“…ουχ ο καλώς αρχόμενος, ούτος τέλειος•
αλλ’ ο καλώς αποτιθέμενος, ούτος δόκιμος παρά Θεώ…”
(Μέγας Βασίλειος)

Την Κυριακή 19 Αυγούστου, λίγο μετά τη δύση του ηλίου, “έσβησε” σε ηλικία 76 ετών, “ο φωστήρας” της Θεολογίας Γεώργιος Θ. Ζαχαρόπουλος, μετά από ολιγόμηνη ασθένεια και νοσηλεία σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Ο αοίδιμος διδάσκαλος στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. δεν αξιώθηκε της καθηγητικής έδρας, δεν τιμήθηκε με ακαδημαϊκούς τίτλους, πλην εκείνον του Διδάκτορος. Δεν αποτιμήθηκε, δεν επιβραβεύτηκε και δε δικαιώθηκε “κατ’ άνθρωπον”, η επί σειρά ετών άοκνη εργατικότητα, η ευρυμάθεια και πολυμάθειά του. Συνταξιοδοτήθηκε ως Βοηθός του επίσης αοιδίμου Καθηγητού Δ. Τσάμη (γνωστικό αντικείμενο της Εκκλησιαστικής Γραμματείας – Πατρολογίας & Αγιολογίας), παρά τις λαμπρές σπουδές του στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό (Σορβόννη κ.α.).

Είχε τη δυνατότητα να αφήσει πλούσιο συγγραφικό έργο, όμως επέλεξε να περιοριστεί σε ορισμένες μόνο δημοσιεύσεις, στη Διδακτορική του Διατριβή με θέμα: Θεοφάνης Νικαίας (; – ± 1380/1). Ο Βίος και το συγγραφικό του έργο, εκδ. ΚΒΕ, Θεσσαλονίκη 2003. Από τα δημοσιευμένα αυτά έργα του αντιλαμβάνεται ο υποψιασμένος αναγνώστης τον κραταιό επιστήμονα Ζαχαρόπουλο, τον διαπρεπή θεολόγο, τον άριστο Παλαιογράφο, τον δοκιμότατο φιλόλογο, τον λακωνικό και ποιοτικό συγγραφέα, τον πολυμαθή και ευρυμαθή δάσκαλο. Περιφρονούσε τη συλλογή “τίτλων” σε επίπεδο γνώσεων και αδιαφορούσε για την απόδοση ή μη του δικαίου επαίνου προς το πρόσωπό του. Προτιμούσε να βοηθά τους άλλους, να προκρίνει τους άλλους, όπου διέκρινε το αξιοπρόσεκτο.Όσοι “μαθητεύσαμε παρά τους πόδας” του και συναναστραφήκαμε μαζί του, διακρίναμε τον σοφό διδάσκαλο και καθοδηγητή, τον “πρύτανιν σοφίης αμφοτέρης”, κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, δηλαδή της θύραθεν και της θεολογικής.

Ο αοίδιμος καθηγητής, υπήρξε γνώστης της Κλασικής Γραμματείας. Μπορούσε να σου απαγγείλει “από στήθους” αποσπάσματα αρχαίου κειμένου από τον Όμηρο, τον Σοφοκλή, τον Λυσία, τον Αριστοτέλη κ.ά. και να κατανοεί πλήρως το περιεχόμενό τους, όσο απαιτητικό κι αν ήταν. Mε την ίδια ευκολία ανακαλούσε στη μνήμη του χωρία από την Αγία Γραφή, την Υμνογραφία, τους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως τον Μέγα Βασίλειο, τον Μέγα Αθανάσιο, τονΓρηγόριο τον Θεολόγο, τον Γρηγόριο τον Παλαμά κ.ά. Δεν χρειαζόταν ευρετήρια, δεν έκανε χρήση της TLG. Η ακρίβεια με την οποία εντόπιζε τα χωρία των Πατέρων στους τόμους, κάθε φορά που τα αναζητούσε, κρίνεται αξιομνημόνευτη και αποτελούσε καρπό της πολυετούς, ουσιαστικής μελέτης και εντρύφησης των ως άνω κειμένων από μέρους του.

Οι ακόλουθοι στίχοι του ποιητή Κ. Καβάφη, βρίσκουν την τέλεια εφαρμογή στο πρόσωπο και το έργο του: “Οι ελαφροί, ας με λέγουν ελαφρόν. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος. Και θα επιμείνω, ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων. Εις κάθε δυσκολίαν… εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.” (“Βυζαντινός άρχων, εξόριστος, στιχουργών”).Ως θεολόγος υπήρξε άνθρωπος του Θεού, με υγιή εκκλησιαστική συνείδηση, λειτουργικό βίωμα και ήθος. Είχε επίγνωση αυτού που σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος ότι: “Δρόμον ουν τινά τρέχομεν πάντες άνθρωποι προς το οικείον τέλος έκαστος επειγόμενοι• δια τούτο πάντες εσμέν εν οδώ”, πραγματικότητα που επιβεβαιώθηκε με τη στάση που τήρησε κατά την τελευταία δοκιμασία της ζωής του.

Ως διδάσκαλος ήταν ανιδιοτελής στις συναναστροφές του, σπάταλος στην αγάπη του, μεταδοτικός στις γνώσεις και εξυπηρετικός με όλους. Το θυσιαστικό πνεύμα που τον διέκρινε σε σχέση με τον άλλον, το φοιτητή, το συνάδελφο, το συνάνθρωπο, είναι δυσεύρετο στις ημέρες μας. Τον πίκραινε η αμάθεια, η ημιμάθεια των νέων και πάσχιζε να διορθώσει “τα κακώς κείμενα”, με αίσθημα ευθύνης και πάντοτε πατρική διάθεση. Ως άνθρωπος υπήρξε απλός και προσιτός, αριστοκράτης στο πνεύμα, ευγενής στους τρόπους, δοτικός στις κοινωνικές συναναστροφές του, πρόθυμος να συνομιλήσει με τους πάντες, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Διατηρούσε υψηλό το αίσθημα της ευθύνης και της συνέπειας. Η αμνημοσύνη και αγνωμοσύνη ποτέ δεν είχαν θέση στη ζωή του, σε πείσμα των όσων διαπιστώνουμε κατά τη συναναστροφή μας με τους ανθρώπους στις ημέρες μας. Υπήρξε υποστηρικτικός και προστατευτικός με την οικογένειά του, την εκλεκτή σύζυγό του Ελένη και τις αγαπημένες κόρες του Αικατερίνη και Αναστασία, για τις οποίες πάντα καμάρωνε.

Η συστολή και εσωστρέφεια, η περιοδική τάση “μόνωσης” που διέκρινε στο πρόσωπό του το υποψιασμένο μάτι κάποιου, θύμιζαν κάτι από τους στίχους του ποιητή Γιάννη Ρίτσου: “Υπάρχουν πολλές… μοναξιές-… αλλιώτικες ή όμοιες, αναγκαστικές, επιβεβλημένες ή σαν επιλεγμένες, σαν ελεύθερες.” (“Η άλλη Πολιτεία”) Η στάση του αυτή απέρρεε, μεταξύ άλλων και από το γεγονός ότι είχε μια διαφορετική θεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεων, των καταστάσεων, των πραγμάτων. Τα ακόλουθα λόγια του ως άνω ποιητή, μοιάζουν και πάλι να φωτογραφίζουν την πορεία του: “Έτσι που ξέπεσαν οι άνθρωποι, οι ιδέες, οι λέξεις, μήτε πια που νοιαζόμαστε για παλιές ή για πρόσφατες δόξες, για βιογραφίες… κι αν κανένας κάνει καμιά φορά να θυμηθεί… με μιας οι άλλοι τον σταματούν με περιφρόνηση, ή σκεπτικισμό τουλάχιστον.” (Γιάννης Ρίτσος, “Και διηγώντας τα”).Ο σεβαστός διδάσκαλος παρουσίαζε ορισμένες φορές υπερβολική ευθιξία εξαιτίας εκλεπτυσμένες ευαισθησίας, αλλά και ως απόρροια μιας συνειδητής επιλογής να μην προσαρμόζεται στις κοινωνικές συμβατικότητες. Υπήρξε συνεπής μέχρι τέλους, προς τη στάση αυτή της ζωής, ως άλλος Γρηγόριος Θεολόγος, κι ας μη γινόταν εύκολα αντιληπτό από τους γύρω του. “Προς γαρ αυ τοις άλλοις πάσχω τι και τοιούτον• ου τα πολλά συμφέρομαι τοις πολλοίς, ουδέ την αυτήν βαδίζειν ανέχομαι.”

Η στάση του αυτή τον οδηγούσε σε μια δημιουργική εσωστρέφεια που του έδινε τη δυνατότητα να ξεχωρίζει το ουσιώδες από το επουσιώδες. Υπήρξε άνθρωπος που δεν έθετε προαπαιτούμενα στις συναναστροφές του, δεν “έκανε εκπτώσεις” στην αγάπη του προς τον άλλον, δεν προέβαινε σε συμβιβασμούς στη ζωή του, όποιο κι αν ήταν το κόστος των επιλογών του. Η διατύπωση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου “όπερ ειμί, τούτο μένω, και δυσφημούμενος και θαυμαζόμενος”, βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στο πρόσωπό του.Ο λόγος του αοιδίμου διδασκάλου υπήρξε “πάντοτε… άλατι ηρτυμένος.” (Κολ. 4,6). Υπήρξε ευλαβής άνθρωπος, με φόβο Θεού -όχι προσποιούμενος τον ευσεβή- γι’ αυτό διατηρούσε το δικαίωμα (J. Moreau) – και το έπραττε- να χρησιμοποιεί την “καλοπροαίρετη ειρωνεία” -σύμφωνα με τα Πατερικά πρότυπα- για να ελέγχει και να παραδειγματίζει τον συνομιλητή του, όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο. Η ειρωνεία του, σπάνια δεικτική, περισσότερο παιδαγωγική, είχε ως στόχο τις εσφαλμένες ιδέες και όχι τα πρόσωπα.

Δεν είχε πικρόχολο και χλευαστικό χαρακτήρα, δεν υπήρξε απόρροια εμπάθειας -έστω και αν αυτό δεν γινόταν πάντοτε αντιληπτό- και προϋπέθετε μια ανεπτυγμένη γνωστική καλλιέργεια, λεπτότητα και ευαισθησία, τις οποίες διέθετε ο εκλιπών. Σε όλη την πορεία του Γεωργίου Ζαχαρόπουλου διαπιστώνει κάποιος τη συμπόρευση της θεωρίας με την πράξη (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Υπήρξε “μακρόθυμος, πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος”• άνθρωπος υπομονής, καρτερικότητας, ησυχίας, εγκράτειας, εκούσιας παραίτησης από το οφειλόμενο, με αγωνιστικό πάντα φρόνημα για τη φανέρωση της αλήθειας, ό,τι δηλαδή ο Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει τον μαθητή του Χίλωνα να πράττει στη ζωή του.

Με την εις Κύριον εκδημία του σεβαστού μου καθηγητού, κλείνει ο κύκλος των σπουδαίων Ανθρώπων και μεγάλων Διδασκάλων μου, οι οποίοι, με το ήθος, τον λόγο, τη σιωπή και το έργο τους, σημάδεψαν την προσωπικότητα, τη ζωή και τη θεολογική μου ταυτότητα. Στον κύκλο αυτό περιλαμβάνονται ο αοίδιμος Μητροπολίτης Γέροντας Εφέσου κυρός Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης († 13/10/2006) και ο άρτι ενδημήσας Γεώργιος Ζαχαρόπουλος.

Γι΄ αυτούς, ενώνω τη φωνή μου μετά του Αλεξανδρινού ποιητή, ως εξής: “… το πρόσωπό σας που κρατώ μες στην ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σας που κρατώ μες στο μυαλό μου, … ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέω”(Κ. Καβάφης, “Ο Δεκέμβρης του 1903”, μερική παράφραση).Με την ακράδαντη πεποίθηση ότι η επίγεια πορεία του σεβαστού διδασκάλου Γεωργίου Ζαχαρόπουλου υπήρξε Πατερική, θυσιαστική και συνάμα αληθινή μαρτυρία Χριστού• με την ελπίδα ότι σε αυτήν δικαιώνεται ο Ευαγγελικός λόγος: “ως αν ποιήση και διδάξη, ούτως μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών”, (Μθ. 5, 19), περαίνω τις λιγοστές σκέψεις μου, διατυπώνοντας το “Αιωνία αυτού η μνήμη!”.

* Ο κ. Εμμανουήλ Δουνδουλάκης είναι επίκουρος καθηγητής ΠΑΕΑΚ, συγγραφέας – λογοτέχνης