Στα τελευταία του Βυζαντίου, που σιμώνουν τα συναπαντήματα της πτώσης του, αναπτύχθηκε ένας έντονος προβληματισμός. Αν προτιμούσαν οι κάτοικοι του τούρκικο φέσι ή καμιλαύκι καθολικών, να υπαχθούν. Το φέσι λεγόταν τότε φακιόλι, ενώ τιάρα είναι και σήμερα κεφαλοκάλυμμα καθολικών αξιωματούχων. Δεν υπάρχει συμπατριώτης που δεν άκουσε να επαναλαμβάνεται ο προβληματισμός,- ίσως και το γεωπολιτικό πρόταγμα.

Πριν λίγα χρόνια συνάντησα ηγούμενο μονής στα Χανιά να επαναλαμβάνει τα δεδομένα, που κατ’ αυτόν κρατούσαν το αποτύπωμα του διλήμματος ισχυρό μέχρι και σήμερα. Ο προβληματισμός άπλωσε βαθιές ρίζες στην ιστορική μας συνείδηση και επηρεάζει την εθνική μας συγκρότηση καθοριστικά. Είναι φυσικό να απορεί κανείς για το γεγονός ότι κληρονόμοι ενός ανεπανάληπτου αρχαίου πολιτισμού και οι ίδιοι διάδοχοι μιας τρανής αυτοκρατορίας, θα ξέπεφταν να διαλέγουν αφέντη. Δε χωρεί αμφιβολία ότι οι ιστορικές συνιστώσες που κλήθηκαν να αξιολογήσουν οι πρόγονοι μας εκείνου του καιρού ήταν σύνθετες, με ενσωματωμένα δυσεπίλυτα διλήμματα. Αλλά η ιστορία κάνει συχνά τέτοια τερτίπια, που γίνονται επικίνδυνες καταβολές για τις επόμενες γενιές.

Το πολιτικό δίλημμα που μπήκε τις τελευταίες δεκαετίες του Βυζαντίου, μετατράπηκε σε βιωματική πεποίθηση του μετέπειτα Ελληνισμού. Διότι η γνωστή ρήση, πως δεν υπομένει ζυγό ο τράχηλος του Έλληνα, ξέρουμε πως είναι περισσότερο ευφημισμός παρά ιστορική διαπίστωση. Η πραγματικότητα διδάσκει ότι στα τελευταία 800 χρόνια ιστορίας μας, τα 700 ήταν κάτω από ξένο συνεχόμενο ζυγό. Ούτε η παληκαριά επιβεβαιώνεται ως κυρίαρχο στοιχείο των αντιδράσεών μας σε κρίσιμες στιγμές.

Οι Βενετσιάνοι επικράτησαν στην Κρήτη όχι με τα όπλα, αλλά με εξυπνάδα και πονηριά. Προ παντός με τη συλλογική τους βούληση συγκροτημένη, απέναντι στη δική μας ατομικιστική, χωρίς συνείδηση της Βυζαντινής μας καταγωγής. Οι κυρίαρχες αντιπαραθέσεις την περίοδο της Ενετοκρατίας αφορούσαν διεκδικήσεις μεμονωμένων, να αναγνωριστούν φεουδάρχες στην ίδια κατηγορία με τους κατακτητές, όχι να τους αντιμετωπίσουν συλλογικά. Μεγαλύτερη αντίσταση βρήκαν οι Βενετσιάνοι στο πρόσωπο ενός ληστή αντιπάλου, του Πεσκατόρε που είχε καλυμμένη στήριξη από τη Γένοβα παρά από τους προγόνους μας που παρακολουθούσαν αδρανείς.

Αλλά και οι Οθωμανοί κυριάρχησαν στην υπόλοιπη Κρήτη, εκτός Χάνδακα, με βάση το δόγμα του προτιμητέου δυνάστη. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς αποκαλυπτική την ανοχή της δουλείας, όταν δεν εμπνέεται από τη συνείδηση της συλλογικής αυτοδιάθεσης. Οι Βενετσιάνοι για τους υποτελείς Κρητικούς χρησιμοποιούσαν τρία επίπεδα δουλείας, ώστε να έχουν οι ντόπιοι περιθώρια επιλογής, ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Οι πρόγονοι μας προτιμούσαν μεμονωμένες συνεννοήσεις με τους κατακτητές, παρά το εμπόδιο της γλώσσας, αντί για συνεννόηση μεταξύ τους. Χαρακτηριστική είναι και η απόδοση τίτλου ευγενείας στους ντόπιους που έπρεπε να ξεγελαστούν.

Οι πιο διεκδικητικοί Καλλέργηδες, που ζητούσαν σώνει και καλά τίτλο, αναγνωρίστηκαν ευγενείς του νησιωτικού Βασιλείου, όχι της Γαληνοτάτης Βενετίας. Όσο πικρή κι αν διατρανωνόταν η μοίρα του δούλου, ποτέ δεν κατέληγε σε απόφαση ουσιαστικής αντιμετώπισης, αφού έλειπε η συνείδηση της συλλογικής ταυτότητας να αντιπαρατεθεί. Έτσι οι πρόγονοι μας που απηύδησαν από τον παπικό προσηλυτισμό και τις διώξεις, αναζητώντας καταφύγιο σωτηρίας στο Οθωμανικό φέσι, λίγες δεκαετίες αργότερα προσερχόταν συλλογικά να αλλαξοπιστήσουν. Αν οι Κρητικοί προστεθούν στη συνεχόμενη υποταγή σε Γαληνοτάτη και Σουλτάνο, και τα χρόνια της Αραβοκρατίας που αποτέλεσαν την αρχική εξοικείωση στο καθεστώς υποτέλειας, η χρονική της διάρκεια επεκτείνεται κατά 150 χρόνια.

Έτσι, στα τελευταία 1.200 χρόνια ιστορίας ήμασταν δούλοι για 850. Πολλούς κανόνες επιβίωσης βγάλαμε στη διαδρομή αυτή, σαν δούλοι, που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα έκτοτε αυτόματο πιλότο. Δεν καταπιάνεται η ιστορία με τα τεχνάσματα των υπόδουλων να επιβιώσουν, όπως- όπως μέσα στη δουλεία. Είναι τεχνικές που δεν πάψαμε οι συνέλληνες να χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα. Η εμπειρία μας για τη στήριξη αυτοδύναμης κρατικής οντότητας είναι, κατά τα φαινόμενα, λιγότερο καλά καλλιεργημένη. Μετά την απελευθέρωση από συνεχόμενους ζυγούς ζούμε σήμερα σε συνθήκες πληρέστερης ελευθερίας.

Πρόκειται ασφαλώς για ένα αγαθό που η έλλειψη του μας βασάνισε και η αξία του διαπιστώνεται πολύτιμη. Αλλά η μακροχρόνια διατήρησή του εξαρτάται και από άλλες συνθήκες, εκτός της καλής χρήσης της ελευθερίας. Στα χρόνια της δικτατορίας μας έλειπε. Κυρίαρχη για τη διατήρηση είναι η απροκατάληπτη συνεννόηση ανάμεσα μας για όλα τα θέματα που μας απασχολούν. Όπως όλα τα σημαντικά θέματα και τούτο, παρά την απλότητα του δε φαίνεται να προσεγγίζεται εύκολα.

*Ο Νίκος Λεβεντάκης είναι μηχανικός