Ας ξεκαθαρίσουμε ορισμένα θέματα με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Όποιος έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση επικύρωσε την εκχώρηση στους Σκοπιανούς «μακεδονικής» ταυτότητας, εθνότητας και γλώσσας. Έβαλε υπογραφή συναίνεσης στον σκοπιανό αλυτρωτισμό.

Δεν θα απενοχοποιηθεί σε καμία «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» κανένας αν δεν κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Γίνεται όχι κατά Λένιν «χρήσιμος ηλίθιος» αλλά «πρόθυμος ηλίθιος». Δίνει το δικαίωμα στην κυβέρνηση να προχωρήσει στην ψήφιση μίας συμφωνίας που δεν είναι μόνο εθνικά επιζήμια αλλά με την οποία διαφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Όλα τα άλλα είναι «φτερό στον άνεμο».

Σας θυμίζω ότι καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε αποδεχθεί να συζητήσει καν τα περί ταυτότητος, εθνότητας και γλώσσας.

Και θέλω να σας ενημερώσω και για κάτι ακόμη. Αν κυρωθεί η εθνικά επιζήμια αυτή συμφωνία δεν μπορεί να αλλάξει με οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια, από καμία κυβέρνηση. Για να αλλάξει, να τροποποιηθεί απαιτείται μία νέα διεθνής συμφωνία. Γιατί από τη στιγμή που θα την κυρώσει η πλειοψηφία της ελληνικής Βουλής, η συμφωνία καθίσταται πλέον Διεθνές Δίκαιο.

Και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών με μία απλή επιστολή από την πλευρά των Σκοπίων θα αναγνωρίσει την ύπαρξη «Μακεδόνων» που ομιλούν τη «μακεδονική» γλώσσα. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν ο «τέως» κυβερνητικός εταίρος είχε υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας αντί με τη στάση του να χαρίσει απλόχερα το στυλό της υπογραφής της συμφωνίας στους Τσίπρα-Κοτζιά.

Η Ιστορία, ο αμείλικτο κριτής όλων μας, θα του χρεώσει αυτή την υπογραφή.  Σας παραφράζω τον Κικέρωνα: «Αν κάποιος γνωρίζει ένα έγκλημα και μπορεί να το αποτρέψει είναι το ίδιο ένοχος με αυτόν που το διαπράττει»…

Αλλά δεν μπορώ να μην σχολιάσω, επίσης, την παρέμβαση την Τρίτη το βράδυ του πρώην υπουργού Εξωτερικών με το υπερπληθωρικό και όχι μόνο «εγώ» που κουνώντας μας το δάχτυλο χρησιμοποιούσε επιχειρήματα για να μας πείσει για την «τεράστια επιτυχία του» που δεν έχουν τολμήσει καν να εκστομίσουν οι ίδιοι οι Σκοπιανοί 28 χρόνια τώρα.

Την απάντηση για τα περί «μακεδονικής» εθνότητας και ταυτότητας που δήθεν δεν εκχώρησε στους Σκοπιανούς, του την έχει δώσει από τις 29 Αυγούστου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο υπουργός Εξωτερικών των Σκοπίων Νικόλα Ντιμιτρόφ που σε ερώτησή μου απάντησε: «Είμαι Μακεδόνας και μιλάω τη μακεδονική γλώσσα».

Και δεν μπορώ, επίσης, να μην αναφερθώ στη σπουδή που επέδειξε η κυβέρνηση για να «επιλύσει» το Σκοπιανό. Χωρίς καμία εξουσιοδότηση. Προχώρησε σε μυστικές διαπραγματεύσεις για ένα πολύ σημαντικό εθνικό μας θέμα χωρίς να ενημερώσει κανέναν. Χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Κάτι πρωτοφανές στα μεταπολιτευτικά χρόνια που στα εθνικά θέματα υπήρχε πάντα ενημέρωση και συναίνεση και ήταν πάντα εκτός αντιπολιτευτικής ατζέντας. Και το χειρότερο.

Προχώρησε σε διαπραγματεύσεις βάζοντας τη χώρα μας στη θέση του επισπεύδοντος. Όταν το πρόβλημα το έχει η άλλη πλευρά. Με το σαθρό επιχείρημα ότι τα Σκόπια έχουν αναγνωριστεί από 140 χώρες με το συνταγματικό τους όνομα.

Να ξεκαθαρίσουμε και πάλι κάτι. Η Ελλάδα ως πλήρες μέλος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ κρατούσε και κρατάει το κλειδί της εισόδου του γειτονικού κρατιδίου στους Διεθνείς Οργανισμούς. Και μόνο η δική της υπογραφή θα επιτρέψει την είσοδο των Σκοπίων.

Όλοι δυστυχώς θυμόμαστε το λαϊκισμό της εποχής του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».

Και όλοι ασφαλώς σήμερα «ομνύουμε» στον πολιτικό οραματισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Που σήμερα περισσότερο παρά ποτέ δικαιώνεται γιατί πάντα πίστευε ότι τα πολιτικά οφέλη από την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα οικονομικά.

*Ο Μανώλης Κεφαλογιάννης είναι ευρωβουλευτής