Η διαφορετικότητα των ανθρώπων εξαρτάται από το οπλοστάσιο, τη φαρέτρα, που κουβαλούν από γεννησιμιού τους, το περιβάλλον και τη σαντιγύ που έβαλαν μεγαλώνοντας. Οι κινήσεις, οι μετρημένες κουβέντες, η αδιαφορία για την καθημερινότητα, το χιούμορ, το ψάξιμο στον εαυτό του, το ενδιαφέρον για τον κόσμο κλπ, μαρτυρούν ότι έχομε μπροστά μας έναν άνθρωπο με πολύ μυαλό, έξυπνο, ατσίδα, σπίρτο.

Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνά, ότι εκεί ψηλά που είναι, δεν υπάρχει φαντασία, υπάρχει μοναξιά, απογοήτευση, μελαγχολία κλπ. Οι μόνοι του ανταγωνιστές είναι οι ζηλιάρηδες και οι εγωϊστές, που εύκολα τρώνε τα μούτρα τους. Η ξύπνια γυναίκα (λένε) δεν παντρεύεται αυτόν που αγαπά, αλλά αυτόν που την αγαπά.

Για να δέσει όμως το γλυκό, για να υπάρχει ισορροπία, δεν γίνεται να υπάρχουν έξυπνοι χωρίς τους μπουνταλάδες. Αυτούς τους χαρούμενους ανθρώπους, τους απροβλημάτιστους, που κοιμούνται καλά, που έχουν άποψη, που είναι ευχαριστημένοι με ότι έχουν και ότι κάνουν. Δικαιολογημένα ή όχι τους έχουν στολίσει μ’ ένα σωρό ψευδώνυμα … περιορισμένης ευθύνης, κουτόφραγκους (χαρακτηρισμός δυτικού τύπου), χάνουν λάδια, καίνε μαζούτ, ζωντόβολα, βούρλα, κουτεντέδες (Βασιλειάδου) κλπ.

Δεν φταίνε αυτοί, φταίει η νωθρότητα και η τεμπελιά του μυαλού τους, που ενώ έχουν ικανότητες δεν τις χρησιμοποιούν. Σε κάθε παρέα (λένε) υπάρχει πάντα ένας μπουνταλάς και άμα δεν τον ανακαλύψεις σε πέντε λεπτά, είσαι εσύ.

Συνέχεια τρώνε οι ξένες έγνοιες τον μπουνταλά: Για χατήρι του ενός και του άλλου (λέει μια γυναίκα) δεν έκανα κοπέλια με τον άντρα μου.

Πολλές φορές θυμούμαι τον μπάρμπα Γιώργη, θεού κομμάτι, να στέκει σούζα μπροστά στην κυρά του και να του παραγγέλνει: Θωρείς, τα λεφτά που σου ‘βαλα στη δεξά τσέπη, θα τα δώσεις στον κουρέα να σε κουρέψει και αυτά που σου ‘βαλα στη ζερβή, θα τα δώσεις στον καφετζή, για να πιείς τον καφέ σου.

Και εκείνος το επαναλάμβανε από μέσα του και με χειρονομίες, για να το εμπεδώσει. Φαινόταν τρισευτυχισμένος γιατί το ‘χε καταλάβει. Δεν ξέρω αν ο ίδιος, μόνος του, ή του ‘δειξε κάποιος άλλος, πώς θα κάνει κοπέλια και έκανε ένα ζευγάρι πολύ καλά, πετυχαιμένα και του μοιάζανε και στη φάτσα.

Έφεδρος ανθυπολοχαγός ήμουν σε εκπαιδευτικό τάγμα στη Μακεδονία, όταν με πλησίασε ένας μωαμεθανός φαντάρος και χωρίς να του πω τίποτα, άρχισε να μου καθαρίζει το γραφείο, να ανάβει τη σόμπα, να βάφει τις αρβύλες, να στρώνει το κρεβάτι και από φιλότιμο τον κερνούσα, γιατί δεν είχε φράγκο. Πέρασε καιρός και κάποια μέρα τον ρώτησα αν ήθελε άδεια, να πάει στους δικούς του. Λέει, θέλω αλλά να δώσεις και στο χωριανό μου, γιατί δεν ξέρω να πάω στο χωριό.

Κανονίζω και παίρνουν  και οι δύο δεκαπέντε μέρες. Μετά μια βδομάδα νάτονε και γύρισε. “Δεκαπέντε μέρες είχες, γιατί γύρισες στις οχτώ;” Λέει, “ εγώ νόμιζα ότι είχαν τελειώσει”. Τονε ξαναδιώχνω και φεύγει, για να τελειώσει την άδεια. Πέρασε ένας μήνας και δεν φάνηκε. Σ’όλη τη Μακεδονία τον γύρευε η στρατονομία (ΕΣΑ) για ανυποταξία.

Στό μήνα απάνω νάτονε. “Γιατί καθυστέρησες να γυρίσεις;” Λέει, ”κανονικά ήρθα”. Βγαίνει αναφορά στό τάγμα, επεμβαίνω στο διοικητή, του λέω την περίπτωση, και τον απαλλάσσει  για λόγους βλακείας. Αυτοί είναι οι μπουνταλάδες οι Τούρκοι και έχουν καταφέρει, να στριμώξουν στη γωνία Αμερικανούς, Ρώσους, Ευρωπαίους, ΝΑΤΟ και εσύ ο ξύπνιος ο Έλληνας, επειδή έχεις ανθρωπιά και αισθήματα, λέξεις άγνωστες γι ’αυτούς, είσαι ο φτωχός συγγενής, ο διακονιάρης της Ευρώπης και όσο και να προσπαθείς να ανέβεις στο άρμα της Ευρώπης, δεν θα τα καταφέρεις, γιατί πάντα θα σου ‘χουν περασμένο ένα σκοινί στο λαιμό και θα σε σύρνουν από πίσω, μέχρι να σε πνίξουν, γιατί δε σε θέλουν. Θέλουν να σε εξαφανίσουν, γιατί δε μπορούν να χωνέψουν τη μεγάλη σου προσφορά στην ανθρωπότητα. “Χτύπησε το χέρι σου στο τραπέζι, φώναξε, ούρλιαξε, μέχρι εδώ …”.

Η πολλή η καλοσύνη είναι και  μπουνταλοσύνη.

Κατάντια να βλέπεις όλα αυτά τα ρεζιλίκια στα σύνορα με τους μπουνταλάδες τους Τούρκους και τις ορδές από την Ανατολή. Πολύ παλιά, με τα μουλάρια οι Μογγόλοι (τουρκικά φύλα) κατέκτησαν και εξισλάμισαν την Ευρώπη. Σήμερο, πεζοί, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι, γέροι, κουτσοί, στραβοί επιχειρούν το ίδιο.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Είναι εξυπνάδα να κάνεις το μπουνταλά. Ήθελα νά ‘μαι μπουνταλάς, να μήν καταλαβαίνω, να μή θωρρώ, να μή γροικώ, χαμπάρι να μήν παίρνω.

Γιατί τα τελευταία χρόνια γεννιούνται πολύ περισσότερα Ελληνόπουλα έξυπνα και όταν μεγαλώσουν γίνονται μπουνταλάδες;

Ουφ … προβληματίζομαι… Έξυπνος ή μπουνταλάς;

*Ο Μανόλης  Σπανάκης είναι συν/χος  καθηγητής