Οι ευρωεκλογές 2024 αποτελούν παρελθόν, αλλά τα αποτελέσματά των δεν θα ξεχαστούν εύκολα και γρήγορα. Θα επιχειρήσω τη δική μου ψυχρή και ωμή εκτίμηση και αποτίμηση, κατά το δυνατόν ανεπηρέαστος από τη γνωστή κομματική μου τοποθέτηση.
Προεκλογικά είχε διαμορφωθεί μια έντονη κοινωνική αντιπολίτευση, η οποία δεν κατευθύνθηκε στα υπάρχοντα κόμματα που θα κάλυπταν περισσότερο τα προτάγματα και τις επιλογές της, αλλά μετατράπηκε σε απαξιωτική του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του αποχή, της τάξεως του 60% περίπου.
Οι εκλογές έγιναν κάτω από συνθήκες που η ΝΔ ήταν στριμωγμένη, ο ΣΥΡΙΖΑ διαλυμένος και ο δρόμος για την επαναφορά του ΠΑΣΟΚ ορθάνοικτος – για πρώτη φορά τόσο βατός μετά τη εκλογική συντριβή του 2012.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η ΝΔ έχασε 13 μονάδες από το ποσοστό της στις τελευταίες εθνικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 3 μονάδες από τελευταίες εθνικές εκλογές και το ΠΑΣΟΚ κέρδισε 1 μονάδα. Δηλαδή σε ψυχρούς αριθμούς έπαθαν πανωλεθρία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αύξησε λίγο τα ποσοστά του, χωρίς αυτό να αποτελεί νίκη ή επιτυχία με τις συνθήκες που αναφέρω ότι έγιναν οι εκλογές.
Οι αρχηγοί των τριών κομμάτων αφενός αναγνώρισαν ότι δεν πέτυχαν τους στόχους που είχαν θέσει και αφετέρου επιχείρησαν με διάφορες αιτιολογίες να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι κέρδισαν έναντι των αντιπάλων τους. Όμως η ΝΔ με την ανίκανη αντιπολίτευση που υποστήριζε ότι είχε απέναντί της, κατάφερε να χάσει μόνο 13 μονάδες σε ένα χρόνο από τις τελευταίες εθνικές εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόμενος σε περιδίνηση μετά την εκλογή νέου φωτογενούς, επικοινωνιακού αλλά απολιτικού και αντιφατικού αρχηγού, ενώ έδειξε το πρώτο δίμηνο του 2024 ότι μπορεί να οδηγηθεί και σε μονοψήφια ποσοστά, ανέκαμψε και πήρε τη δεύτερη θέση, αλλά με σημαντικές απώλειες και από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές και προπαντός τις τελευταίες ευρωεκλογές.
Το ΠΑΣΟΚ σημείωσε τρίτη συνεχόμενη αύξηση σε εθνικές και ευρωεκλογές, πήρε 12,8 %, κάτω από το στόχο αφενός της δεύτερης θέσης και αφετέρου του ικανού ποσοστού που θα του επέτρεπε να προβάλει ως εναλλακτική απέναντι στη ΝΔ Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε επίσης να έλθει πρώτο κόμμα και να πρασινίσει τους Νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου, γεγονός που δεν χώνεψε ο κ. Μητσοτάκης και απέπεμψε από το κυβερνητικό σχήμα τους κ.κ. Αυγενάκη και Σενετάκη, μετά την αποπομπή των κ.κ. Παπασταύρου και Μπρατάκου που πιστώνεται στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ κ. Ανδρουλάκη.
Με κριτήριο τους ποιους είχε απέναντί του καθένας από τους τρεις αρχηγούς, αντικειμενικά και σύμφωνα με δηλώσεις και ισχυρισμούς των ιδίων, κατά την άποψη μου και την άποψη τη κοινωνίας, ΕΧΑΣΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ. Ο κ. Μητσοτάκης επιχείρησε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με έναν ανασχηματισμό. Έναν ανασχηματισμό, ο οποίος ούτε δομικός είναι ούτε αλλαγή πολιτικής προοιωνίζεται και ανακυκλώνει αποπεμφθέντες υπουργούς (Θεοδωρικάκος).
Είναι άοσμος, άχρωμος και άτολμος, με επιβράβευση σε θέσεις υφυπουργών των μελών της Επιτροπής για τα Τέμπη. Ιφιγένεια του ανασχηματισμού ο πρώην υπουργός Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας, ο οποίος το προηγούμενο διάστημα επαινούνταν για τις πρωτοβουλίες του κατά της ακρίβειας. Εκ των υστέρων κρίθηκαν άστοχες, καθυστερημένες και ανεπαρκείς.
Κύρια αδυναμία του πρωθυπουργού η ανυπαρξία σοβαρού «πάγκου». Βέβαια πώς να υπάρξει σοβαρός πάγκος όταν το Υπουργικό Συμβούλιο είναι το μεγαλύτερο στην κοινοβουλευτική ιστορία του τόπου με 66 μέλη, υπουργούς και υφυπουργούς και όταν μεταξύ και των αναμενόντων υπουργήσιμων βουλευτών της ΝΔ υπάρχουν και κάποιοι ντενεκέδες, όπως δήλωσε – «αποκάλυψε» ο βουλευτής της ΝΔ Γιάννης Λοβέρδος σε συνέντευξή του στο κανάλι της Βουλής;
Ο κ. Κασσελάκης με το σε εξέλιξη ατομικό κόμμα του αμφιταλαντεύεται με αντιφατικές δηλώσεις όσον αφορά τη συνεργασία του με τα άλλα θεωρούμενα αριστερά κόμματα και αναγκαστικά ανοίγει τη συζήτηση στα όργανα του κόμματος. Ο κ. Ανδρουλάκης με το δεδομένο της αύξησης των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ κατά 1 μονάδα και της επικράτησης στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου, παρουσίασε το αποτέλεσμα, αφού αναγνώρισε βέβαια ότι δεν επετεύχθη ο στόχος της δεύτερης θέσης, ως επιτυχία.
Γνωρίζει βέβαια ότι η πρωτιά στο Ηράκλειο και στο Λασίθι έχουν ονοματεπώνυμο (Κουράκης, Καρχιμάκης). Για τον κ. Ανδρουλάκη ήρθε άμεσα η αμφισβήτηση και μάλιστα από άλλη πλευρά από αυτήν που περίμενε. Από τον πρώην ένθερμο υποστηρικτή και «κολλητό» του κ. Κωνσταντινόπουλο. Οι λόγοι γνωστοί. Ακολούθησαν και άλλοι με όχι καλή σχέση μαζί τους.
Με κάποιους δεν είχε ούτε έχει καμία σχέση. Δυστυχώς ο κ. Ανδρουλάκης ακολούθησε μετά την εκλογή του σε όλη την Ελλάδα την ίδια τακτική που ακολούθησε και στο Ηράκλειο, τη γενέτειρά του. Συγκεκριμένα συνομιλούσε και συναποφάσιζε με μια κλειστή μικρή ομάδα σε κάθε περιοχή, όπως και κεντρικά. Το ίδιο έκανε και στο Ηράκλειο, όπου 4-5 φίλοι του αποτελούσαν τους προνομιακούς ή μάλλον τους αποκλειστικούς συνομιλητές του.
Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι και η σχέση αυτή με τους συνεργάτες – εκπροσώπους του στο Ηράκλειο διαταράχθηκε την περίοδο των τελευταίων δημοτικών εκλογών. Αυτό συμβαίνει γιατί οι σχέσεις αυτές δεν εδράζονται σε πολιτικά χαρακτηριστικά και πολιτικές θέσεις, αλλά σε κριτήρια παρέας.
Για όλη τη δημιουργηθείσα αμφισβήτηση και τις συναφείς εξελίξεις εκφράζω την άποψή μου που είναι η εξής: Ο κ. Ανδρουλάκης ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και ως πολιτικός είναι σοβαρός με συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις σε προοδευτική για την κοινωνία κατεύθυνση, σταθερός και συνεπής σ΄ αυτές, καθαρός χωρίς να τον βαραίνει οτιδήποτε για την όλη διαδρομή και συμπεριφορά του. Το μειονέκτημά του, για το οποίο δεν φταίει, είναι ότι όπως λέει ο λαός, δεν γράφει στο γυαλί.
Έκανε το λάθος να θέλει να διοικήσει το ΠΑΣΟΚ με μια πολύ κλειστή ομάδα φίλων και συνεργατών, πολλοί εκ των οποίων δεν είχαν ασχοληθεί προηγουμένως με την πολιτική και τους έλειπε η απαραίτητη σχετική εμπειρία, αποκλείοντας σχεδόν το σύνολο των πολιτικών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ προηγουμένων περιόδων. Το ίδιο έχει κάνει ο κ. Μητσοτάκης με την κλειστή ομάδα του Μαξίμου, με τη διαφορά ότι έχει την εξουσία την οποία μοιράζει κατά το δοκούν ως πρωθυπουργός και έτσι κρατά τους όποιους εσωτερικούς αμφισβητίες σε αδράνεια αναμονής αξιοποίησης.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου μια γενική κρίση για τους πολιτικούς μας με την εμπειρία δεκαετιών που διαθέτω. Η πλειοψηφία τους είναι εθισμένοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, στην εξουσία και τον παραγοντισμό. Έχουν την πολιτική επάγγελμα και αποδεικνύονται καριερίστες και θεσιθήρες, ιδιαίτερα οι εκάστοτε κυβερνητικοί. Προβάλλονται ως κήρυκες του εμείς και ταυτόχρονα στην πράξη αποδεικνύονται το άκρον άωτον του εγώ και της ιδιοτέλειας.
Όσον αφορά τις διαδικασίες για εκλογή αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ που, όπως φαίνεται, δρομολογούνται. Προσωπικά στήριζα και θα στηρίζω κάθε εκλεγμένο πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Άποψή μου είναι ότι δεν μπορούν να γίνουν άμεσα μέσα στο καλοκαίρι. Ασφαλώς και δεν μπορούν, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, να γίνουν το 2025 που προβλέπει το καταστατικό. Δεν πρέπει επίσης να έχουμε πάνω από 3-4 υποψήφιους. Δεν είναι ευκαιρία για να μετρήσουν κάποιοι τις δυνάμεις τους.
Το ΠΑΣΟΚ έχει διαχρονική ευθύνη απέναντι στην κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση ταυτόχρονα και παράλληλα με τις διαδικασίες και την εκλογή αρχηγού θα πρέπει να αναζητηθεί ένα διαφορετικό αφήγημα, χωρίς ιδεολογικές εμμονές, με άλλες προγραμματικές προτεραιότητες και κυρίως με περιεχόμενο πολιτικής, το οποίο να μπορεί να απαντά με ρεαλισμό, χρηστικότητα και επάρκεια στα διακυβεύματα του μέλλοντος που απασχολούν την κοινωνία και πρωτίστως τις νέες ηλικίες.
Ο Γεώργιος Εμμ. Τσικνάκης είναι δικηγόρος, π. γραμματέας Π.Ε. ΚΡΗΤΗΣ ΠΑΣΟΚ