Μέσα στον συνεχιζόμενο ορυμαγδό των πολυετών πια οικονομικών δυσκολιών και των απρόσμενων θεομηνιών που έλαβαν χώρα στο λεκανοπέδιο της δυτικής Αττικής αφήνοντας στο έλεος και τη δυστυχία μεγάλη μερίδα πληθυσμού, πέρασε απαρατήρητο ένα μεγάλο και κρίσιμο θέμα για τα ελληνικά συμφέροντα και την εξωτερική πολιτική της χώρας μας, αλλά και τον ελληνισμό γενικότερα, με τον Τύπο να μην έχει ασχοληθεί εκτεταμένα σε αυτή την άκρως σημαντική, τουλάχιστον για τη χώρα μας, από κάθε πλευρά παράμετρο η οποία φαίνεται ότι σύντομα θα αρχίσει να δρομολογείται και να γίνεται πραγματικότητα και η οποία αναμφίβολα θα επηρεάσει πολλές παραμέτρους της χώρας.
Μόλις λίγες μέρες πριν είκοσι τρία κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στον τομέα της άμυνας. Μια αμυντική συνεργασία η οποία, όπως τόνισαν, θα συμβάλει σε μια ισχυρότερη Ευρωπαϊκή Ένωση στον κόσμο, ενώ θα φανεί και η ικανότητά της να προστατεύει την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους πολίτες από πολυποίκιλους δυνητικούς κινδύνους.
Στις 13 Νοεμβρίου 2017, συγκεκριμένα, υπουργοί από είκοσι τρία κράτη μέλη υπέγραψαν κοινή ανακοίνωση για τη μόνιμη δομημένη συνεργασία (Permanent Structured Cooperation, PESCO) για την άμυνα και την παρέδωσαν στην Ύπατη Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Federica Mogherini και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στην τελετή υπογραφής, η Mogherini δήλωσε, εμφανώς ικανοποιημένη από την συγκεκριμένη εξέλιξη, πως αυτή ”είναι μια ιστορική στιγμή για την Ευρώπη, για την οποία μόλις πριν από ένα χρόνο, οι περισσότεροι από εμάς και το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου θεωρούσαμε αδύνατο να επιτύχουμε”.
“Σήμερα”, συνέχισε, “είκοσι τρία κράτη μέλη δεσμεύονται να εργαστούν από κοινού τόσο για τις αμυντικές ικανότητες όσο και για τα επιχειρησιακά βήματα…”, και ότι θα εργαστεί με εντατικό ρυθμό ώστε να εξασφαλίσει την εφαρμογή των συγκεκριμένων αποφάσεων του Συμβουλίου μέχρι το τέλος του έτους. Η δυνατότητα της αποκαλούμενης Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας στον τομέα της αμυντικής πολιτικής ήρθε στο προσκήνιο με τη Συνθήκη της Λισαβώνας και προβλέπει τη δυνατότητα κρατών μελών της Ε.Ε. να συνεργάζονται στενότερα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.
Αυτό το μόνιμο πλαίσιο αμυντικής συνεργασίας θα επιτρέπει στα κράτη μέλη που επιθυμούν και μπορούν, να αναπτύσσουν από κοινού αμυντικές ικανότητες, να επενδύουν σε κοινά έργα ή να ενισχύουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συμβολή βεβαίως των ενόπλων δυνάμεών τους. Τα κράτη μέλη που υπέγραψαν την κοινή κοινοποίηση είναι: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Κροατία, Κύπρος, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ισπανία και Σουηδία. Για τα υπόλοιπα κράτη μέλη, έγινε ρύθμιση, ώστε να μπορούν να προσχωρήσουν σε μεταγενέστερο χρόνο.
Παράλληλα, γίνεται λόγος για την κοινή δέσμευση την οποία τα κράτη μέλη συμφώνησαν να αναλάβουν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται “η τακτική αύξηση των προϋπολογισμών στον τομέα της άμυνας σε πραγματικούς όρους για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων”. Το Συμβούλιο πρέπει τώρα να εκδώσει απόφαση για την ίδρυση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας με ενισχυμένη πλειοψηφία, κάτι που όπως λένε οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα μπορούσε να γίνει στο επόμενο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, στις 11 Δεκεμβρίου.
Αν δούμε τα πράγματα λίγο σφαιρικότερα, φαίνεται πως μια νέα κούρσα εξοπλισμών θα αρχίσει σύντομα στο εσωτερικό της Ε.Ε., με την υποχρέωση όλων των κρατών να δαπανούν πάνω από το 2% περίπου του ΑΕΠ σε πολεμικές δαπάνες. Έως εδώ, τουλάχιστον, μάλλον δεν “αφορά” τη χώρα μας, αλλά ποιος όμως εγγυάται τη μη επέκταση των μετώπων αναμέτρησης και της εμπλοκής πολλών κρατών, καθώς και τη δρομολόγηση αλλαγών σε χάρτες και σύνορα;
Ο σύγχρονος αυτός ευρωστρατός, άραγε, πού θα υπακούει, από ποιο επιχειρησιακό αρχηγείο θα λαμβάνει εντολές, και, αλήθεια, σε πια γεωγραφικά μήκη και πλάτη θα δρα στρατιωτικά; Θα πρόκειται για στρατό με αποκλειστικό σκοπό την άμυνα ή η δράση του θα επεκτείνεται σε όσα μέτωπα βρίσκονται ανοιχτά γύρω μας, δηλαδή και με απλούστερα λόγια μήπως θα έχει επιθετικό χαρακτήρα;
Προφανώς όλα αυτά τα σενάρια βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με πρόσφατη απόφαση του ΝΑΤΟ που προέβλεπε την υποχρεωτική διάθεση σεβαστού μέρους του ΑΕΠ κάθε χώρας-μέλους για στρατιωτικές δαπάνες και αναγόρευε στην ουσία σε στρατηγικό εχθρό, τουλάχιστον τη σημερινή Ρωσία. Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν και δρομολογούν σημαντικές από κάθε πλευρά καταστάσεις. Μετατοπίζουν πια το ενδιαφέρον της Ε.Ε. πέρα από την έως τώρα οικονομική υποταγή των κρατών-μελών, σε στρατιωτική εμπλοκή σε άγνωστα και απάτητα μονοπάτια.
Ποιος μπορεί να μας εγγυηθεί την αμυντική παράμετρο του εγχειρήματος κι όχι την επιθετική σε μέρη και γεωγραφικά θέατρα που άλλοι θα αποφασίζουν για λογαριασμό μας; Είναι προφανές ότι μετά την εκλογή του Αμερικανού προέδρου Τραμπ, κάποια πράγματα άλλαξαν και μέσα στους κόλπους της ευρωατλαντικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ. Τώρα το πόσο ανεξάρτητη θα είναι αυτή η καινούργια δομή, στρατιωτικής καθαρά φύσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μένει να καθορισθεί. Κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σημαντικό και συμπληρωματικό μέρος του ΝΑΤΟ και θα βρίσκεται σε πλήρη και αγαστή συνεργασία μαζί του σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα γύρω από τα σύνορα της Ευρώπης.
Βρισκόμαστε, άραγε, θα μπορούσε κάποιος υποψιασμένος παρατηρητής, μπροστά σε καινούργιες μορφές σταυροφοριών; Πόσο, όμως, θα επηρεάσει αυτή η συνεργασία την εξωτερική πολιτική της χώρας μας απέναντι στον αραβικό κόσμο, στη γείτονα Τουρκία, και τέλος-τέλος, ποια θα είναι η θέση του ευρωπαϊκού στρατού στη για μισό αιώνα πια στρατιωτική κατάληψη ενός μεγάλου μέρους της Κύπρου από τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ Τουρκία με την ανοχή τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του ΝΑΤΟ;
* Ο Γεώργιος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του Χειρουργικού Τομέα στο ΠΑΓΝΗ