Είναι πραγματικά μεγάλη χαρά, όταν επιστρέφει κάποιος και ξαναδιαβάζει με ματογυάλια έργα που στη νεότητά του απόλαυσε. Τον ταξιδεύουν και τον αναπαύουν. Ιδιαίτερα, όταν τα έργα αυτά εκδίδονται σε σύγχρονες μεταφράσεις από άξιους δημιουργούς. Είναι, επίσης, ευχάριστο ότι σήμερα έχουμε εκδότες με μεράκι και αγάπη για το βιβλίο. Ανάμεσά τους και ο εκδ. οίκος ΑΡΓΑ, που όλες του οι εκδόσεις έχουν υψηλή αισθητική ποιότητα κι έχουν δίκαια κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό.
Μια τέτοια έκδοση πρόσφατα είναι ο «Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ σε μετάφραση, πλούσια εισαγωγή και σχόλια του ποιητή και δοκιμιογράφου Διονύση Καψάλη. Η μεγάλη του προσφορά ως διευθυντή του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης είναι από όλους παραδεκτή. Ελπίζω μετά την αποχώρησή του απερίσπαστος πια να αφοσιωθεί στο δημιουργικό του έργο και να ολοκληρώσει τις μεταφράσεις όλων των έργων του Σαίξπηρ. Είναι έργο δύσκολο, αλλά αξίζει τον κόπο.
Ο Όμηρος, ο Δάντης και ο Σαίξπηρ συνθέτουν τις βάσεις του Δυτικού Πολιτισμού. Καθένας αποτελεί ένα ολόκληρο κόσμο. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε πραγματικά την ανθρώπινη φύση και το μεγαλείο της ποιητικής τέχνης, σ’ εκείνους πρέπει να καταφύγουμε. Η μετάφραση είναι, επίσης, δημιουργία, όσο κι αν το πρωτότυπο κείμενο παραμένει πάντοτε εκεί ως πρόκληση.Ο Διονύσης Καψάλης στην πλούσια εισαγωγή του στο έργο ξεκλειδώνει τα μυστικά της μεγάλης αυτής δημιουργίας και φωτίζει το τραγικό του μεγαλείο. Είναι γεγονός ότι στην καθολική αναγνώριση του Σαίξπηρ μόνο ο Τολστόι εξέφρασε επιφυλάξεις όχι με αισθητικά, αλλά με ηθικά κριτήρια.
Παρόμοιες ήταν και οι αντιρρήσεις του Τ.Σ. Έλιοτ, ειδικά για τον Άμλετ. Όμως τα μεγάλα έργα δεν έχουν στόχο να μας κάνουν μαθήματα ηθικής. Αποκαλύπτουν την ανθρώπινη ψυχή και καθένας ανάλογα με την ωριμότητά του επικοινωνεί μαζί τους. Ο χρόνος παραμένει ο μόνος κριτής και αποδεικνύεται αρκετά δίκαιος.
Επειδή θεωρώ το έργο γνωστό στους Έλληνες αναγνώστες και επειδή θέλω απλώς να τους συστήσω να ξαναδιαβάσουν την εξαιρετική αυτή έκδοση θα επισημάνω απλώς κάποιους στίχους και για το περιεχόμενό τους και για την απόδοσή τους στη γλώσσα μας.
Ο ηλικιωμένος βασιλιάς έχει μοιράσει το βασίλειό του στις δυο του κόρες που υποκριτικά τον κολακεύουν και καταριέται την μικρότερη άδικα. Ζητεί μόνο μια μικρή συνοδεία. Εκείνες αρνούνται και ο Ληρ συνειδητοποιεί την ερημιά του λέγοντας:
«Α, μη μετράτε τι χρειάζομαι. Το λίγο,
το τόσο δα του ταπεινότερου ζητιάνου
του είναι μάλλον περιττό. Δώσε στη φύση
μόνον όσα χρειάζεται, και η ζωή μας
δεν θα μετράει πιο πολύ από του ζώου.
Είσαι αρχόντισσα, αν ό,τι σε ζεσταίνει
έφτανε και για ομορφιά, τότε η φύση
δεν θα ‘χε χρεία όσα όμορφα φορείς,
που μόλις σε κρατούν ζεστή…»
Η ικανοποίηση μόνο των φυσικών αναγκών μετατρέπει τον άνθρωπο σε ζώο. Το περιττό, το μη αναγκαίο, όπως είναι και η Τέχνη, συνθέτει την ανθρωπιά μας, την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας. Η αναγκαιότητα της φύσης και η υποταγή σ’ αυτήν είναι μια ευτυχία χοιροστασίου.
Τα λόγια αυτά του Ληρ λίγο πριν ψηλώσει ο νους του λέγονται μετά το πάθος του, οπότε με αγωνία αναρωτιέται ποιος είναι για να του απαντήσει ο γελωτοποιός, που είναι ο μόνος που λέει την αλήθεια και κανείς δεν τον πιστεύει, ότι είναι η σκιά του Ληρ. Παρόμοια ο Αισχύλος θα πει ότι εκείνος που παθαίνει μαθαίνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Οιδίποδα, που όσο έχει την όρασή του είναι τυφλός και όταν τυφλώνεται συνειδητοποιεί ποιος είναι.
Ο Δ. Καψάλης αναφέρει ότι πιθανόν ο Σαίξπηρ είχε διαβάσει τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή και αξιοποίησε στοιχεία από το έργο αυτό.
Ίσως μπορούμε να μάθουμε και από τα μεγάλα έργα διδασκόμενοι από τα παθήματα των ηρώων. Μέσα σ’ αυτά ανακαλύπτει καθένας κρυμμένες πτυχές του εαυτού του και προχωρεί στη ζωή του αποδεχόμενος την τραγικότητάς της.