Διαβάζοντας τις σχετικές στατιστικές και ανακοινώσεις πάνω στο επίμαχο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας, απογοητεύεσαι. Με τις καλύτερες και ευνοϊκότερες απ’ αυτές, συνειδητοποιούμε ότι σε δύο και τρεις δεκαετίες θα είμαστε, πληθυσμιακά, ένα με δύο εκατομμύρια λιγότεροι.
Μια δραματική κατάσταση, με πολλαπλές και άσχημες απώτερες επιπτώσεις, η οποία σύμφωνα με την επιστήμη της στατιστικής δεν είναι αναστρέψιμη, εκτός εάν συμβούν κοσμοϊστορικά γεγονότα στους κόλπους της κοινωνίας μας, κάτι αμφίβολο και αδύνατο.
Επ’ αυτού γράφτηκαν πολλά, και είναι απολύτως βέβαιο ότι θα γραφτούν μελλοντικά απείρως περισσότερα. Την ίδια στιγμή παρατηρούμε μια κάποια κινητικότητα και του πολιτικού συστήματος με δημιουργία σχετικών υπουργείων και με στοχευμένα μέτρα, επιδόματα σωστότερα, που περισσότερο έχουν να κάνουν με την μερική και πρόσκαιρη ανακούφιση κάποιων προβλημάτων των νέων ζευγαριών.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, κατά τα ειωθότα της ηλικίας, θυμάμαι καλά το μάθημα της Στατιστικής και Επιδημιολογίας στο τέταρτο έτος της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, από τον αξέχαστο καθηγητή Δημήτριο Τριχόπουλο, ο οποίος τόνιζε την απλή παρατήρηση, ότι η αύξηση του πληθυσμού μιας χώρας μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα με τη μείωση της ηλικίας στην οποία παντρεύονται και τεκνοποιούν οι νέοι της.
Και μάλιστα έφερνε επ’ αυτού και σχετικούς δείκτες και παραδείγματα για κάθε μια ομάδα ηλικιών. Έκτοτε, πέρασαν πολλά χρόνια, δεκαετίες καλύτερα! Οι εποχές άλλαξαν δραματικά ακολουθώντας τις σκέψεις και τα σχετικά αποφθέγματα των αρχαίων μας προγόνων.
Στις μέρες μας όμως, παρατηρούμε ότι όλο και περισσότεροι Έλληνες και Ελληνίδες παντρεύονται σχεδόν κάπου εκεί, πλησιάζοντας συγκεκριμένα στα σαράντα τους χρόνια. Ο λόγος είναι ότι οι πιο πολλές νέες γυναίκες για όλους τους γνωστούς λόγους, επιλέγουν να προχωρήσουν επαγγελματικά, αφήνοντας στο περιθώριο και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, την παράμετρο της μητρότητας.
Έτσι, απ’ όσες τελικά παντρευτούν, μόνο ένα μικρό ποσοστό θα καταφέρει να τεκνοποιήσει σε εκείνη την ηλικία και στην πλειονότητα των περιπτώσεων με τις γνωστές, από την ειδικότητα της Γυναικολογίας, μεθόδους. Το ακόμα χειρότερο που παρατηρούμε είναι ότι πολλά από εκείνα τα ζευγάρια στην πορεία και με την παραμικρή δυσκολία χωρίζουν τους δρόμους τους με σχετική ευχέρεια και δίχως δισταγμό.
“Η αγάπη κάνει την ψυχή σου να σέρνεται έξω από την κρυψώνα της”, τουτέστιν να μπορεί να εκφράζεται για όλα όσα νοιώθεις, έλεγε κάποτε η Aφροαμερικανίδα συγγραφέας Ζόρα Νιλ Χέρστον, και δεν είχε άδικο.
Τόσες δεκαετίες μακρυά από τα πρώτα κινήματα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, το πρόβλημα των σχέσεων των δύο φύλων, βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο, με διάφορους κάθε φορά τρόπους και περιεχόμενο. Αλλά και τα κείμενα όλης της λογοτεχνίας, διαχρονικά, ασχολούνται με αυτό, όπως και η ψυχολογία, τα τραγούδια και ακόμα οι εμβληματικές όπερες, αφού μεγάλο μέρος των σχέσεων καταλήγει σε πλήρη αποτυχία.
Κι’ αν κάποτε, σε εκείνες τις μακρυνές δεκαετίες της γενιάς μου, η διάλυση αυτής της σχέσης βρισκόταν κάτω από το μικροσκόπιο της τοπικής κοινωνίας, σήμερα περνάει σχεδόν απαρατήρητη και αδιάφορη.
Οι αιτίες που οι άνθρωποι, τώρα, βλέπουν και προσβλέπουν σε μια σχέση έχουν να κάνουν με την γενικότερη θεώρηση της ζωής τους και των προσδοκιών τους από αυτήν. Αν και η λέξη έρωτας χρησιμοποιείται ολοένα και πιο συχνά στις μέρες μας και όχι μόνον την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, εν τούτοις η σεξουαλική λειτουργία παραμένει το κυρίαρχο περιεχόμενό του και όπως αποδεικνύει η καθημερινότητα αποτελεί, κατά περίεργο τρόπο, κεντρικό στοιχείο δημόσιων σχολιασμών και ενδιαφέροντος στη σχέση δύο ατόμων, η οποία φυσικά λόγω του καταναλωτικού τρόπου ζωής υφίσταται συνεχείς αλλαγές.
Οι σχέσεις των δύο ατόμων, στην ουσία, αφίστανται της έννοιας της ‘παλιότερης’ ηθικής μετά από κάποιο καιρό συμβίωσης, αλλά την ίδια στιγμή παρατηρείται το φαινόμενο οι προηγηθείσες σχέσεις κάποιου να του προσδίδουν δύναμη και ικανότητα ώστε να ανταποκριθεί με καλύτερο τρόπο και πιο ικανά σε μια επόμενη σχέση, ή και σε έναν γάμο.
‘Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό’ (1937), της προαναφερθείσας Αφροαμερικανίδας Ζόρα Νιλ Χέρστον (1891–1960) είναι βιβλίο με έντονα φεμινιστικά στοιχεία και το δημοφιλέστερο από τα τέσσερα μυθιστορήματά της. Υπήρξε παραγωγικότατη συγγραφέας, ανθρωπολόγος και μεγάλη μορφή του Κινήματος της Αναγέννησης του Χάρλεμ, της δεκαετίας του 1920. Η Τζέινι, η ηρωΐδα της ιστορίας, αναζητά απεγνωσμένα ανεξαρτησία, ταυτότητα, αγάπη και ευτυχία κατά τη διάρκεια είκοσι πέντε ετών και μέσω αρκετών σχέσεων.
Η ιστορία της δεν είναι διαφορετική από την προσωπική πορεία της ίδιας της συγγραφέως, αν και εκείνη μάλλον δεν βρήκε ποτέ την αληθινή ευτυχία, αλλά χρησιμοποιώντας το ταλέντο της, τη φαντασία και τις εμπειρίες των μαύρων, δημιούργησε διαχρονική λογοτεχνία.
Στην αυτοβιογραφία της λέει ότι έγραψε το μυθιστόρημα σε επτά εβδομάδες, στην Καραϊβική, μετά το τέλος μιας ερωτικής σχέσης, και παρ’ όλο που οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες, προσπάθησε να προσδώσει στο μυθιστόρημα όλη της την ευαισθησία και τρυφερότητα για εκείνον τον άντρα. Ίσως επειδή ο κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος, η Τζέινι, έχει μια σειρά από συζύγους και τελικά βρίσκει χαρά και πληρότητα στον τρίτο της γάμο, το μυθιστόρημα θεωρήθηκε ιστορία αγάπης.
Στην πραγματικότητα, το βαθύτερο θέμα του είναι η αναζήτηση της ταυτότητας της Τζέινι, που αρχίζει να διαμορφώνεται καθώς απορρίπτει τις ψεύτικες εικόνες που της έχουν επιβάλλει επειδή είναι μαύρη και γυναίκα, σε μια κοινωνία όπου κανένα από τα δύο δεν είναι αρεστό. Η Τζέινι περιγράφει το ταξίδι της για να βρει τον εαυτό της σε μια γλώσσα που μας οδηγεί βαθιά στις μαύρες λαϊκές παραδόσεις. Αλλά παρατηρώντας προσεκτικότερα, το μυθιστόρημα είναι κάτι περισσότερο από μια συνεχόμενη έκρηξη ιδιωτικού συναισθήματος!