Παραμονή Χριστουγέννων. Ο κυρ Στέργιος από το Ηράκλειο της Κρήτης σηκώθηκε νωρίς το πρωί και πήγε στην αγορά. Ψώνισε κάτι. Λίγα πράματα. Στην επιστροφή, ανηφορικός ο δρόμος. Φορώντας την μάσκα για προστασία από τον κορονοϊό – κρατούσε και την τσάντα με τα ψώνια –  λαχάνιασε ανεβαίνοντας για το σπίτι.

Τα γυαλιά του τα κρατούσε κι αυτά στο χέρι. Με την μάσκα και την παγωνιά θάμπωναν, όταν τα φορούσε. Πιάστηκε από έναν κορμό δέντρου, στην άκρη του πεζοδρομίου. Όρθιος να ξεκουραστεί. Κάποιος περνώντας τον χαιρέτησε χαμογελαστός. Απάντησε κι αυτός. «Γεια σου, καλά Χριστούγεννα, χρόνια πολλά».

Ποιος ήταν; Χωρίς τα γυαλιά, δεν τον αναγνώρισε. Αφού ανάσανε λίγο, συνέχισε τον δρόμο. Έφτασε στο σπίτι. Ξεκλείδωσε και μπήκε. Μόνος. Άφησε την τσάντα με τα ψώνια στον καναπέ και κάθισε. Μόνος. Η υπόλοιπη μέρα πέρασε όπως πάντα, ανιαρά: νύχτωσε, έφαγε, κοιμήθηκε…

Την άλλη μέρα το πρωί, Χριστούγεννα, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν όρθρο, εκείνος, μέσω του viber, έγραφε ευχές στον παλιό του φίλο τον Χρίστο, κάτοικο Μηχανιώνας στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος γιόρταζε. Γνωρίζονταν από παιδιά.

«Αγαπητέ φίλε Χρίστο. Χρόνια σου πολλά. Για την ονομαστική σου γιορτή εγκαρδίως εύχομαι ο γεννώμενος σήμερα Χριστός να σου χαρίζει υγεία, για να απολαμβάνεις την θαλπωρή του όμορφου εξοχικού σου, να καλλιεργείς τον όμορφο κήπο σου, να δρέπεις τους γλυκούς καρπούς του, να αγαπάς την γυναίκα σου, τα παιδιά και τα εγγόνια σου, να χαίρεσαι την ζωή σου και να απολαμβάνεις όλα τα αγαθά σου».

Και  γράφοντας ο Στέργιος έκλαιγε. Γιατί τα αγαθά, τα οποία ευχόταν στον φίλο του τον  Χρίστο, ο ίδιος δεν τα είχε.