Για να αποδείξομε πώς με τα χρόνια οι γλώσσες, όλες οι γλώσσες γενικώς, εξελίσσονται και αλλάζουν, ας πάρομε για παράδειγμα μια μικρή πρόταση από την αρχαία μορφή της ελληνικής, που είναι γλώσσα με μακραίωνη ιστορία και με καταπληκτική ομοιότητα της αρχαίας με την νέα της μορφή, ιδίως στα γραπτά, πράγμα σπάνιο.

Η πρόταση είναι από την αρχή του βιβλίου «Κύρου ανάβασις» του αρχαίου συγγραφέα Ξενοφώντα. «Ἐπεί ἠσθένει Δαρεῖος καί ὑπώπτευε τελευτήν τοῦ βίου». «Επεί» είναι το σημερινό επειδή. Το έλεγαν και έτσι, δηλ. επειδή, και οι αρχαίοι. «Ησθένει» από το ασθενώ, ρήμα παράγωγο από το επίθετο ασθενής: α- στερητικό + σθένος (=δύναμη) > ασθενής.

Σήμερα συνήθως λέμε αρρωσταίνω από το αρχαίο «άρρωστος» (=αδύναμος) , σύνθετο από το στερ. α- και από το θέμα του αρχ. ρήματος ρώννυμι, πβ. εύρωστος, ρώμη (=δύναμη). Όμως το ασθενώ εδώ δεν έχει ακριβώς την ίδια σημασία με το σημερινό αρρωσταίνω: ασθενώ = είμαι άρρωστος, ενώ αρρωσταίνω = πέφτω σε αρρώστια. Τα σημερινά ασθενής, ασθενώ μπήκαν στην νεοελληνική μέσω της λόγιας γλώσσας, της γλώσσας της ιατρικής επιστήμης. «Υπώπτευε» παρατατικός του ρήματος υποπτεύω.

Σήμερα λέμε υποπτεύομαι, όχι υποπτεύω, το οποίο είναι παράγωγο από το ύποπτος (από το ρήμα υφορώ). Αλλά το σημερινό υποπτεύομαι έχει και αυτό διαφορετική σημασία, θεωρώ κάποιον ένοχο για κάτι, ενώ στο κείμενό μας έχει την έννοια του προαισθάνομαι. «Τελευτή» = τέλος,  «βίος» σήμερα ανήκει και αυτό στο λόγιο λεξιλόγιο. Συνήθως λέμε ζωή.

Η μετάφραση: «Επειδή ο Δαρείος ήταν άρρωστος και προαισθανόταν το τέλος της ζωής του». Φανερό είναι ότι κάποιες μεταβολές πρέπει να γίνουν για να είναι το κείμενο κατανοητό. Μιλήσαμε για κάποιες γραμματικές και σημασιολογικές διαφορές ανάμεσα στην αρχαία και την νέα μορφή της γλώσσας μας. Όμως υπάρχουν διαφορές και στην προφορά. Εμείς στην χώρα μας διαβάζομε τα αρχαία κείμενα με νεοελληνική προφορά.

Οι πρόγονοί μας όμως δεν πρόφεραν τις λέξεις ακριβώς έτσι όπως εμείς τις προφέρομε  διαβάζοντας σήμερα τα βιβλία που εκείνοι έγραψαν. Στα αρχαία ελληνικά έχομε: «η» με δασεία (άρθρο θηλ. γένους), «η» με δασεία και οξεία (αναφ. αντων. θηλ. γένους), «η» με περισπωμένη δασεία και υπογεγραμμένη (δοτ. πτώση αυτής της αντων.), «η» με περισπωμένη ψιλή και υπογεγραμμένη (υποτακτική του ρήματος ειμί), «η» με ψιλή και οξεία (διαζευτικός σύνδεσμος), «οι» με δασεία (άρθρο αρσεν. γένους πλ. αριθ.), «οι» με δασεία και οξεία ( αναφ. αντων. αρσεν. γένους πλ. αρ.), «ει» με ψιλή (υποθετικός σύνδ.), «ει» με περισπωμένη και ψιλή (β’ πρόσωπο του ειμί) κτλ. κτλ. Όλες αυτές είναι λέξεις διαφορετικές και καθεμιά προφερόταν διαφορετικά και ξεχώριζε.

Εμείς, διαβάζοντάς τις, προφέρομε –ι – για όλες. Οι ξένοι, που μελετούν τα αρχαία ελληνικά κείμενα, τα διαβάζουν αλλιώς, προσπαθώντας να αποδώσουν κάπως την αρχαία προφορά τους (ερασμιακή προφορά). Ας προσπαθήσομε και εμείς να αποδώσομε κάπως την αρχαία προφορά στην παραπάνω πρόταση χρησιμοποιώντας το λατινικό αλφάβητο.

Προσοχή! Τα ei, ai, ou προφέρονται χωριστά, ακούγονται δηλαδή και οι δύο φθόγγοι, όμως σε μια συλλαβή, όπως π. χ. το άι στην λέξη γάιδαρος. Σε μια συλλαβή και τα ee, οο.  Epei eesthέnei Darέios kai hupoόpteue teleuteen tou bίou. Η οξεία ( οι τόνοι είναι μεταγενέστερη επινόηση στην γραφή) σήμαινε υψηλή και λεπτή φωνή, όπως π. χ. προφέρεται το «α!» της έκπληξης, ενώ η βαρεία ή η έλλειψη τόνου σήμαινε χοντρή φωνή, όπως το «α…» της επίπληξης. Οι αρχαίοι δηλαδή είχαν μουσική προφορά, ενώ εμάς η προφορά μας είναι δυναμική.

Όπως γίνεται φανερό, παρά την συντηρητική φύση της  γλώσσας μας, οι αλλαγές είναι πολλές. Και αν, ας πούμε, μπορούσαμε να αναστήσομε τον αρχαίο Ξενοφώντα και, για έκπληξη, του διαβάζαμε με νεοελληνική προφορά αυτήν την πρότασή του από το βιβλίο που αυτός έγραψε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια , θα ακούγαμε να αναφωνεί «Ουδεπώποτε έγωγε τοιούτον τι γέγραφα!», γιατί δεν θα μας καταλάβαινε έτσι  όπως εμείς σήμερα το διαβάζομε.

Όλα αυτά για την ελληνική, που συγκριτικά είναι μια γλώσσα πολύ συντηρητική στις αλλαγές της. Και για να το αποδείξομε αυτό, φέρομε για παράδειγμα κάποιες αλλαγές σε λέξεις στην αγγλική, από παλιά μέχρι σήμερα: priest (προφέρεται πρίιστ και σημαίνει ιερέας) από την ελληνική λέξη πρεσβύτερος, church (προφ. τσερτς, εκκλησία) από την ελληνική λέξη – εποχής Βυζαντίου- κυριακόν (εννοείται κτήριον), όπως εμείς π. χ. λέμε Κυριακή (=ημέρα του Κυρίου), alms (προφ. άαμζ) και είναι η ελληνική λέξη «ελεημοσύνη»!