Το ερώτημα του τίτλου του παρόντος άρθρου δεν είναι καινούργιο γιατί έχει έρθει στην επικαιρότητα αρκετές φορές με την ευκαιρία διαφόρων γεγονότων που επισυνέβησαν στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ένωσης ή συγκεκριμένων συζητήσεων σχετικών με το μέλλον κάποιων χωρών, ειδικά στο χώρο των Βαλκανίων.
Στη σχετική σύγχυση και αμηχανία, ο Γάλλος Πρόεδρος ήταν ένας από τους λίγους που προσπάθησε να αρθρώσει τον δικό του προσωπικό λόγο στο δύσκολο ερώτημα, επιμένοντας με σθένος πως η γηραιά ήπειρος θα πρέπει πρώτα να υποστεί μια σειρά συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων προτού διευρυνθεί.
Είναι επιπλέον γνωστές οι αναβολές της συνέχισης της εν λόγω συζήτησης για διάφορους, κάθε φορά, λόγους. Τις τελευταίες μέρες του προηγούμενου μήνα, συναντήθηκαν στη Ρώμη οι ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας, δύο εκ των πλέον παλιών, μεγαλύτερων και βεβαίως ισχυρότερων χωρών της Ευρώπης, ειδικά μετά την οριστική αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από αυτή.
Ο χαρακτήρας εκείνης της συνάντησης θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο ή τον χαρακτήρα της εμβάθυνσης, έστω μερικής. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες πλην φυσικά εκείνων που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τους εκπροσώπους των δύο κυβερνήσεων, αλλά σίγουρα κάτι ενθαρρυντικό θα βρισκόταν υπό εκκόλαψη και το οποίο μάλλον θα συνεχιστεί. Γιατί είναι γνωστό πως αμφότερες οι χώρες έχουν τη δική τους μεγάλη ιστορία και ειδικότερες θέσεις μέσα στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Ότι διαμείφθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες και μέσα στις αριστοκρατικές και μεγαλειώδεις αίθουσες της Ρώμης, αναμφίβολα θα διευρύνει το πεδίο των συνεργασιών των δύο χωρών σε διάφορους τομείς, όπως της πολυπόθητης οικονομίας, ειδικά τώρα που στο τιμόνι της Γερμανίας τοποθετήθηκε υπουργός με εγνωσμένες τις βαθύτερες και αμετακίνητες θέσεις του για μειωμένα ελλείμματα των χωρών κάτι που αφορά ειδικότερα τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, κι’ ακόμα της βιομηχανίας, της μετανάστευσης, της έρευνας, ίσως της άμυνας της Ε.Ε. και πολλών άλλων.
Ο συγκεκριμένος άξονας Γαλλίας-Ιταλίας έρχεται παράλληλα με τον γνωστό Γερμανίας-Γαλλίας ο οποίος είχε αναπτυχθεί παλιότερα και ο οποίος είχε τον δικό του κρίσιμο ρόλο στα περισσότερα δρώμενα εντός των κόλπων της ευρωπαϊκής ένωσης και ο οποίος, ας μην κρυβόμαστε, είχε ως κινητήριο μοχλό την Γερμανίδα καγκελάριο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τον τελευταίο καιρό ο Γάλλος ηγέτης Εμμανουέλ Μακρόν και μαζί του η Γαλλία δείχνει να λαμβάνει ηγετικό και σημαντικό ρόλο μέσα στην Ε.Ε., ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται πως επιθυμεί, γεγονός ενθαρρυντικό και για τη χώρα μας ειδικά μετά την τελευταία αμυντική συμφωνία που υπογράφτηκε ανάμεσα στις δύο χώρες μας. Δεν θα πρέπει εδώ να λησμονούμε ότι ο Μακρόν ήταν εκείνος που στο παρελθόν είχε ονομάσει το ΝΑΤΟ ως αμυντική συμμαχία εγκεφαλικά νεκρή, προκαλώντας έκδηλη ανησυχία και αναταραχή στους κόλπους του.
Εκτός αυτού, πρόσφατα ήρθε στο προσκήνιο η συζήτηση για θέματα ασφάλειας και άμυνας και κυρίως περί της συγκρότησης μικρής, ταχείας και ευέλικτης ευρωπαϊκής δύναμης η οποία θα δύναται να μετακινείται ταχύτατα και να δρα όπου υφίσταται κάποιο σχετικό πρόβλημα, με έμφαση στις παρυφές και στα σύνορα της ευρωπαϊκής ένωσης.
Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον Έβρο την άνοιξη του 2020 και τα πρόσφατα στα σύνορα Πολωνίας -Λευκορωσίας έδωσαν τα κατάλληλα κίνητρα για τον εν λόγω σχηματισμό και την ανάγκη για αποτελεσματική συνδρομή στις χώρες που αντιμετωπίζουν ή θα βιώσουν μελλοντικά παρεμφερή προβλήματα.
Ένα άλλο γεγονός το οποίο οσονούπω θα δούμε σύντομα και το οποίο ίσως αποτελέσει τον καταλύτη για όσα συζητάμε, είναι η ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε. από τη Γαλλία από τις αρχές του νέου έτους. Κι’ ακόμα αναμένουμε τα αποτελέσματα των γαλλικών προεδρικών και σε λίγο των βουλευτικών εκλογών την άνοιξη του έτους αυτού.
Όπως και να έχει, όμως, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως η έκβαση αυτών των αναμετρήσεων θα επηρεάσει σειρά μεγάλων θεμάτων που ταλανίζουν το εσωτερικό της ένωσης, όπως το οικονομικό ζήτημα, το μεταναστευτικό, και βεβαίως εκείνο το περίφημο της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της εμβάθυνσής της, σε αντίθεση με όλες τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται την σχετική διαδικασία και επιθυμούν την άνοδο των επί μέρους εθνικισμών σε συγκεκριμένα βεβαίως μέρη της.
Ο άξονας λοιπόν που περιεγράφηκε παραπάνω, μάλλον πρέπει να έρθει συμπληρωματικός εκείνου του Γαλλο- γερμανικού που ήδη υφίσταται και φυσικά απομένει να δούμε τις πρώτες συμπεριφορές των μελών της καινούργιας γερμανικής κυβέρνησης απέναντι σε αυτό το φιλόδοξο και άκρως απαραίτητο εγχείρημα.
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ