι παντελώς άγνωστο στις νεότερες γενιές, ηλικιωμένες πασίγνωστες εδώ και πολλές δεκαετίες φιγούρες, ρούχα και ντυσίματα άλλων εποχών με διαφορετική προσήλωση στην ενδυματολογική λεπτομέρεια και φινέτσα, τρόποι ευγενούς καθημερινής συμπεριφοράς, πολιτισμός και κουλτούρα σαφώς προηγούμενου αιώνα, που παρέπεμπε σε άλλες εποχές αλλά συγχρόνως τόσο κοντινές.
Για τους ειδήμονες, το σποτ γεφύρωσε το χάσμα από το 1965, τότε που γυρίστηκε η ταινία ‘Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα’ του Γιώργου Τζαβέλα με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού που δραστηριοποιούνταν σε κείνο το νοσταλγικό σπιτάκι της παλιάς Αθήνας, τη γνωστή ως οικία Κοκοβίκου, η οποία σημειωτέον υπάρχει ακόμα στην οδό Τριπόδων 32 και Ραγκαβά, στην περιοχή της Πλάκας, μέχρι σήμερα, τις αινιγματικές και απείθαρχες μέρες του ύπουλου και επικίνδυνου κορονοϊού.
Βλέποντάς το, οι ηλικιωμένοι έστρεψαν το νου σε προγενέστερες και περισσότερο αγαπημένες γι’ αυτούς εποχές, αφού μεγάλωσαν παρέα με τους συγκεκριμένους πρωταγωνιστές, οι νεότεροι μάλλον έμειναν αμέτοχοι παρατηρώντας με περιέργεια την συγκεκριμένη περισσή προσήλωση των μεγαλύτερων στη συνάντηση των δύο υπέργηρων ηθοποιών κάτω από το ψιλόβροχο οδεύοντας προς τον προγραμματισμένο εμβολιασμό φορώντας τον καλύτερο και περισσότερο προσεγμένο ρουχισμό τους. Για ορισμένους, περισσότερο υποψιασμένους, είναι προφανής η επιδρομή της έννοιας της νοσταλγίας, εν προκειμένω και η εισβολή της στο διαμορφούμενο σκηνικό.
Οι γιατροί, λοιπόν, όταν απέτυχαν να αποκαλύψουν τον ακριβή τόπο και εστία της νοσταλγίας τον δέκατο όγδοο αιώνα, συνέστησαν και ζήτησαν βοήθεια από τους ποιητές και τους φιλοσόφους! Γιατί η νοσταλγία μιλάει με αινίγματα και γρίφους που πρέπει κάποιος να αντιμετωπίσει, προκειμένου να μην γίνει το επόμενο θύμα του ή ο επόμενος θύτης.
Η τεράστια υπεραφθονία των νοσταλγικών αντικειμένων που διατίθενται στο εμπόριο από τη βιομηχανία του θεάματος, αντανακλά και το φόβο της αδάμαστης λαχτάρας. Ο υπερκορεσμός, στην περίπτωση αυτή, υπογραμμίζει το θεμελιώδες ακόρεστο της νοσταλγίας. Με την υποβάθμιση του ρόλου της τέχνης στις δυτικές κοινωνίες, η ατομική εξερεύνηση της νοσταλγίας, χωρίς γρήγορες λύσεις και ημίμετρα, τείνει να ελαττώνεται σημαντικά.
Ο Αρθούρος Σοπενχάουερ στους αφορισμούς του, περισσότερο υποψιασμένος, έγραφε κάποτε, πως, «Καμιά φορά πιστεύουμε ότι νοσταλγούμε έναν μακρινό τόπο, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγούμε μόνο τον χρόνο που ζήσαμε εκεί, τότε που ήμασταν πιο νέοι και πιο φρέσκοι. Έτσι λοιπόν μας ξεγελάει ο χρόνος: φορώντας τη μάσκα του χώρου. Αν ταξιδέψουμε ως εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας»!.