Ένας καλαίσθητος τόμος ήδη κυκλοφορεί για τα κρητικά όπλα και την πλούσια ιστορία τους από την Περιφέρεια Κρήτης και το Δήμο Μαλεβιζίου με την έγκυρη υπογραφή του Ευτύχη Τζιρτζιλάκη, συγκεκριμένα για τα όπλα και τα εφόδια των Κρητικών στην Επανάσταση το 1821.
Με την κατάκτηση του Χάνδακα από τους Οθωμανούς το 1669 ο νέος υβριδικός πολιτισμός που μάλλον αναδύεται τερματίζει τη βενετοκρητική συνύπαρξη Κρητικών και Βενετών κατακτητών, που μαζί με την Κρητική Αναγέννηση, δεν έφερε ποτέ ένα οριστικό τέλος στην ανανέωση της παράδοσης. Έκτοτε τα μαχαιροποιία ανήκαν στους μουσουλμάνους αποκλειστικά και οι χριστιανοί της Κρήτης έλαβαν άδεια κατοχής όπλου και μαχαιριού μόλις το 1856 με το Χάτι Χουμαγιούμ.
Τα κρητικά όπλα ανήκουν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: σε όσα κατασκευάζονται στα επαγγελματικά εργαστήρια επί οθωμανικής περιόδου μόνο από Τουρκοκρητικούς και στα αυτοσχέδια όπλα.
Στα εργαστήρια της Κρήτης κατασκευάζονται κυρίως από το 18ο και το 19ο αιώνα τα διάσημα μαχαίρια, γιαταγάνια, πιστόλες και ιδιαιτέρως οι γνωστές «λαζαρίνες», αυτές είναι τα μακρόστενα κρητικά τουφέκια. Συχνά τα όπλα φέρουν εγχάρακτα τα ονόματα σε πλήρη μορφή ή με συντομογραφίες. Όμως, στην Κρήτη οι χριστιανοί έφεραν τρία πανάρχαια αυτοσχέδια όπλα: α) τη χουρχούδα των βοσκών που αποτελείται από ένα μακρύ και χοντρό ραβδί μ’ ένα εξόγκωμα στην άκρη, β) το σπαθοράβδι ή σπαθόβεργα που ήταν στην πραγματικότητα ένα ξύλινο σπαθί και γ) την αρχαία σφεντόνα. Όλα τα αυτοσχέδια όπλα μαρτυρούνται επάνω στη νήσο είτε από την αρχαία περίοδο, είτε από την πρώιμη βυζαντινή εποχή και είναι σε συνεχή χρήση έως τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Η Κρήτη εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης διαχρονικά υπήρξε άθυρμα ανάμεσα σε αυτοκρατορίες και εξωγενείς δυνάμεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει σταθερή πολεμική δράση στο νησί. Από τους περίφημους Κρήτες τοξότες στην αρχαία εποχή έως τις βενετικές σπάθες και τα τουφέκια με σύστημα πυροδότησης φιτιλιού που ανάγονται στον 17ο αιώνα, οι γηγενείς μάχονται ενάντια στους κατακτητές.
Στην πορεία η πολύχρονη πολιορκία του Χάνδακα (1645-1669), με την τελική επικράτηση των Οθωμανών, έκτοτε αναζωπύρωνε εξεγέρσεις σε τακτικά διαστήματα έως την χρόνια ανάγκη για την εκπλήρωση της επιθυμίας για την ένωση. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, η Κρήτη δεν θα ενταχθεί στον κύριο ελληνικό κορμό και οι επόμενες επαναστάσεις θα αποτύχουν. Η Επανάσταση στην Κρήτη, αν και άρχισε από τα Χανιά το καλοκαίρι του 1822, παρά ταύτα συνεχίστηκε για όλο το 19ο αιώνα με κύριους σταθμούς κατά τα έτη 1841, 1866, 1878, 1885 και 1897.
Στον παρόντα τόμο ο Ευτύχης Τζιρτζιλάκης εστιάζει στα όπλα της Επανάστασης του 1821. Αξιοσημείωτοι είναι οι τουρκικοί αλυσιδωτοί θώρακες για παράδειγμα που αποτελούν μέρος της πολεμικής εξάρτυσης των πολεμιστών της Κρήτης από το 17ο αιώνα και εξής. Τα όπλα επί οθωμανικής κυριαρχίας έως και το 1870 ήταν κατά κύριο λόγο χειροποίητα από τοπικά, αλλά και εργαστήρια της Βαλκανικής. Τότε συναντάμε ποικίλα τουφέκια και καριοφίλια, κυρίως σπαθιά από τη στιγμή που το πυροβόλο χρειάζεται ακόμη χρόνο για να «γεμίσει», πολλά γιαταγάνια και χατζάρες από την Ανατολή.
Ο συλλέκτης Ευτύχης Τζιρτζιλάκης έχει καταγωγή από τα Σφακιά και συλλέγει όπλα από το 1990. Τα χειροποίητα όπλα αντανακλούν τον υλικό πολιτισμό της νήσου και όλα συγκεντρώνονται σε ένα πολύτιμο τόμο που εκδόθηκε μόλις πριν από δύο χρόνια με την ευκαιρία της ομότιτλης έκθεσης από τη Δημοτική Πινακοθήκη Μαλεβιζίου.
Η πλούσια εικονογράφηση αποτυπώνει την εξαιρετικά περίτεχνη κατασκευή των κρητικών όπλων σε ένα ιστορικό φάσμα αιώνων. Όταν το μάχεσθαι δεν είναι υπόθεση θάρρους μονάχα, αλλά το ανδρείο αποτέλεσμα μιας τέχνης, ίσως είμαστε στη σωστή πλευρά της τοπικής ιστορίας.
*Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος