Της Αντουανέττας Λογίου-Μπουρή*
Σε πολύ κεντρικό και περίοπτο σημείο της πόλης του Ηρακλείου, συγκεκριμένα στην πλατεία Βιτσέντζου Κορνάρου, δεσπόζει ένα ορειχάλκινο σύμπλεγμα μνημειακών διαστάσεων (3.20 μ. ύψ.) με τίτλο Ερωτόκριτος και Αρετούσα, θέμα που παραπέμπει αβίαστα στους ήρωες του γνωστού ομώνυμου βιβλίου του προαναφερθέντος ποιητή. Δημιουργείται από τον Γιάννη Παρμακέλη (Ηράκλειο, 1932) και αποκαλύπτεται την άνοιξη του 1981 επί δημαρχιακής θητείας Μανώλη Καρέλλη.
Η παραγγελία για την ανέγερσή του έρχεται από την πλευρά των τοπικών αρχών οι οποίες αναλαμβάνουν και τα έξοδα της κατασκευής του, υποστηριζόμενοι ωστόσο και από ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Η τελετή των εγκαινίων υπήρξε αρκετά λιτή πλην ουσιαστική και συγκινητική. Ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης απήγγειλε αποσπάσματα από το εν λόγω ποιητικό έργο του Κορνάρου, τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης και άλλοι τοπικοί τραγουδιστές και χόρεψε το κόρπους του Λυκείου των Ελληνίδων.
Σε θεματικό επίπεδο, η σύνθεση πραγματεύεται τη στιγμή της φυγής του Ερωτόκριτου για τον τόπο της εξορίας του – σύμφωνα με το σχετικό λογοτεχνικό κείμενο – συνιστώντας ταυτόχρονα και μια πολύ συγκινητική σκηνή αποχαιρετισμού. Ο τελευταίος απεικονίζεται έφιππος, έτοιμος να αναχωρήσει, ενώ η αγαπημένη του Αρετούσα, πεζή κοντά του, τον αποχαιρετά.
Στη μορφοπλαστική της απόδοση, η Αρετούσα αποτελεί μια μορφή πλήρης ευγένειας και εκλεπτυσμένης αισθητικής ποιότητας. Αποδίδεται με περικαλλές πρόσωπο, με ψιλόλιγνη φιγούρα, φέροντας λιτό ποδήρες ένδυμα και έχοντας τα μακριά ίσια μαλλιά της λυτά. Αξιοσημείωτη είναι η στάση των χεριών της˙ το δεξιό που τείνει μπροστά, προς την πλευρά του Ερωτόκριτου, σε χειρονομία αποχαιρετισμού, το άλλο που διαγράφει μια απαλή κούρμπα μαρτυρώντας παράλληλα ενωτική διάθεση, την άρνησή της να τον αποχωριστεί. Αλλά, αυτή η απόπειρα εναγκαλισμού παραμένει χωρίς αντίκρισμα, ανεκπλήρωτη, συμβολοποιώντας έξοχα την ιδέα της απώλειας, της απουσίας. Ωστόσο, το ατάραχο πρόσωπό της δηλώνει ότι η ηρωίδα αντιμετωπίζει με αξιοπρεπή και στωική διάθεση το δράμα που βιώνει.
Το θέμα του ακούσιου αποχαιρετισμού – αποχωρισμού των δύο νέων και ταυτόχρονα η έντονη τάση για ένωση είναι αμφίδρομου χαρακτήρα στην εν λόγω σύνθεση. Έτσι, και ο Ερωτόκριτος, εκτός από το επίσης απλωμένο χέρι του, κλίνει ελαφρά τον κορμό του προς το μέρος της ηρωίδας.
Στη θέλησή του, εξάλλου, να εμφαίνει το θέμα των αντικρουόμενων συναισθημάτων που πληρούν τη δεδομένη στιγμή τον Ερωτόκριτο, δηλαδή την αμφιταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία της καρδιάς του που του λέει να μην αφήσει την Αρετούσα και στη λογική που υπαγορεύει να υπακούσει στη βασιλική διαταγή και να φύγει, ο γλύπτης προστρέχει, επιπλέον, σε ορισμένες επιλογές αντιρεαλιστικού εξπρεσιονιστικού χαρακτήρα, μέσω των οποίων παραλλάσσεται το φυσικό – το ανθρώπινο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ήρωας παρουσιάζεται χωρισμένος σε δύο τμήματα, δηλαδή με δύο κορμούς και δύο κεφάλια, σε μια επιδίωξη εικονιστικής συμβολοποίησης του διχασμού της καρδιάς του, της σπαρακτικής πάλης που γίνεται μέσα του, του δραματικού διλήμματος που τον ταλανίζει, να φύγει ή να μείνει. Το κεφάλι που στρέφει προς την Αρετούσα ερμηνεύει την άρνησή του να την αποχωριστεί, ενώ, αντίθετα, το άλλο που κοιτάει ευθεία μπροστά προς την κατεύθυνση της φυγής, εκφράζει τη σκληρή πραγματικότητα, το πρέπει.
Ανάλογες επιλογές εντοπίζονται και στην απόδοση του αλόγου, όπου με την σειρά του, ορισμένα ανατομικά του στοιχεία, όπως το κεφάλι, τα πόδια, η ουρά, αποκτούν πολλαπλάσια του ενός υπόσταση, αποτελώντας, σε ψυχικό – συναισθηματικό επίπεδο, προέκταση του δράματος του ιππέα. Έτσι, στη διαφορετική τους διευθέτηση, το καθένα από τα κεφάλια του αλόγου ενσαρκώνει μια διαφορετική ψυχική θέση˙ το μεσαίο που είναι σκυφτό τη θλίψη του αποχωρισμού, τα άλλα δύο που κοιτούν ευθεία μπροστά, δείχνοντας, επιπλέον, αποκομμένα από οποιαδήποτε συναισθηματική εξάρτηση, προστάζουν επιτακτικά και ανυπόμονα για αναχώρηση, ενσαρκώνοντας τη φωνή της λογικής.
Γλυπτό ιδιοφυούς έμπνευσης, συλληφθέν στο πνεύμα των ιδιωματικών τάσεων και των σουρεαλιστικών – εξπρεσιονιστικών αντιλήψεων του γλύπτη, επιτυγχάνει να αποδώσει έξοχα όχι μόνο το θέμα του αθέλητου αποχωρισμού, συμβαδίζοντας έτσι με το κατ’ εξοχήν θεματικό περιεχόμενο του έργου, αλλά και όλο το εύρος του δραματικού συναισθηματικού φορτίου που επωμίζονται, ως απόρροια, οι μορφές, καθώς και την εν γένει ένταση της στιγμής.
*Η Αντουανέττα Λογίου-Μπουρή είναι φιλόλογος – ιστορικός της τέχνης
MLing, MLettres, MHA, PhD.