Λαμβάνω γράμματα από αναγνώστες, συχνά. Ηλεκτρονικώς, εννοείται –δηλ. μηνύματα· γιατί τα γράμματα που γράφαμε κάποτε, σήμερα ανάγονται σε μουσειακό είδος. Να μην αναφερθούμε στα γράμματα που έγραφαν (παρατατικός) οι ερωτευμένοι, επειδή αυτή είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία στο χώρο της φιλολογίας, ενδιαφέρουσα, μεν, εκτός τόπου και χρόνου, δε. Όμως, όλοι μας γράφαμε γράμματα για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Θυμάμαι, μάλιστα, ως φοιτητές, το κίνητρο για αλληλογραφία, πολλών από τους γνωστούς μου, ήταν η παράκληση για την αποστολή χρημάτων «από το σπίτι», αφού το να ξεμείνεις από χρήματα ήταν το βασικό και συχνό πάθημα, για τους πρωτοετείς –κυρίως- φοιτητές.
Λίγο η «λελογισμένη οικονομική πολιτική» μου, λίγο η οικονομική άνεση που είχα λόγω παράπλευρων εσόδων από καλλιτεχνική ενασχόληση, λίγο (ή πολύ) η κρατική υποτροφία κ.λπ, δεν χρειάστηκε, ποτέ, να καταφύγω στην υποβολή τέτοιου αιτήματος. Έτσι, τα γράμματά μου ήσαν ακόμα πιο σπάνια. Νομίζω, όμως, ότι επιβάλλεται μια επεξήγηση, ειδικά για τους νεαρούς αναγνώστες, ώστε να γίνει κατανοητή η κεντρική ιδέα, σχετικά με τη φοιτητική αλληλογραφία. Βρισκόμαστε στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’60.
Τα τηλέφωνα λιγοστά –εννοείται, τα σταθερά. Ασφαλώς υπήρχε και ένα κόστος –βλέπε: είδος πολυτελείας για τα σπίτια- και προτεραιότητα για εγκατάσταση τηλεφώνου είχαν οι επιχειρήσεις, οι επαγγελματίες, τα καταστήματα κ.λπ. Θυμάμαι το τηλέφωνο στο κατάστημα του πατέρα μου, στη δεκαετία του ’50, ήταν 315. Αυτό σημαίνει ότι στο Ηράκλειο υπήρχαν λιγότερα από 1.000 τηλέφωνα –σταθερά. Μετά, έγινε 31-15.
Στη συνέχεια και με την πάροδο των ετών έγινε 28-31-15 και τελικά, λίγο πριν καταργηθεί η χρήση του, 28-10-28-31-15… Έπειτα οι οπτικές ίνες ήταν στις μελλοντικές εφαρμογές της τεχνολογίας. Για να έχεις τηλέφωνο –σταθερό- έπρεπε να περνάει από τη γειτονιά το «καλώδιο του ΟΤΕ». Κι αυτό με ένα συγκεκριμένο αριθμό παροχών. Έτσι και τερμάτιζε, ούτε ο διευθυντής του ΟΤΕ δεν θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί. Με λίγα λόγια, το τηλέφωνο στο σπίτι ήταν σπάνιο και προνόμιο των ολίγων –τότε!
Η πρώτη τηλεφωνική κλίση από κινητό έγινε…πότε; Έγινε τον Ιούνιο του 1993. Δηλ. πάνω από μια 35ετία, αργότερα. Άρα, χρειάζεται και λίγη φαντασία, για το πώς γινόταν η επικοινωνία μεταξύ μας, η ενημέρωση, το πώς συναντούσαμε φίλους… πώς κλείναμε ραντεβού κ.λπ.
Πράγματα που δεν χωράει ο νους του νέου, που… γεννήθηκε με το κινητό… στις πάνες! (Μάλιστα, απορώ πώς και δεν έχουν λανσαριστεί πάνες με «οπισθία τσέπη» δηλ. «κ@λ@τσεπη», για το βρεφικό ή το παιδικό κινητό.) Κάτι ανάλογο με το θλιβερό γεγονός του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, πριν ένα χρόνο. Αν το καλοσκεφτούμε, προκύπτει το ερώτημα πώς ανεβοκατεβαίναμε Αθήνα – Θεσσαλονίκη, με τραίνα με ντηζελομηχανή (ή και με κάρβουνο), σε διαδρομή μιας και μόνο γραμμής, χωρίς αυτοματισμούς, χωρίς ηλεκτρονικό κέντρο κ.ά. Μήπως θα έπρεπε να λογοδοτήσουν όλοι οι αρμόδιοι, αναδρομικά;Τι χρειάζεται ένα γονιός, που έχει το παιδί του φοιτητή σε άλλη πόλη; Όχι και πολλά. Ένα μήνυμα, ένα γράμμα, που να λέει: «Είμαι καλά». Τίποτε άλλο. Φαίνεται όμως, πως οι πολυσχιδείς ασχολίες μου, η φοιτητική ανεμελιά και η φράση που είχα μάθει πρόσφατα (No news, is good news), με είχαν κάμει να ξεχάσω τη στοιχειώδη υποχρέωση της αλληλογραφίας του φοιτητή με το σπίτι του.
Πιστεύω να μην παρεξηγηθώ, αν δηλώσω ότι δεν θυμάμαι ύστερα από κάποιες δεκαετίες, αλλά μπορεί να είχε περάσει μήνας, μπορεί και δύο ή και παραπάνω, που είχα να στείλω γράμμα στο σπίτι μου. Αυτό δηλαδή το «Είμαι καλά»… Ακόμη και η ιδέα να σταθώ σε κάποιο από τα λίγα περίπτερα, που διέθεταν τηλέφωνο με μετρητή μονάδων, δεν μου πέρασε από το μυαλό. Έτσι κι αλλιώς, το οικονομικό δεν ήταν το πρόβλημά μου. Το αντίθετο. Η οικονομική μου ευχέρεια και η καλοπέραση, ίσως να ευθύνονται γι’ αυτό. Άρα, κατά τη βιβλική φράση, ήμουν το «απολωλός πρόβατο» της οικογένειας, ο φοιτητής που είχε ξεστρατίσει από τα υπεσχημένα και τα καθιερωμένα…
Θα πρέπει να ήταν μεσημέρι, μετά το φαγητό, όταν επέστρεψα σπίτι. Το είχα διαλέξει κάπως απόκεντρα για να μπορώ να μελετώ ανενόχλητος –όταν το επιθυμούσα, καθότι από σπίτι σε κεντρικό σημείο, ο καθένας γνωστός περαστικός, περνούσε και χτυπούσε το κουδούνι, χωρίς λόγο … έτσι για να πει ένα γεια και τελικά έκανε βίζιτα κανονική !
Στην πόρτα της πολυκατοικίας ήταν κάποιος κύριος, που κοίταζε και ξανακοίταζε τα κουδούνια. Προσφέρθηκα να τον εξυπηρετήσω κι εκείνος με ρώτησε αν μένω εκεί και αν ήξερα σε ποιο διαμέρισμα μένει ο Περιπατητής. Του είπα ότι ήταν τυχερός που δεν θα χρειαζόταν ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο. Και για να μην τα πολυλογούμε, μου έδωσε ένα σημείωμα. Ήταν άνθρωπος από τον ΟΤΕ, κάτι σαν ταχυδρόμος, όπως έκαναν και τη διανομή των τηλεγραφημάτων (άλλο πρωτόγονο είδος επικοινωνίας). Σ’ αυτό το σημείωμα έγραφε πως έπρεπε να είμαι στο κτήριο του ΟΤΕ, στις 6 το απόγευμα, γιατί είχα μια συνδιάλεξη…
Πιστός στις επιταγές του σημειώματος, έξι παρά κάτι ήμουν στην αίθουσα αναμονής του ΟΤΕ Θεσσαλονίκης. Κόσμος πολύς και όπως κι εγώ, όλοι μαζί … στο «περίμενε». Μια σειρά από τηλεφωνικούς θαλάμους (είδος υπό εξαφάνιση), μπορεί και δέκα, στη σειρά, εξυπηρετούσαν όλο το ανυπόμονο –για να μιλήσει- κοινό, μέσα στην αίθουσα.
Κάποια φωνή από το μεγάφωνο ανακοίνωνε κατά διαστήματα, το όνομα και τον αριθμό του θαλάμου όπου πρέπει να πάει. Έτσι, κάποια στιγμή, άκουσα κι εγώ: «Ο κ. Περιπατητής, στο τέσσερα!». Πετάχτηκα σαν ελατήριο από το κάθισμα και με «ελαφρά πηδηματάκια» μπήκα στο θάλαμο 4 και έκλεισα την πόρτα. Σήκωσα το ακουστικό, είπα «Εμπρός…» και από την άλλη άκρη, … ήταν η φωνή του πατέρα μου…Εδώ, λόγω προσωπικών δεδομένων, δεν θα αναφερθούμε στον ακριβή διάλογο που διεξήχθη, αφού δεν είναι δυνατό να έχουμε και τη συγκατάθεση του πατέρα μου… Όμως, αντίθετα από τον εκρηκτικό τόνο και το ύφος της φωνής, που θα περίμενε κανείς, με ρώτησε με χαρά και προδιαγεγραμμένη ικανοποίηση τι κάνω και αν είμαι καλά, μια και είχα τόσο καιρό να δώσω σημεία ζωής . Έστω και με αυτή τη μακρόχρονη και επίπονη για τα σημερινά δεδομένα διαδικασία, συνειδητοποίησα τη νεανική απερισκεψία μου καθώς και το ενδιαφέρον και την αγωνία που έχουν όλοι οι γονείς, για να μαθαίνουν καλά νέα και ειδήσεις από τα παιδιά τους.
Σήμερα, βέβαια, αυτές οι πρωτόγονες μέθοδοι επικοινωνίας μπορεί να ηχούν αστεία και βαρετά στ’ αυτιά μας, καθώς με τη χρήση του κινητού τηλεφώνου, η μητέρα (και ο πατέρας, φυσικά, αλλά σπανιότερα) μπορεί να καλεί δυο και τρεις ή περισσότερες φορές, τη μέρα, κάνοντας καθ’ υπερβολή ακόμα και κατάχρηση χρόνου και επεμβαίνοντας στην προσωπική τους ζωή, απασχολώντας το γιο ή την κόρη της!
Στην ιστορία αυτή, δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα! Οι καιροί αλλάζουν και με τον καιρό αλλάζει και η ηθική, οι συνήθειες και οι προτιμήσεις. Μας δείχνει μόνο ένα είδος επικοινωνίας, στην «προ κινητού» εποχή. Καλό είναι να θυμόμαστε τα περασμένα και να αναμοχλεύουμε τα ξεχασμένα!