Ο Νώντας, μεγαλύτερός μου στην ηλικία, ήταν συνάδελφός μου, όταν υπηρετούσα στην Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης. Είχαμε γίνει φίλοι και είχαμε συχνή επικοινωνία. Εκείνος ήταν παντρεμένος και είχε μία κόρη και έναν γιο, μωρό ακόμη. Συναντιόμασταν και λέγαμε τις χαρές και τα βάσανά μας.

Κάποιο καλοκαίρι ο Νώντας  βρέθηκε στην πόλη της Γερμανίας  Marburg. Παρακολουθούσε μαζί με άλλους ξένους: Γάλλους, Ιταλούς, Φινλανδούς, Γιουγκοσλάβους (υπήρχε τότε ακόμη η Γιουγκοσλαβία)… καλοκαιρινά μαθήματα γερμανικής γλώσσας  στο εκεί πανεπιστήμιο.

Κάποια Γαλλίδα  φοιτήτρια κλασικής φιλολογίας, όταν έμαθε ότι ήταν  Έλληνας  φιλόλογος, τον πλησίασε κρατώντας ένα βιβλίο αρχαίων ελληνικών στο χέρι  και τον παρακάλεσε να της μεταφράσει ένα χωρίο του Πλάτωνα. Την ρώτησε γιατί ζητά την δική του βοήθεια, αφού δίπλα υπάρχει μετάφραση  του κειμένου στα γαλλικά. Του απάντησε ότι δεν την καταλάβαινε. Εκείνος διάβασε και ξαναδιάβασε  προσεκτικά το αρχαίο κείμενο. Του ήταν εντελώς άγνωστο. Δεν το είχε ξαναδεί. Και ήταν πολύ δύσκολο.

Και της ομολόγησε ότι ούτε ο ίδιος  το καταλάβαινε. Η φοιτήτρια τον κοίταξε με απορία. Έλληνας καθηγητής  αρχαίων ελληνικών  και να μην μπορεί να μεταφράσει  αρχαίο κείμενο του Πλάτωνα! Και έφυγε απογοητευμένη. Ρεζίλι έγινε μπροστά της. Και στενοχωρήθηκε πολύ. Το διηγούνταν και ντρεπόταν.

Πολύ αργότερα, όταν είχαν περάσει πια τα χρόνια  και θα έβγαινε στην σύνταξη– εγώ τότε υπηρετούσα εδώ στην Κρήτη, αλλά κρατούσα επαφή μαζί του –  αισθάνθηκε ότι ήταν άσχημο να περνά τις μέρες του χωρίς να κάνει τίποτε. Είχε ακόμη δυνάμεις. Ήθελε ακόμη να υπηρετήσει.

Όμως η υπηρεσία τον έδιωχνε σαν άχρηστο. Ήταν σαν να του έλεγε «Δεν σε χρειαζόμαστε πια. Πήγαινε στην άκρη  και περίμενε να πεθάνεις. Μέχρι τότε εμείς θα σε ταΐζουμε». Έτσι , όπως μου έλεγε, αισθανόταν

. Και σκέφτηκε τότε να αρχίσει να  γράφει ως συνταξιούχος  πότε πότε κανένα άρθρο σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Να προτείνει , ας πούμε, λύση κατά την δική του γνώμη σε προβλήματα που όλους μάς  απασχολούν, μικρά ή μεγάλα. Ή να γράφει κάτι με χιούμορ που να διασκεδάζει τον αναγνώστη… Και  από τότε ως συνταξιούχος  κάτι έγραφε.

Κάποτε συναντήθηκε, έξω από σουπερμάρκετ, με έναν πολύ παλιό μαθητή του,  που τον κοίταξε, τον αναγνώρισε και του είπε ότι διαβάζει τα άρθρα του. Αυτό τον ευχαρίστησε πολύ.

Αργότερα ο Νώντας σταμάτησε να μου απαντά στο σταθερό τηλέφωνο. Ο φίλος  και παλιός  συμμαθητής μου ο Ανακρέων που μένει στην ίδια γειτονιά με πληροφόρησε ότι η γυναίκα του Νώντα είχε πεθάνει . Η κόρη του πότε πότε τον επισκεπτόταν και  κάπως τον περιποιούνταν. Σε κάποια επίσκεψή της η κόρη συγκρούστηκε μαζί του και τον αποκάλεσε ιδιότροπο. Τόσο του κακοφάνηκε του Νώντα, που, χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, μόνος του τα κανόνισε και μπήκε σε οίκο ευγηρίας.

Του τηλεφώνησα  στο κινητό που μου έδωσαν. Δεν άκουγε καλά. Είναι δύσκολο να μιλάς  με κουφό, ιδίως από το τηλέφωνο. Άλλα του έλεγα και άλλα εκείνος καταλάβαινε. Τέλος πάντων.

– Εδώ, μου έλεγε, είμαστε όλοι γέροι και γριές. Ανακατεμένοι. Ένας  ένας πεθαίνει. Περιμένω την σειρά μου. Κάποιοι όμως πρέπει να καταλάβουν ότι οι ηλικιωμένοι δεν είναι το άχρηστο τμήμα της κοινωνίας…

Θέλησα κάτι να του πω, να τον παρηγορήσω. Δεν άκουγε. Στο τέλος έπεσε η γραμμή. Άδικα έπαιρνα και ξανάπαιρνα τον αριθμό. Και ούτε απάντησε ξανά σε επόμενές μου κλήσεις , άλλες μέρες. Εύθικτος, πεισματάρης και περήφανος ο παλιός  συνάδελφός μου ο Νώντας.

* Ο Αιμίλιος Ψαθάς είναι πτυχιούχος Ελληνικής και Αγγλικής Φιλολογίας και επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλολόγων