Η προσωπικότητα και ο αγώνας του Αρχιμανδρίτη Φωτίου Θεοδοσάκη, αρκετές φορές έχει απασχολήσει τον γράφοντα. Καταρχάς, ως επίσημος ομιλητής στις 22 Μαΐου 1983, στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά, στον εορτασμό της Μάχης της Κρήτης, επεσήμανα, στην ομιλία, τη σημασία του αρχιμανδρίτη Φωτίου Θεοδοσάκη και την εγκατάλειψη και αδιαφορία των επισήμων ηγεσιών του τόπου μας για τον πρωτομάρτυρα και εθνομάρτυρα του Γένους.
Το ίδιο επεσήμανα στις 21 Μαΐου 1995, εκ νέου, στον Άγιο Μηνά, με θέμα “Η Μάχη της Κρήτης και ο Εθνομάρτυρας Φώτιος Θεοδοσάκης”. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε εκ μέρους μου το πολυσέλιδο βιβλίο “Αρχιμανδρίτου Φωτίου Θεοδοσάκη Μαρτυρολόγιο’’, με υπότιτλο “Οπλαρχηγού και πρωτομάρτυρα της Μάχης της Κρήτης”. Μια μελέτη, με πολλές αρχειακές πηγές και προφορικές μαρτυρίες και καλλιτεχνικό εξώφυλλο του ζωγράφου Μιχάλη Αγγελάκη, από τις εκδόσεις “Κνωσός”.
Ο Φώτιος, κατά κόσμον Γεώργιος, γεννήθηκε στη Λατσίδα Μεραμβέλλου το 1897. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε στο Ηράκλειο, όπου μετακόμισαν οι γονείς του, στην Ξύλινη Τάμπια, (Αγία Τριάδα), οδός Παλμέτη 29.
Σε ηλικία 14 ετών μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου εκάρη μοναχός και εμόνασε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, με το εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος.
Τα χρόνια 1914-1916 υπηρέτησε ως στρατιώτης ή ανθυπολοχαγός, επέστρεψε στην Κρήτη και χειροτονήθηκε διάκονος από τον Επίσκοπο Πέτρας Τίτο Ζωγραφίδη. Από τη Μονή Αγκαράθου, το 1916 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ως το 1923, εξακολούθησε τις σπουδές του και άσκησε το έργο του διδασκάλου στο Πέραν.Το 1923 τοποθετήθηκε ιεροδιάκονος στον Ναό του Αγίου Παύλου στην Αθήνα και το επόμενο έτος σπούδασε Φιλολογία στην Ιταλία. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, λόγω των εθνικών φρονημάτων του, κινδυνεύων, το 1928 επέστρεψε στην Αθήνα, στον ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, το 1936.
Το 1937, ο Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος Βενέρης τον τοποθέτησε ως Αρχιμανδρίτη εφημέριο του Αγίου Μηνά. Υπήρξε ταυτόχρονα καθηγητής στο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο που είχε ιδρύσει ο Τιμόθεος, το οποίο ήταν Ιερατική Σχολή, όπως της Αγίας Τριάδος στα Χανιά.
Στις 20 Μαΐου, με την πτώση των αλεξιπτωτιστών και μετά τον Εσπερινό, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Βασιλείου και συμμετέχοντος και του ιερέως Γ. Κυπριωτάκη, ο Φώτιος απέθεσε το επιτραχήλιο στην Αγία Τράπεζα, λέγοντας “όλοι μαζί εναντίον των Ούννων”. Ο Φώτιος, εξαρχής, ήλθε σε επαφή με τον Φρούραρχο Τσαγκαράκη, αλλά δεν τον συνάντησε.
Μαζί με αμάχους έσπασαν την αποθήκη όπλων δίπλα από το Πανάνειο και πολέμησε ένοπλα τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές πάνω στα τείχη, ντυμένος τη στρατιωτική του στολή, φορώντας από μέσα το αντερί του. Την τρίτη μέρα έφυγε για το Σκαλάνι, όπου πληροφορήθηκε ότι στα υψώματα του Άη Λια είχαν πέσει Γερμανοί και έδρασε παράλληλα με την ομάδα του Τιμολέοντα Ζαχαριάδη, στον Καρτερό και στον ΄Αη- Λια.
Στις 26 Μαΐου, μία ομάδα 20 αλεξιπτωτιστών είχαν οχυρωθεί σε σπηλιά, κοντά στο Μύλο του Σιγανού, στο φαράγγι, ανατολικά του Σκαλανίου, στη θέση Κουτσούρα. Την ώρα της επίθεσης κατά των Γερμανών, τραυματίζεται ο Ζαχαριάδης στη σπηλιά, που θα φιλοξενήσει τον Ιούνιο του 1942, τον Κωστή Πετράκη και τους συμπολεμιστές του, Buerger, Mouhot, Pierre Leostic, Sibar και Jellicoe, με στόχο το αεροδρόμιο Ηρακλείου.
Έκτοτε, ο Φώτιος ανέλαβε την αρχηγία όλης της ομάδας, ως το τέλος της Μάχης. Συνέλαβε αιχμαλώτους τους Γερμανούς της σπηλιάς και εμπόδισε την εκτέλεσή τους από τους ενόπλους της ομάδος του.
Στις 29 του Μάη κατελήφθη το Ηράκλειο και ο Φώτιος, καθώς και η οικογένεια του ανιψιού ιερέως, κατέφυγαν στο Καταλαγάρι. Στις 3 Ιουνίου επέστρεψαν στο Σκαλάνι, παρά τις εκκλήσεις των συγγενών του ο ίδιος να μην επανέλθει. Εκείνες τις μέρες είχε πεθάνει η Χρυσάνθη Σημαιάκη και ο Φώτιος προσεφέρθη να την κηδεύσει.
Με προδοσία για την παρουσία του οι Γερμανοί, είκοσι τον αριθμό, κύκλωσαν το νεκροταφείο και μετά το πέρας της κηδείας, την επόμενη μέρα, οι πρώην σωθέντες αλεξιπτωτιστές τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν στο σπίτι του ανιψιού του, τον ξεγύμνωσαν και τον διαπόμπευσαν.Συνέλαβαν, επίσης, και τους συναγωνιστές του Γ. Τσικαλούδη και Ευαγγ. Λουλακάκη, καθώς και τον Κωνσταντίνο Τζανάκη που είχε επιδέσει τους τραυματίες Γερμανούς, μετά τη μάχη στην Κουτσούρα.
Οι συλληφθέντες δυο φορές κακοποιήθηκαν άγρια, με πρωτοβουλία του ίδιου του Brauer, Διοικητή του 1ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών που επιχειρούσε στη Μάχη της Κρήτης, στον ανατολικό τομέα του Ηρακλείου.
Μάλιστα, με μαρτυρίες ζώντων τότε (1995) Σκαλανιωτών, στον Φώτιο οι Γερμανοί “έβγαλαν ως και τα νύχια, του τραβούσαν τα γένια, χωρίς να μαρτυρήσει” κανέναν άλλο.
Είχε αγγαρευθεί “δερόμενος να μεταφέρει χειροβομβίδες’’, ως πειστήρια, από το κοινοτικό κατάστημα, τέσσερα χιλιόμετρα μακριά στη σκηνή του Brauer, όπου τον είχε ανακρίνει, προσωπικώς. Είναι δραματικές, όπως έχουν περιγραφεί, οι τελευταίες ώρες του Φωτίου και των συναγωνιστών του στο βιβλίο μας “Αρχιμανδρίτου Φωτίου Θεοδοσάκη, Μαρτυρολόγιον” (Σανουδάκης. 63).
Η δεύτερη “ανάκρισή τους κράτησε πάνω από δυο ώρες και κατόπιν, μια και απέβη άκαρπη, τους απομάκρυναν από τη σκηνή του Brauer κατά δεκαπέντε έως είκοσι μέτρα, φρουρούμενους από τους Γερμανούς. Εκεί τους δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσουν μεταξύ τους και ο Φώτιος τους είπε “απεριφράστως και καθαρά” ότι, όπως αντιλήφθηκε από το Στρατηγό, θα τους εκτελούσαν και δεν μπορεί να τους γλιτώσει κανείς.
Τους έλεγε ακόμη ότι “οι Γερμανοί θα εξακολουθούν να τους υπόσχονται ότι θα τους αφήσουν ελεύθερους αν ομολογήσουν τους συμπολεμιστές και αρχηγούς των, αλλά να μην εμπιστευθούν και να μη θελήσουν να πάρουν και άλλους Σκαλανιώτες ή και ξένους στον λαιμόν των” (Τζανάκης, 5).
Από τους Γερμανούς σκοπούς ζήτησαν να πιουν νερό, καθώς ξεραίνονταν από τη δίψα και το μαρτύριο, “πλην όμως ηρνήθησαν”. Μετά από νουθεσίες και συμβουλές, ο Φώτιος έπεισε να δώσουν όρκο και οι τρεις συγκατηγορούμενοί του ότι δεν θα ομολογήσουν τίποτε “απ’ όσα έκαμαν και είδαν κατά τις επιχειρήσεις εις βάρος του οποιουδήποτε”, τους όρκισε “στο γόνατό του πάνω”, κατά τη μαρτυρία της ανιψιάς του Μαρίας Θεοδοσάκη, και αμέσως “άρχισε να ψάλλη την νεκρώσιμον ακολουθία, μνημονεύοντας τα ονόματά των σαν να ήτο νεκροί.
Την νεκρώσιμον ακολουθίαν έψαλε ως τους είπε, επειδή μετά την εκτέλεσίν των, δεν θα επιτρέψουν σε ιερέα να τους κηδεύση κανονικά, αλλά θα τους χώσουν σε ένα λάκκο σαν ζώα, όπως και έγινε” (Τζανάκης, 5, βλ. και Μαν. Ζευγαδάκη, Φώτιος Θεοδοσάκης, “Εθνική Φωνή”, 23-5-1983).
Τη νύχτα, μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων Σκαλανιωτών και του ιερέως της ενορίας Ιωάννου Κωστάκη (14 και 15 Ιανουαρίου 1995), ο Φώτιος είδε όνειρο ότι άναβαν τέσσερα καντήλια και ξαφνικά έσβησαν τα τρία και έμεινε μόνο το ένα αναμμένο. Όταν ξύπνησε τους είπε ότι θα εκτελεσθούν οι τρεις και θα σωθεί ο ένας” (Αντ. Σανουδακης, σ. 63 64).
Πράγματι, “το πρωί της 5ης Ιουνίου 1941, μια ομάδα Γερμανών, αποτελούμενη από είκοσι έως εικοσιπέντε οπλισμένους με αυτόματα, παρέλαβαν τον Φώτιο και την ακολουθία του” (Σανουδάκης, ό. π., 65), τους οδήγησαν στο νεκροταφείο από την περιοχή Κοπράνα, για να υποδείξουν από τους συγκεντρωμένους κατοίκους συνενόχους τους.
Εκείνοι αρνήθηκαν εκ νέου. Τότε τους διέταξαν να σκάψουν οι ίδιοι τους τάφους τους, αφού ένας αξιωματικός ή πρώην Γερμανός τραυματίας, κατά τη Μαρία Θεοδοσάκη, ανιψιά του Φωτίου “έπιασε από το χέρι τον Κωνσταντίνο Τζανάκη, του είπε “παρτί” (Μαρία Θεοδοσάκη, 6) και με μια δυνατή κλωτσιά τον έδιωξε” (Ι. Μουρέλου, 438) και έτσι απέφυγε την εκτέλεση.
Μια ομάδα τεσσάρων Γερμανών, αφού οι μελλοθάνατοι αρνήθηκαν να δεχθούν να τους δέσουν τα μάτια, τους εκτέλεσε. Στη συνέχεια, διέταξαν να μην ψαλεί η νεκρώσιμος ακολουθία, έδωσαν διαταγή να μην ανάψουν καντήλια στους τάφους των, περισυνέλεξαν τα ιερατικά ενδύματα του Φωτίου και τα έκαψαν με βενζίνη. Ο Πέτρος Λουλακάκης, μάλιστα, μαρτυρεί ότι οι Γερμανοί “έπαιζαν ποδόσφαιρο με το καλυμμαύχι του Φωτίου” (Σανουδάκης, 70).
Ο Φώτιος θεωρείται δικαίως στη συνείδηση του λαού ως Πρωτομάρτυρας ιερέας της Μάχης Κρήτης και Εθνομάρτυρας. Τα οστά του, μάλιστα, βρίσκονται κάτω από την Αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Μηνά και η μνήμη του παραμένει αδικαίωτη εκ μέρους των Αρχών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (επιλογή)
- Αντώνη Σανουδάκη, Αρχιμανδρίτου Φωτίου Θεοδοσάκη, Μαρτυρολόγιον, Κνωσός, Αθήνα 1995.
- Α.Ι.Α.Κ. (Αρχείο Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης) “Έκθεσις” Κων. Τζανάκη, αρ. φακ. 1952.
- Μανώλη Ζευγαδάκη, Φώτιος Θεοδοσάκης, εφ. “Εθνική Φωνή” Ηρακλείου, 23-5-1983.
- Τιμολέων Ζαχαριάδης, ομαδάρχης του ΕΛΑΣ “Περιπέτειες ζωής ’που τας αρχάς του πολέμου’’.
- Μαρίας Θεοδοσάκη-Μαράκη και Μανώλη Μαρκάκη, Αφήγηση (18-1-1995) στον Αντ. Σανουδάκη
- Γεωργίου Παλμετάκη, “Μια ιστορική επέτειος” (Ιούνιος 1951, Αρχείο Ενορίας Σκαλανίου)
- Κωνσταντίνου Παπαδάκη, Αφήγηση (15-1-1995) στον Αντώνη Σανουδάκη.