Στη μνήμη Λένας Χλουβεράκη (07.06.1937-30.01.2024) και

Κωστή Φραγκούλη -Ανταίου (07.11.1905-11.2.2005)

Οι Άγιοι Σαράντα κατάγονταν από διαφορετικές πατρίδες, όλοι νέοι, στρατιώτες στο επίλεκτο «τάγμα» του στρατού του βασιλιά Λικινίου (308-323). Όταν εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Αγρικόλα, γιατί με παρρησία διακήρυτταν την πίστη τους. Εκείνος επαινεί τη στρατιωτική τους αξία και τιμή και τους υπόσχεται αξιώματα και πλούσιες αμοιβές, εάν αρνηθούν την πίστη τους και θυσιάσουν στα είδωλα. Παρά τις πιέσεις οι Άγιοι με γενναιότητα παραμένουν ακλόνητοι˙ και όταν ο ηγεμόνας κατάλαβε ότι ματαιοπονεί, διέταξε να τους ρίξουν γυμνούς να διανυκτερεύσουν στα παγωμένα νερά μίας λίμνης στη Σεβαστεία της  Αρμενίας, ενώ πολύ κοντά, ως πειρασμός ακαταγώνιστος, τοποθετήθηκε θερμό λουτρό. Στη διάρκεια του σκληρού αυτού μαρτυρίου ένας μόνο λιποψύχησε και εγκατέλειψε τη λίμνη, αλλά πέθανε πριν φθάσει στο λουτρό.

Όμως, ο αριθμός δεν διασπάστηκε, γιατί τη θέση του πήρε ο φρουρός Αγλάιος «ο και καπικλάριος» (δεσμοφύλακας), όταν είδε τους ουράνιους στεφάνους του μαρτυρίου πάνω από τα κεφάλια τους, και «τοις γυμνοίς αυτόν εγκατέμιξε, κράζων την αυτήν βοήν τοις αγίοις˙  χριστιανός είμι».

Το πρωί τους έριξαν στην πυρά και μετά τα λείψανά τους στον ποταμό. Χριστιανοί κατάφεραν να τα περισυλλέξουν και να τα διανείμουν σε διάφορες πόλεις, όπου ιδρύθηκαν ναοί προς τιμήν των. Τεμάχια των λειψάνων κατείχε η οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος τους αφιέρωσε ομιλίες εγκωμιαστικές με πολύτιμες ειδήσεις περί του μαρτυρίου.

Η γιορτή των Αγίων 40, με τον συμβολικό αριθμό της αφθονίας συμπίπτει με την αρχή της άνοιξης τότε που τα δένδρα παίρνουν καινούργια δύναμη και ζωή από τη δρόσο και τις αύρες.

Άνοιξη! Κόρη όμορφη με μύρα φορτωμένη

Και βιόλες χιλιοπλούμιστες δροσοστεφανωμένη!

Άνοιξη! Άθελα έρχονται στη θύμηση οι ωραίοι στίχοι του Άγγελου Σικελιανού, «Άσμα του έρωτος εκδηλούμενον υπό των ανθέων δια του μύρου, υπό των ουρανών δια της αρμονίας, υπό των χειλέων δια του “σ΄ αγαπώ”».

Άνοιξη! Την έχει ανάγκη ο τόπος μας και οι άνθρωποι, αλλά δεν περισσεύει ρομαντισμός στην εποχή των προβλημάτων. Όμως, κοντά στη φύση, στις εξοχές, στις ανοιχτές θάλασσες, στους κάμπους και τις γύρω βουνοκορφές, μπορείς να ξαναθυμηθείς πως είσαι άνθρωπος και όχι λυχνία μιας τηλεόρασης που προβάλλει στην οθόνη της κομμάτια της ζωής μας, έτσι όπως τη βολεύουν να τα παρουσιάζει.

Γαλήνια γή της ερημιάς

που δεν ταιριάζει εσένα,

του κόσμου τ’ αντιλάλημα

κι απόμεινες παρθένα.

ψάλλει ο ποιητής της ερημιάς Παπαντωνίου.

Αλλά, ας υποδεχτούμε τη βασίλισσα Άνοιξη, κάπου μακριά, σ’ ένα εξοχικό βυζαντινό ναϋδριο (μοναστήρι κάποτε) των Αγίων 40 της Λάστρου, που τραυματισμένο από τους πειρατές του Βαρβαρόσσα (1538), παλεύει με τους καιρούς, τους ανέμους, την ερημιά και τον χρόνο˙ σ’ ένα νοερό εκκλησιασμό με ένα κερί αναμένο στη μνήμη του Κωστή Φραγκούλη – Ανταίου, του οποίου απόσπασμα της αξεπέραστης περιγραφής του παραθέτω:   « …στη Σητεία, και μάλιστα στη μεγάλη κοιλάδα που αρχίζει από τα βουνά του χωριού μου, τα Λαστριανά και τελειώνει σαν τεράστια λεκάνη μέχρι το μπογάζι του Μόχλου, στη λοφοπλαγιά των Αγιώ Σαράντα, θα πάω να λειτουργηθώ νοερά σήμερα. Ν΄ ανάψω ένα κεράκι στη Χάρη του να σταθώ κάτω από μια ελιά που σκεπάζουνε στον ίσκιο τους το ξωμονάστηρο, ν΄ακροαστώ μαζί με τον συλλείτουργο των πουλιών καθώς αρχίσανε τον όρθρο της άνοιξης κι αυτά με τη δική τους ουράνια γλώσσα, και να θυμηθώ….

Να θυμηθώ παλιά πανεγύρια και παλιές συνήθειες για την ημέρα τούτη, που ερχότανε από τα γύρω χωριά και πιο πολύ από την όμορφη Σφάκα πανεγυράδες, με τα χτήματα τότε, γυναίκες, άντρες, παιδιά και κοπέλες απλές, δειλές, εράσμιες, καλοφορεμένες, κομψές και σεμνές. Όχι μόνο για το αγιομίσι, το φαγοπότι και το γλέντι που γινότανε απολείτουργα, και το πάρε-δώσε με τσι ντελικανήδες από τα γυροχωριά, μα και να λειτουργήσουνε το μεταξόσπορο που κρατούσανε κατάσαρκα στον κόρφο τους τυλιγμένο σε μπαμπάκι όσες θα κάνανε μεταξαργιό μόνες ή με μιαν άλλη κοπελιά γειτόνισσα ή φιλενάδα όπως συνηθίζανε για να  μοιράζουν και τον κόπο, που δεν είναι μικρός.

Ήτανε μια  παλιά γραφική, πρωτόγονη τελετουργία που συνεχιζότανε όσο στήνανε καλαμωτές για κουκούλια και μετάξι, που το φαίνανε κατόπιν οι κοπελιές στο δικό της αργαστήρι κάθε μια ή το πολύ σε συγγενικό. Είχε μια ποίηση εκτός από την αισθηματική της άποψη το μεταξαργιό  αυτό και από το κέντρο της επιτυχίας του – γιατί δεν έλειπαν και ασθένειες  στα σκουλήκια είτε από ελλειπή καθαριότητα είτε από φυτονόσο των φύλλων της μουριάς που είναι η αποκλειστική τροφή τους, – μαντεύανε αν θα ερχότανε το τυχερό τους εκείνη τη χρονιά. Ήτανε μια χαρούμενη απασχόληση γεμάτη νεανικά – παρθενικά όνειρα, που τώρα δεν τα βλέπει πια καμιά, γιατί «αλλάξανε τα χρόνια περάσαν οι καιροί» και ούτε μεταξούδες ούτε ματαξαργιά. Και όσο για μετάξι, no probleme, υπάρχει συνθετικό…

Στο φαγοπότι και το γλέντι που κατέληγε το πανηγύρι, δεν λείπανε ούτε τα «μπολιάσματα» των νέων, ούτε και οι μαντινιάδες και μάλιστα της στιγμής από τον εορταστικό κύκλο εμπνευσμένες:

Πως ταν επρωτοσμίξαμε εις τους Αγιούς Σαράντα

ορκίστηκα στη χάρη ντως να σ’ αγαπώ για πάντα.

Και μια πιο τολμηρή:

Ως βάνεις το μεταξαργιό στον κόρφο του ν’ αγιάσει

βάλε και την αγάπη μας να γοργοξεπουλιάσει…

T’ απομεσήμερο κατεβαίνανε στο Μόχλο στη θάλασσα όπου ετελείωνε και η τελετουργία του μεταξόσπορου. Γιατί έπρεπε όσες τον είχανε στο στήθος να μπούνε σε μια βάρκα, να πάνε μέχρι το νησάκι του Αγίου Νικολάου να προσκυνήσουνε και να τον περάσουνε από 40 κύματα. Να σαραντίσει, για να γίνει πλούσια συγκομιδή και χρυσό το μετάξι. Ο αριθμός 40 είναι, πολυσήμαντος για τη θρησκευτική και λαϊκή μας παράδοση. Και οριακός – φεύ – και για την ηλικία ιδίως των γυναικών. Αγκυροβολούνε μόλις είναι να πέσει από  το κοντέρ του χρόνου το νούμερο. Και είτε παγώνουν στο παρά μία τεσσαράκοντα, είτε αρχίζουνε να μετρούνε ανάποδα…Αυτό είναι όμως άλλη, δραματική μάλλον ιστορία. Συνεπώς, άλλα λόγια, ν’ αγαπιόμαστε…».

Όπως σε όλες τις γιορτές, έτσι και σε τούτη υπήρχαν διάφορες τοπικές συνήθειες και προλήψεις.

Στην Κρήτη και τη Σκύρο έκαναν μεταξαργιό και στην Κύπρο διέδιδαν ψεύτικα νέα για να ξεπουλιάσει γρηγορότερα!

Στη Θράκη «σαράντα κλωστές κεντούν τα κορίτσια, σαράντα πιοτά πίνουν οι άντρες, σαράντα κερνούν και σαράντα ψέματα λεν» και σπέρνουν το βασιλικό για να γίνει φουντωτός και σαραντάκλωνος – και στην Κρήτη από τα παινέματα του αγαπητικού:

Βασιλικέ πλατύφυλλε με τα σαράντα φύλλα

σαράντα σ’ αγαπήσανε μα πάλι εγώ σε πήρα.

Στην Αθήνα αφηγείται ο Πολίτης έφτιαχναν σαράντα πίτες με σαράντα φύλλα, έτρωγαν κι έπιναν συγγενείς και φίλοι και καθώς βεβαιώνει και ο Καμπούρογλου χόρευαν τραγουδώντας: «Aς χορέψουμε κι ας είναι, των Αγιών Σαράντα είναι».

Ο ιερός αριθμός «σαράντα» κατέχει πρωτεύουσα θέση στα θέσμια της Εκκλησίας δίπλα στους αριθμούς τρία, επτά, εννέα και δώδεκα: Σαρακοστή, Σαρανταρά, Σαρανταλείτουργο, «καλά σαράντα» ευχή στη λεχώνα, τα «σαράντα» το πλέον σημαντικό μνημόσυνο (από τα τρίμηνα, εξάμηνα, εννεάμηνα), ως χρόνος βαρέως πένθους, ενισχυμένο και από την ανάληψη του Σωτήρος, σαράντα μέρες από την ανάσταση, κ. α.

Αλλά και στη μαγεία είναι σεβαστός ο αριθμός «σαράντα»: σαράντα  κύματα, σαράντα παλικάρια, σαράντα βρύσες, σαράντα σκαλοπάτια, σαράντα δράκοι σε κείμενα δημώδους λόγου, παραμύθια, τραγούδια, επωδές.

Από στοιχεία της Βίβλου έχουν πλασθεί από το λαό διηγήσεις,  όπως  οι Σαραντάπηχοι στην Κρήτη. Ο αείμνηστος καθηγητής της Λαογραφίας Γεώργιος Σπυριδάκης στις «Πανεπιστημιακές Παραδόσεις» (εν Αθήναις 1970) γράφει: «οι Σαραντάπηχοι μυθολογούνται ως γίγαντες, οι οποίοι εξολοθρεύθηκαν κατά τον κατακλυσμόν…Ο Νώες  έζησε σκιάς χίλιους χρόνους. Είχενε χάρι από το Θεό ν’αποθάνη  όντε θέλει. Ήτανε απού τσοί Σαραντάπηχους…».

Στην Κρήτη, τέλος ο ιερός αριθμός «σαράντα» συνετέλεσε ώστε το «ποιητικό αγώνισμα» να διαμορφωθεί σε «Σαρανταμαντίνιαδο» – Κρητική παραλλαγή στα «Εκατόλογα της αγάπης».

Ονομάστηκε έτσι επειδή ο τραγουδιστής οφείλει ν΄ απαντά κάθε φορά με μια μαντινιάδα που έχει μέσα τον αριθμό που του λένε. Αναφέρονται αποσπασματικά μερικοί στίχοι από τη συλλογή της Μ. Λιουδάκη (εκδ. «Γνώσεις». Αθήναι 1936):

«Ένα» του λέει η κοπελιά κι ο νιός απολογάται:

-Από το ένα βάνω αρχή να πάω στα σαράντα

δεν τονέ πέμπει η κοπελιά στην προξενειά τον άντρα.

-Δύο

-Δυό ναι τα φώτα τ’ουρανού, ήλιος και το φεγγάρι

χαρά στο νιό που σ’ αγαπά και θέλει να σε πάρει.

-Τρία

-Τρεις χάρες σου δώκε ο θεός σαν την Αγιάν Ειρήνη

τη χάρη και την ομορφιά και την ταπεινοσύνη.

-Δώδεκα

-Δώδεκα φίλους ήκαμα κι ήταν οι γι’ Αποστόλοι

για να  σε βλέπουν,  μάθια μου, καθημερνή και σκόλη.

Των Αγίων Σαράντα γιορτάζουν κι οι Σμαράγδες γιατί «Μέσα στους Αγίους Σαράντα είναι κι ένας Σμάραγδος».

Αλλά περισσότερες αναφορές παρέλκουν.

Υ. Γ.: Τα  ονόματα των μαρτύρων, με αρκετές παραλλαγές στις πηγές, είναι τα εξής: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνος, Σεβηριανός, Ευτύχιος, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός (ή Βικράτιος), Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλιας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος. Ξάνθιος (ή Ξανθίας), Ουαλλέριος, Νικόλαος (ή Νίκαλλος), Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίννιος, Λεόντιος (ή Θεόκτιστος), Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), Γοργόνιος, Ιουλιανός (ή Ελιανός ή Ηλιανός) και Αγλάϊος «ο και καπικλάριος» (κατά τους παρισινούς κώδικες 1575 και 1476 και την «Διαθήκην» των Μαρτύρων).

*Ο Γιάννης Χλουβεράκης είναι φαρμακοποιός