Η φετινή 200ή επέτειος της εθνεγερσίας μας, αλλά και η Ημέρα της Γυναίκας μάς δίνουν την αφορμή να συνδέσουμε τα δυο ορόσημα αυτά του Μαρτίου ρίχνοντας φως στην υποστήριξη της ελληνικής υπόθεσης από σημαντικές Ευρωπαίες της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής εποχής.

Ο έμπρακτος θαυμασμός του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα μας από φιλελευθέρους, κυρίως Ευρωπαίους λογίους, ονομάστηκε «φιλελληνισμός».  Εβλεπαν με συγκίνηση τους απογόνους ενός αρχαίου λαού, που αγάπησαν από τα αγάλματα και τα αρχαία κείμενα, να δίνουν τον υπέρτατο Αγώνα. Δεν ήταν μόνο οι γνωστοί άνδρες φιλέλληνες που συνέδραμαν στον αγώνα του 1821.

Ηταν και διάσημες γυναίκες που πρωτοστάτησαν στην προβολή της Ελλάδας και των δικαίων της. Συνεπαρμένες από τον Κοραή, τον Καποδίστρια, τον Υψηλάντη και άλλους, από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, τη λογοτεχνία, αλλά και τον Τύπο της εποχής, οι γυναίκες αυτές πήραν επάνω τους τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και την προσπάθεια αφύπνισης των Ελληνίδων μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Η Σοφία ντε Μαρμπουά, η διασημότερη απ’όλες, η Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα, η αγαπημένη του Καποδίστρια, η Ρουμάνα πριγκίπισσα Ελένη Γκίκα και η Γαλλίδα Ιουλιέττα Αδάμ Λαμπέρ, διάσημη συγγραφέας, ήταν οι πιο ενεργές φιλελληνίδες και διέθεταν τη σημαντικότερη δύναμη επηρεασμού της διεθνούς κοινής γνώμης.

Η Γαλλίδα Σοφία ντε Μαρμπουά (1785-1854) στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε τον υπασπιστή του Ναπολέοντα Αν Σαν Λεμπρέν, δούκα της Πλακεντίας. Ομως, το ζευγάρι ήρθε σε διάσταση και η Σοφία με την κόρη της ήρθαν στην Ελλάδα το 1830. Η φιλελληνική συνείδηση της δούκισσας και της κόρης της Ελίζας, η οποία ήταν ενεργό μέλος του φιλελληνικού κομιτάτου στο Παρίσι, είχε εκδηλωθεί από την εποχή που διέμεναν στο Παρίσι.

Οπως στο Παρίσι έτσι και στην Αθήνα το σαλόνι της δούκισσας έγινε τόπος συνάντησης Ελλήνων και ξένων προσωπικοτήτων. Το 1826 γνώρισε στο Παρίσι τον Καποδίστρία και από τότε ξεκίνησε η φιλελληνική της δράση. Μαζί με την κόρη της συγκέντρωναν μεγάλα χρηματικά ποσά από εράνους για το νέο ελληνικό κράτος.

Πούλησαν, μάλιστα και τα κοσμήματά τους και έστειλαν τα χρήματα στον Καποδίστρια προς ενίσχυση της εκπαίδευσης και για την κατασκευή κοινωφελών έργων. Η δούκισσα που υπήρξε μια ιδιαίτερα χειραφετημένη και εξαιρετικά δραστήρια γυναίκα, δίδασκε η ίδια, όταν ήρθε στην Αθήνα, Γαλλικά και λογοτεχνία σε κορίτσια ιστορικών οικογενειών του Αγώνα προσπαθώντας να διευρύνει γενικότερα το πνεύμα τους και την αισθητκή τους. Δώρισε, ακόμα, κρήνες σε χωριά της Αττικής και κατασκεύασε δρόμους στην Πεντέλη. Για το λόγο αυτό αγαπήθηκε πολύ από τους Αθηναίους.

Μια άλλη ξεχωριστή Φιλελληνίδα ήταν η Ρωξάνδρα Στούρτζα (1786-1844), γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, κόρη του ευγενούς Σκαρλάτου Στούρτζα, οποίος εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη και τοποθετήθηκε σύμβουλος στην αυλή του τσάρου Αλεξάνδρου. Η Ρωξάνδρα με τις εξαιρετικές της σπουδές διαμόρφωσε μια ιδιαίτερα ευγενική και στοχαστική προσωπικότητα που εντυπωσίασε τους αριστοκρατικούς κύκλους και την οδήγησε στην τσαρική αυλή όπου έγινε κυρία επί των τιμών.

Εκεί γνωρίστηκε, το 1809, με τον Κερκυραίο κόμη Ιωάννη Καποδίστρια τον οποίο είχε προσκαλέσει στην Πετρούπολη και είχε διορίσει υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας ο τσάρος Αλέξανδρος εκτιμώντας τις σπάνιες διπλωματικές του ικανότητες. Ο έρωτάς τους ήταν φλογερός και άφησε εποχή, ήταν, όμως ανεκπλήρωτος, καθώς ο Καποδίστριας έφυγε για την Ευρώπη αρχικά και μετά για την Ελλάδα ως Κυβερνήτης.

Η Ρωξάνδρα παντρεύτηκε τον αδελφό της τσαρίνας Ελισάβετ και αφιερώθηκε στο σημαντικό φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό έργο, προσφορά στη μόρφωση των νέων Ελλήνων. Ηταν μέλος της Φιλομούσου Εταιρείας της Βιέννης, την οποία είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας, το 1815, αλλά και της Ευεργετικής Εταιρείας της Μόσχας για την ενίσχυση της εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων και βοηθούσε       προσωπικά τους Ελληνες φοιτητές της δυτικής Ευρώπης. Στα χρόνια της Επανάστασης βοήθησε αποφασιστικά στο ζήτημα της περίθαλψης των Ελλήνων προσφύγων της Οδησσού, κυρίως Χιωτών και Κρητικών, ενώ προσπαθούσε να ενισχύσει τον αγώνα στην Ελλάδα μέσω των υψηλών επαφών της στην Ευρώπη.

Μια από τις θερμότερες Φιλελληνίδες, αλλά και μια από σημαντικότερες γυναίκες που έζησαν στην Ευρώπη το 19ο αιώνα ήταν η Ρουμάνα πριγκίπισσα Ελένη Γκίκα (1828-1888) που με το φιλολογικό όνομα Ντόρα ντ’ Ιστρια έγινε διάσημη στην εποχή της ως συγγραφέας και αγωνίστρια για τα δικαιώματα των λαών της Ανατολής, αλλά και για τη χειραφέτηση των γυναίκων. Διάβαζε και μετέφραζε αρχαίους Ελληνες συγγραφείς, γνώριζε λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ρωσικά και σπούδασε ζωγραφική και μουσική. Η σχέση της με την Ελλάδα την οποία επισκέφτηκε πολλές φορές ήταν πολύ στενή.

Ελεγε ότι τη θεωρούσε δεύτερη πατρίδα της και με τη συγγραφή άρθρων σε ευρωπαϊκά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και με την έκδοση βιβλίων υπερασπίστηκε κάθε ελληνική υπόθεση τότε ακριβώς που είχε αρχίσει να δημιουργείται ένα ανθελληνικό κίνημα λόγω του ότι η Ιερά Συμμαχία την οποία είχαν συνάψει τα απολυταρχικά καθεστώτα, χαρακτήρισε την Ελληνική Επανάσταση «ανταρσία εναντίον νόμιμου και κυρίαρχου μονάρχη».

Οταν ο Γερμανός καθηγητής Φαλμεράγιερ υποστήριξε τη «μη ελληνικότητα» των κατοίκων της Αττικής, εκείνη με τα έργα της «Η ελληνική εθνότης» και άλλα θέλησε να αποδείξει τη συνέχεια του νεότερου ελληνισμού με τον αρχαίο και γνώρισε στην Ευρώπη την ελληνική εθνότητα, όπως αυτή προβάλλει μέσα από τα δημοτικά τραγούδια τα ήθη και τα έθιμά της. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το ότι το 1866 υποστήριξε την Κρητική Επανάσταση, φρόντιζε για τον εφοδιασμό των επαναστατών με όπλα και έγραφε άρθρα για την Κρήτη, την Επανάσταση και τους ήρωές της.

Για την αγάπη της και τις υπηρεσίες της στην Ελλάδα, η Ελένη Γκίκα τιμήθηκε επανειλημμένα από την ελληνική πολιτεία και μάλιστα της απονεμήθηκε, το1867, ο τίτλος της ελληνίδας πολίτιδος από την ελληνική Βουλή.     Μια, ακόμα, αξιόλογη Φιλελληνίδα συγγραφέας ήταν η Γαλλίδα Ιουλιέττα Λαμπέρ (1836-1936), μια γυναίκα έξυπνη, καλλιεργημένη χειραφετημένη, δραστήρια και προοδευτική και με έντονη κοινωνική ζωή.

Το σαλόνι της, ένα από τα πιο πολυσύχναστα και ονομαστά φιλολογικά σαλόνια του Παρισιού, έμεινε γνωστό με το όνομα «η φάτνη της Τρίτης Δημοκρατίας» συγκέντρωνε πολλές προσωπικότητες, όπως ο Φλομπέρ, ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός ο Γκι ντε Μοπασάν, η Γεωργία Σάνδη, ο Γεώργιος Βιζυηνός, με τον οποίο μάλιστα συνεργάστηκε. Μέσα από το περιοδικό της «Νέα Επιθεώρηση» εξέθετε τις κοινωνικές, πολιτικές και φιλοσοφικές της απόψεις, αλλά και υπερασπιζόταν με ενθουσιασμό και τα δικαιώματα των Ελλήνων.

Ενα από τα σημαντικότερα έργα της είναι «Οι σύγχρονοι Ελληνες ποιητές» 1881 το οποίο αφιέρωσε στο Δημήτριο Βικέλα και στο οποίο προτρέπει τους Γαλλους να στηρίξουν την Ελλάδα που αναγεννάται και υπερασπίζεται τη συνέχεια του Ελληνισμού που κατάφερε να διατηρήσει τη γλώσσα και τα ήθη του παρά τη σκληρή και μακραίωνη υποδούλωσή του.

Από το 1887, εξάλλου, η Ιουλιέττα ξεκίνησε την τακτική της συνεργασία με το σημαντικότερο, ίσως, ελληνικό περιοδικό της εποχής, την Εφημερίδα των Κυριών της Ρεθεμνιώτισσας Καλλιρρόης Παρρέν η οποία ήταν και η ιδρύτρια του Λυκείου Ελληνίδων. Χειραφετημένη καθώς ήταν η Ιουλιέττα, έδινε συμβουλές στις Ελληνίδες να είναι καθαρές και περιποιημένες και να μορφώνονται.

Πίστευε ότι βασικό κριτήριο του εκπολιτισμού μιας κοινωνίας είναι η αξία και η υπόληψη που η γυναίκα έχει μέσα σ’ αυτήν. Τόνιζε την ουσιαστική ισότητα των δυο φύλων, υποστηρίζοντας ότι η ανθρωπότητα επέμενε πάντα να περπατά με ένα πόδι και να βλέπει με ένα μάτι ενώ η φύση της έδωσε δυο πόδια και δυο μάτια. Τέλος κατέκρινε την απουσία της γυναίκας από την παγκόσμια ιστορία που ουσιαστικά είναι μια σκληρή και συχνά απάνθρωπη ανδρική ιστορία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ

ΜΑΡΤΙΟΣ 2004