Η δεκαετία του 1960 για την Ελλάδα υπήρξε η δεκαετία της μεγάλης μετανάστευσης, της αστυφιλίας, της Δικτατορίας, ενώ η δεκαετία του 1970 που ακολουθεί εδραιώνει τη δημοκρατία και βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.

Με αυτό το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό φόντο το μυθιστόρημα «Ο Φταίχτης» μπαίνει στη ζωή του αναγνώστη. Μια φτωχή και ακέφαλη ο Χρίστος Σπανός, σύζυγος της Ελένης είναι απών, πενταμελής οικογένεια μετακομίζει από ένα φτωχοχώρι της Ευρυτανίας στην πολλά υποσχόμενη πρωτεύουσα, Αθήνα.

Τα παιδιά, ο Παναγιώτης (ο μεγαλύτερος), ο Σωτήρης  (ο δεύτερος), η Μαρία και ο μικρός Κωστής δεν είναι όλοι καρποί της νόμιμης συζυγικής σχέσης. Τα δυο πρώτα παιδιά είναι αποτέλεσμα συζυγικού βιασμού, η κόρη Μαρία γεννιέται από τον έρωτα με τον ξάδερφο Ηλία, καθώς ο σύζυγος λείπει μόνιμα, ενώ το τελευταίο παιδί προέρχεται από τη φυσιολογική συναισθηματική και σεξουαλική πράξη του νόμιμου ζευγαριού. Με αυτά τα δεδομένα, η μάνα δεν αγάπησε ποτέ τα δυο πρώτα αγόρια, τα οποία ακολουθούν διαφορετικές πορείες στη ζωή, μακριά από αυτήν και τα αδέλφια τους.

Η κάθοδος της οικογένειας Σπανού στην Αθήνα και η φιλοξενία της στο σπίτι του ξαδέλφου της μητέρας Ηλία αποκαλύπτει νέα ένοχα μυστικά και δημιουργεί άλλα προβλήματα. Ο Ηλίας είναι πλέον ομοφυλόφιλος με σύντροφο τον Μάκη, ενώ ο πρωτότοκος γιός Παναγιώτης βιάζεται στο αναμορφωτήριο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων, τα οποία στην ενήλικη ζωή τον οδηγούν στη χρήση ναρκωτικών, στον βάναυσο ξυλοδαρμό της συζύγου του Χριστίνας και τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρικό ίδρυμα.

Ο δεύτερος γιος, ο Σωτήρης, γίνεται κουρέας, ενώ παράλληλα είναι και λαθρέμπορος ηλεκτρικών ειδών. Τελικά, ανοίγει μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων με συνέταιρο τον αδελφό του Παναγιώτη, ο οποίος θα αποβεί και το μοιραίο πρόσωπο της ιστορίας, «Ο φταίχτης».

Η μητέρα Ελένη στην Αθήνα εργάζεται ως θυρωρός σε μια μικρή πολυκατοικία και βελτιώνει την οικονομική και κοινωνική της θέση, δημιουργώντας παράλληλα δυο ερωτικές σχέσεις. Η δεύτερη και μοιραία είναι με τον καφετζή του χωριού της τον Μενέλαο, ενώ ο σύζυγος Χρίστος καταλήγει στο Άσυλο Ανιάτων. Η συναισθηματική κορύφωση του μυθιστορήματος γίνεται στον επίλογο, όπου τα πολλά φέρετρα οδηγούν στην κάθαρση των πράξεων των πρωταγωνιστών.

Σε αυτό το ρεαλιστικό ταξίδι της ζωής των πρωταγωνιστών του «Φταίχτη» απεικονίζεται η Ελλάδα του «μέσου», του «βολέματος», της φτώχειας, καθώς και της πολιτικής, κοινωνικής και οικογενειακής καταπίεσης. Οι πρωταγωνιστές της μικροαστικής οικογένειας και των ανθρώπων που σχετίστηκαν μαζί της κάνει και πραγματοποιεί μικρά όνειρα με άδοξο τέλος. Ίσως το μόνο ένδοξο μέρος και ταυτόχρονα ειρωνικό μέρος της ιστορίας είναι η έμμεση αναφορά από τους συγγραφείς στο έπος του Τρωικού Πολέμου και τη σχέση Μενελάου (καφετζή)- «ωραίας» Ελένης (θυρωρού).

Ο μοντερνιστικός εσωτερικός μονόλογος, η συχνή χρήση της «ροής συνείδησης», ο λιτός, κοφτός λόγος με σιωπές και υπονοούμενα, τα οποία στη συνέχεια της πλοκής αποκαλύπτονται, δίνουν μια γρήγορη ροή στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.

Οι διαρκείς ανατροπές και η χρονικά ανακόλουθη αφήγηση, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που δεν μπορεί να εφησυχάσει, καθώς δεν υπάρχουν δεδομένα. Τα πάντα ανατρέπονται μέσα από τις συχνές συγκρούσεις και τις συναισθηματικές εντάσεις των πρωταγωνιστών, οι χαρακτήρες των οποίων είναι στέρεοι και ρεαλιστικοί. Ουσιαστικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο άνθρωπος με τις αδυναμίες και τα πάθη του, καθώς και «η ψυχή σάρκα είναι», σύμφωνα με τον Καζαντζάκη.

Έρμαια της μοίρας και των επιλογών τους, προσωπικών ή από τρίτους, οι πρωταγωνιστές συχνά θυμίζουν ήρωες αρχαιοελληνικής τραγωδίας, με κατάληξη τη φονική κάθαρση. Τα προσωπεία αλλάζουν, οι ρόλοι εναλλάσσονται και εξελίσσονται: ο άνδρας γίνεται γυναίκα, η γυναίκα άνδρας, το παιδί ενήλικας και ο ενήλικας παιδί, η αγάπη γίνεται μίσος. Ο Κώστας Ταχτσής εμπνέει τους συγγραφείς θυμίζοντας ότι «τα πάντα ρει» στο παιχνίδι της ζωής που άλλοτε κερδίζεις κι άλλοτε χάνεις. Πάντα όμως υπάρχει ένα τίμημα για τον φταίχτη, όποιος κι αν είναι αυτός.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι η Εύα Μαθιουδάκη και ο Κωστής Σχιζάκης συνεργάζονται αρμονικά σελίδα-σελίδα, «πλέκοντας» ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα με διαχρονικούς κοινωνικούς προβληματισμούς σε σχέση με την απιστία, την ομοφυλοφιλία, τον γάμο, τον έρωτα, την εργασία και τις φιλικές, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις.

Οι εικαστικές αναφορές σε πίνακες (Γκόγια) και στη ρωσική λογοτεχνία (Ντοστογιέφσκι) σε συνάρτηση με τις γνώσεις της ψυχιατρικής επιστήμης δημιουργούν ένα ενδιαφέρον τρίγωνο, τέχνη-λογοτεχνία-ιατρική, με απώτερο στόχο την ανατομία της αβυσσαλέας ανθρώπινης ψυχής. Μήπως αυτή, τελικά, δεν είναι ο πραγματικός «Φταίχτης»;

* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρικός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος