Πάντα υπήρχε η αγάπη και το ενδιαφέρον προς τους συνανθρώπους μας, όμως αυτή η πανανθρώπινη κίνηση, που σκοπός της ήταν η αγάπη και η φροντίδα στον διπλανό μας, το υπέρμετρο αυτό αίσθημα της φιλαλληλίας, γινόταν πιο έντονο και πιο αντιληπτό κατά τους χρόνους της μαύρης δουλείας.

Αυτό ήταν που διέκρινε το χριστιανικό στοιχείο της πόλεώς μας και εθέρμανε τους δεσμούς του. Οι επαναστάσεις, οι συνεχείς πόλεμοι, οι σφαγές και οι πυρπολήσεις και όλες οι καταστροφές είχαν σκορπίσει τη δυστυχία και τη συμφορά, έχοντας αφήσει σωρούς ερειπίων και φυσικά ανθρώπινη απογοήτευση.

Ήταν επόμενο λοιπόν μέσα απ’ όλα αυτά να ξεπηδήσει η φιλανθρωπία, προάγγελος της ανθρώπινης ευτυχίας. Έτσι, το 1900 εμφανίζεται στο προσκήνιο της αδιαμόρφωτης ακόμα κοινωνικής μας ζωής ο “Φιλανθρωπικός Σύλλογος Κυριών”, ένα λαμπρό σωματείο που από την αρχή έδωσε βάσιμες υποσχέσεις γόνιμης και δημιουργικής δράσης! Στην ίδρυση του συλλόγου τότε μεγάλη ήταν η συμβολή του τότε Μητροπολίτη Κρήτης.

Ήταν πράγματι φιλάνθρωπος ο Καστρινογιαννάκης και άγησε μια μεγάλη δωρεά στον Σύλλογο Κυριών με την διαθήκη του. Στα 1903 ο Φιλανθρωπικός Σύλλογος Κυριών έκανε την εμφάνισή του με την ίδρυση του υφαντηρίου του, το οποίο δεν είχε εμπορικό σκοπό. Σκοπός του ήταν να δίνει εργασία σε άπορα κορίτσια και σε φτωχές γυναίκες, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία να μάθουν αυτή την τόσο αποδοτική γυναικεία τέχνη της υφαντικής.

Τα υφαντά του Συλλόγου Κυριών ήταν πραγματικά έργα τέχνης, αλλά και περιζήτητα και όσα χρήματα προέρχονταν από αυτά προορίζονταν για τους άπορους της πόλης μας, εξασφαλίζοντάς τους ένδυση, υπόδηση, τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ένας σύλογος που ήταν ο βοηθός των φτωχών, ο φύλακας άγγελος των πασχόντων, το στήριγμα των αποκλήρων της μοίρας και της ζωής, η παρηγοριά για τους ναυαγούς της ζωής. Όμως η δραστηριότητα του προαναφερόμενου συλλόγου επεκτάθηκε και πέραν της υφαντικής.

Οργάνωσε γιορτές, δεξιώσεις, χορούς, των οποίων οι εισπράξεις διετίθεντο για την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Οι χοροί του συλλόγου αποτελούσαν μεγάλο κοσμικό γεγονός , όχι μόνο για την πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου αλλά και για ολόκληρη την Κρήτη. Τους διέκρινε μια μοναδική μεγαλοπρέπεια και μια λαμπρότητα και οι πιο παλιοί Καστρινοί τους θυμούνται με νοσταλγία.

Είναι σίγουρο ότι το νησί μας, η Κρήτη, ποτέ δεν γνώρισε περιόδους ηρεμίας και ελευθερίας, καθώς και ανεξαρτησίας. Οι μακρόχρονοι πόλεμοι, οι αγώνες και οι θυσίες συνετέλεσαν ώστε πολλές οικογένειες να μείνουν χωρίς προστάτες. Είχαν πραγματική ανάγκη συνδρομής και περιθάλψεως. Βέβαια, αργότερα, το 1915 ήρθαν και οι πρώτοι πρόσφυγες από την Θράκη και την Ιωνία. Τότε ήταν που ξέσπασε ένα μεγάλο κύμα δυστυχίας στο Ηράκλειο, το οποίο βέβαια πολλαπλασιάστηκε με την έλευση των προσφύγων κατά τα τραγικά έτη 1922-1923.

Ρακένδυτοι και ξεριζωμένοι οι αδελφοί μας της Ιωνίας, ράκη πραγματικά, βρήκαν ως αποκούμπι τους τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο Κυριών. Ο σύλλογος ενέτεινε τις προσπάθειές του, ενίσχυσε το συσσίτιό του και σε καθημερινή βάση παρείχε 3.000-4.000 χιλιάδες μερίδες φαγητού στους  πρόσφυγες. Μεγάλη επίσης και συνεχής ήταν η παρουσία του συλλόγου κατά τις διάφορες επιδημίες όπως γρίπης, ελονοσίας, ευλογιάς και άλλων ασθενειών που μάστιζαν τότε πραγματικά τους ανθρώπους.

Πραγματικά αεικίνητες οι κυρίες του συλλόγου εργάζονταν μέρα και νύχτα, αφιερώνοντας τις ικανότητές τους αφενός και αφετέρου το τελευταίο απόθεμα της ψυχικής δυνάμεως, της στοργής, πάντοτε αποβλέποντας στην ανακούφιση των ανθρώπων. Και πράγματι κατόρθωσαν πολλά αυτές οι κυρίες του Μεγάλου Κάστρου. Πίστευαν σ’ αυτό που έκαναν και πέτυχαν πολλά. Η κοινωνία πάντα συμπαραστεκόταν στο ιερό έργο τους το οποίο διέκρινε μια συνεχής φλόγα ανθρωπισμού, μια φλόγα που διαρκώς θέρμαινε πονεμένες και συντετριμμένες ψυχές.

Τέτοιες μέρες ή τις εορταστικές μέρες της περιόδου των Χριστουγέννων αποκλειστικότητα του συλλόγου ήταν η παιδική μέριμνα, αυτές οι αθώες παιδικές και πονεμένες ψυχές που έπρεπε να χαρούν, να γελάσουν, να παίξουν. Να ντυθούν και να νιώνουν, σαν όλα τ’ άλλα παιδιά, αγάπη, φροντίδα και κατανόηση. Όλα αυτά θα επούλωναν το σκληρό πρόσωπο που τους είχε επιφυλάξει για να τους δείξει η ίδια η ζωή!

 

(Συνεχίζεται με το β’ μέρος)