Το σύγχρονο κράτος, οι τράπεζες, οι υπηρεσίες, οι οργανισμοί, καυχώνται για τις όλο και πιο διευρυμένες διαδικτυακές υπηρεσίες τους. Η πρόσφατη πανδημία κατανοήθηκε ως επείγουσα ανάγκη για να τρέξουν πιο γρήγορα τα πράγματα.
Δεν χρειάζεται πλέον να στήνεσαι πάντα στην ουρά αναμονής. Και ποιος δεν το θέλει. Πόσες φορές δεν εκνευρίστηκες να περιμένεις ώρα πολλή τη σειρά σου στην εφορία, στην τράπεζα. Όταν υπάρχει η τεχνολογία που σου δίνει εύκολα τη λύση, γιατί να την αρνηθείς; Κερδίζεις χρόνο, αποφεύγεις την ταλαιπωρία.
Μα και οι υπηρεσίες εξοικονομούν χρήμα, με την αντικατάσταση των ανθρώπων από τις μηχανές. Όχι, δεν πρόκειται να σταθώ στην ουρά, όταν τη δουλειά μου μπορώ να την κάνω από το σπίτι, απομονωμένος στο κελλίον μου. Μόνος.
Εδώ είναι το ερώτημα. Μήπως ο άνθρωπος με την καλοδεχούμενη διά της τεχνολογίας παράκαμψη της ουράς, δεν κερδίζει, ό,τι τέλος πάντων κερδίζει, αλλά ταυτόχρονα χάνει και κάτι. Τι χάνει; Να διευκρινίσουμε πρώτα ότι δεν είναι όλες οι ουρές αναμονής το ίδιο.
Εάν περιμένω να μπω στο γήπεδο για να δω την ομαδάρα μου ή να παρακολουθήσω διά ζώσης τη συναυλία του αγαπημένου μου καλλιτέχνη, εάν περιμένω να εισέλθω στον ναό για να προσκυνήσω σε μια πολυπληθή θρησκευτική εορτή, προφανώς και υπάρχει διαφορά. Αυτά είναι προϊόντα που δεν προσφέρονται διαδικτυακά.
Πέραν όμως αυτού, είναι και κάτι που κάνω με τη ψυχή μου, με χαρά. Ο χρόνος που ξοδεύω, η καταπόνηση που υφίσταμαι είναι μέρος του ζητουμένου αυτής της επιλογής. Το θέλω. Τι υποχρεωτικά συνέβαινε παλαιότερα; Προετοιμαζόσουνα νωρίς νωρίς.
Ήξερες ότι θα συναντήσεις πολύ κόσμο και ήλπιζες να έχεις όσο το δυνατόν λιγότερους μπροστά σου. Και περίμενες. Συναντούσες ανθρώπους όλων των ειδών και ποιοτήτων. Άσε που η επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα της ουράς (πληρωμές, εισπράξεις…) σε έδενε κατά κάποιον τρόπο με τη μικροκοινωνία της στιγμής.
Με ανυπομονησία, με υπομονή, γνώριζες συνανθρώπους, ο πάγος έσπαγε. Δεν μπορεί, κάτι θα αποκόμιζες. Πρώτα για τον καιρό, ένα εναρκτήριο θέμα που πάντα προσφέρεται για πλήρη συμφωνία. Ύστερα σε πιο βαθιά νερά, για την απαράδεκτη κατάσταση, το σύστημα, την πολιτική κλπ.
Στο τέλος, εάν δεν μιλούσες ήδη με κάποιον γνωστό σου, έκανες καινούργιες γνωριμίες, καταλήγοντας σε πιο γήινα θέματα, κοινωνικά, οικογενειακά. Και το συνεχές κουτσομπολιό συντόμευε την ουρά. Να βρεθούμε κάπου, να μην χαθούμε, ε; Ύστερα στο σπίτι μετέφερες τα νέα.
Ξέρεις ποιον είδα σήμερα στη ΔΕΗ, τι έμαθα, τι μου είπε; Να δεις αγένεια από δω, να δεις ευγένεια από κει, κι αυτός ο υπάλληλος, απαράδεκτος. Λειτουργούσες τουτέστιν ως ένα δημόσιο ανοικτό γουάι φάι. Επάνω στη συγκυρία έλεγες τον «πόνο» σου στον άλλο, άκουες τον δικό του.
Η δημοσιότητα προστάτευε προσώρας την ανωνυμία σου, μέσα στην ουρά των δυσανασχετούντων. Ήταν εκεί. Έδινες τον χρόνο σου, αλλά κέρδιζες τους ανθρώπους, τους μάθαινες. Ρουφούσες κοινωνικότητα, πληροφορία, διάλογο, επαφή. Ένιωθες μέρος μιας αλυσίδας, δεν ήσουνα ένα κάποιο σημείο στη σιωπή του διαδικτύου.
Είχες σχέσεις παρουσίας, έδινες στίγμα, δεν ήσουν κωδικός εν απουσία. Ήθελες δεν ήθελες, βρισκόσουν όχι μόνον εκ των πραγμάτων μέσα στον κόσμο, αλλά και διαπιστωμένο μέρος αυτού του πραγματικού κόσμου, όχι του βίρτσουαλ. Ανακάλυπτες ότι ο εαυτός σου, με όλη την κούραση και τους εκνευρισμούς, έδινε εξετάσεις συνεχούς κοινωνικοποίησης και συναλληλίας.
Πόσο συχνά άκουγες εκείνο το «συντομεύετε παρακαλώ» στο περίπτερο για τηλέφωνο. Τα εν οίκω, εν δήμω. Η ιδιωτική ζωή δεν αποζητούσε κρυψώνα, απλωνόταν ακόμα και στις πιο κρυφές λεπτομέρειές της. Ποια προσωπικά δεδομένα; Οι άνθρωποι χτυπιόντουσαν με τα μικρά, μεγάλα προβλήματά τους, ήταν τα αυτιά σου εκεί, ήταν τα μάτια σου εκεί.
Εν τω μεταξύ, μέχρι να έλθει η δική σου σειρά για το τηλέφωνο, η προσοχή σου μπορεί να είχε αφεθεί στα μικροψώνια των περαστικών, στα διαφορετικά γούστα της μάρκας τσιγάρων που ζητούσαν. Μια κοινωνία στο συνεχές πήγαινε-έλα, άνθρωποι ον δε γκόου που θα έλεγαν και οι ιντερνετάδες.
Σήμερα, το κινητό τηλέφωνο τα λεηλάτησε όλα αυτά, το πληκτρολόγιο έδιωξε την ευαισθησία. Θυμάμαι, πριν από κάποια χρόνια όταν ανοίξαμε με απορία το σπίτι μας σε έναν επίμονο, ευγενικό και ομιλητικότατο κύριο. Θα μας έκανε μία πρόταση, την οποία όπως ισχυριζόταν δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε.
Μετά από έναν μακρόσυρτο καφέ που του προσφέραμε στο σαλόνι, μάθαμε ότι επρόκειτο για την αγορά ειδών ένδυσης και υπόδησης, μέσω του διαδικτύου, χωρίς χάσιμο χρόνου και αναμονή εξυπηρέτησης, οικονομικά συμφέρουσα. Όσο και αν προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι δεν ενδιαφερόμαστε, ο επιδέξιος πλασιέ (γιατί περί αυτού επρόκειτο) έβρισκε πάντα τρόπο να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, να επανέρχεται στο θέμα – εδώ ζήλεψα τη γλωσσική του δεινότητα.
Δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Σε μια στιγμή, μετά από πολλά, γυρνά η γυναίκα μου και του λέει το αμάχητο «ευχαριστούμε πολύ κύριε για την πρότασή σας, είστε πολύ καλός, αλλά εγώ θέλω να βγαίνω στο δρόμο, να μιλώ με κόσμο, να βλέπω βιτρίνες, να πιάνω κουβέντα με τους υπαλλήλους των καταστημάτων».
Αυτό ήταν. Ο πολυμίλης κύριος μάς ευχαρίστησε και αποχώρησε. Υπό αυτή την οπτική γωνία λοιπόν, υπό το πρίσμα της έκδηλης κοινωνικότητας, είναι σαφές ότι σε έναν ανυπόμονο και βιαστικό κόσμο η ουρά αναμονής έχει και τα καλά της.
Μπορεί συνήθως να μην αντέχεται, αλλά αναμφίβολα διατηρεί τους ανθρώπους ζωντανούς, παραδομένους ολοκληρωτικά στη φυσική τους νοημοσύνη. Δεν το λες και λίγο πράγμα.
Ο Κώστας Ν. Κωνσταντίνου είναι διευθυντής του 2ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου