Ο Παντελής είναι ένας ήσυχος συνταξιούχος. Κάθε πρωί, κατά τις δέκα η ώρα, καθημερινή και Κυριακή, χειμώνα καλοκαίρι, βγαίνει από το σπίτι του για να κάνει μια βόλτα. Τις Κυριακές ετοιμάζεται συνήθως νωρίτερα για να πάει στην εκκλησία. Τις άλλες μέρες πηγαίνει και κάθεται λίγο στο καφενείο.
Η πρώτη του δουλειά, μόλις βγει από την πόρτα, είναι να ρίξει μια ματιά στην κολόνα της ΔΕΗ που είναι στημένη στην απέναντί τους γωνία, για να διαβάσει τα κολλημένα εκεί αγγελτήρια και να μάθει ποιος πέθανε ή τίνος πεθαμένου το μνημόσυνο έχουν την Κυριακή, και σε ποιαν εκκλησία.
Θέλει να είναι ενημερωμένος, γιατί, όπως σκέφτεται, αργά ή γρήγορα, και η δική του σειρά για τον άλλο κόσμο έρχεται.
Εκεί θα κολλήσουν και το δικό του αγγελτήριο. Έχει ετοιμάσει και την φωτογραφία που θα του βάλουν. Αντιθέτως η κυρά Ανθούλα, η γυναίκα του, δεν πηγαίνει ούτε σε μνημόσυνα ούτε σε κηδείες.
Την στενοχωρούν πολύ. Και όταν ακούει τον Παντελή να λέει κάτι τέτοια, θυμώνει και τον μαλώνει. Μια φορά την έπιασαν τα κλάματα και ο Παντελής είδε και έπαθε να την συνεφέρει.
Από τότε είναι πιο προσεκτικός στα λόγια του γι’ αυτό το θέμα.
Το χούι του όμως εντελώς δεν το έκοψε. Προχθές μάλιστα, μόλις μπήκε στο σπίτι, γυρίζοντας από την βόλτα, και άνοιξε την “ΠΑΤΡΙΔΑ”, το πρώτο που έσπευσε να διαβάσει ήταν πάλι οι αγγελίες κηδειών και μνημοσύνων.
– Ανθή, θυμάσαι το Μανολιώ που είχε ραφτάδικο κάπου προς την αρχή του δρόμου μας, κοντά στην πλατεία που γίνεται το παζάρι;
– Καλέ, είναι χρόνια που αυτός εμετακόμισε στο Ηράκλειο. Είναι συνταξιούχος από τότε.
-Ε, εδά εμετακόμισε για τον άλλο κόσμο.
-Πού το έμαθες;
– Το γράφει επαέ η εφημερίδα.
-Επόθανε κι αυτός!… Και η γυναίκα του ίντα απόγινε; Ήμαστε τότε πολύ φίλες, όσο έμεναν στο χωριό μας.
– Δεν κατέχω. Δεν γράφει πράμα γι’ αυτήν η εφημερίδα. Α! Συγγνώμη. Γράφει από κάτω: Η σύζυγος Εμμανουέλα. Συνεπώς αυτή ζει.
– Την κακομοίρα! Είπε μόνο η Ανθούλα και δάκρυσε. Έτρεμαν τα χείλια της και ήταν έτοιμη να κλάψει. Παλιά έκανε πολύ παρέα με την Εμμανουέλα.
Ο Παντελής τότε θυμήθηκε. Σηκώθηκε, την χτύπησε στοργικά στην πλάτη, την φίλησε στα άσπρα της μαλλιά καθώς έστεκε με σκυμμένο το κεφάλι και της ψιθύρισε σιγά στο αυτί.
– Συγχώρεσέ με. Εξέχασά το πάλι. Σύχασε. Δεν θα σου ξαναμιλήσω για θανάτους.
Η Ανθή δεν μίλησε. Έκλαιγε βουβά, από μέσα της. Μόνο τα δάκρυα έδειχναν την ταραχή της ψυχής της.
Εκείνο το βράδυ, όταν πήγαν να πλαγιάσουν μαζί να κοιμηθούν, ο Παντελής είπε από μέσα του – να μην ακούει η Ανθή – την προσευχή που έλεγε πριν από τον ύπνο τους στο κρεβάτι. Ήταν μετάφραση από τμήμα της Θείας Λειτουργίας, όπως τους εξήγησε ο παππάς της ενορίας τους στο κήρυγμά του.
– Να είναι χριστιανικές οι τελευταίες μέρες της ζωής μας, χωρίς πόνο, χωρίς ντροπή, ειρηνικές, και να έχουμε μια καλή απολογία μπροστά στο φοβερό δικαστήριο του Θεού.
Έκανε τον σταυρό του, φίλησε ξανά την Ανθή στα μαλλιά (αν και ηλικιωμένη, μύριζαν ωραία), την σκέπασε προσεκτικότερα και πλάγιασε δίπλα της και ο ίδιος.