Στη διαδρομή μας συχνά συναντούμε κάποιες σκέψεις που ως κοινοί τόποι επαναλαμβάνονται σε διαφορετικούς χρόνους, σε διαφορετικά κείμενα και για διαφορετικούς σκοπούς. Είναι η αποθησαυρισμένη σοφία της ανθρώπινης εμπειρίας. Παραμένει όμως ανεπανάληπτη η σύνδεσή τους μέσα σε κείμενα και ο τρόπος που εναλλάσσονται.

Οι λέξεις φόβος, ελπίδα και έρωτας είναι κοινόχρηστες. Οι δυο πρώτες άλλωστε προσδιορίζουν αντιθετικά τις μέρες αυτές του εγκλεισμού για να προστατευθούμε από ένα άγνωστο και αόρατο εχθρό που προέκυψε χωρίς να το περιμένουμε.

Και ο Νίκος Καζαντζάκης συνδέει την απουσία τους με την κατάκτηση της ελευθερίας όπως γράφεται στον τάφο του. Ίσως αυτή η ελευθερία υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και φυσικά η έλλειψη του φόβου και της ελπίδας είναι επίσης κατάσταση που αντιβαίνει στην ανθρώπινη φύση.

Θα περιοριστώ σε δυο κείμενα που πλούτισαν τη ζωή μου με τη μαγεία τους και την ομορφιά τους. Στη δημηγορία του Διοδότου του Θουκυδίδη και στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου. Μου δόθηκε η χάρη να τα διδάξω και συχνά ανατρέχω σ’ αυτά.

Ο Αθηναίος ρήτορας Διόδοτος παίρνει το λόγο για να μεταπείσει τους Αθηναίους που είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν όλους τους Μυτιληναίους παρασυρμένοι από τον δημαγωγό Κλέωνα. Για να μειώσει το έγκλημα της αποστασίας που είχαν κάνει αναζητά τις αιτίες που οι άνθρωποι εγκληματούν «Πεφύκασι πάντες οι άνθρωποι αμαρτάνειν» μτφρ.

«Όλοι οι άνθρωποι από την φύση τους παρανομούν». Κυρίαρχες αιτίες είναι «ελπίς τε και έρως επί παντί, ο μεν ηγούμενος η δε εφεπομένη» μτφρ. «Η ελπίδα και η σφοδρή επιθυμία να κατακτήσεις κάτι.

Ο έρωτας προηγείται και δημιουργεί την ελπίδα ότι θα επιτύχεις». Εκείνος μηδενίζει τον φόβο της τιμωρίας και του θανάτου. Ακόμα και όταν για παραμικρά σφάλματα ως τιμωρία ήταν ο θάνατος, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να παρανομούν. Οι Αθηναίοι άλλαξαν απόφαση και οι Μυτιληναίοι σώθηκαν.

Στον Βιτσέντζο Κορνάρο έχουμε δυο ζευγάρια τον Ερωτόκριτο με την Αρετούσα και τον Πολύδωρο, αγαπημένο φίλο του Ερωτόκριτου και τη Νένα της Αρετούσας. Οι δυο νέοι καίγονται από τον έρωτά τους και παραβιάζουν κοινωνικούς κανόνες που απαγορεύουν στο «δουλευτή» να υψώσει το βλέμμα του και να επιθυμήσει  να  κατακτήσει μια βασιλοπούλα.

Η Νένα κι ο Πολύδωρος προσπαθούν να τους συνετίσουν με τη γλώσσα της λογικής, « του λογαριασμού». Όταν ο Ερωτόκριτος εξομολογείται στο φίλο του τον έρωτά του αναγνωρίζοντας ότι «ήχασα το λογαριασμό και πλιό μου νου δεν έχω». Εκείνος προσπαθεί να τον αποτρέψει για να τον σώσει.

«Πούρι του αθρώπου εδόθηκε κι είναι το φυσικό του

να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του

και ‘συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα που μου λέγεις

Θωρώ κι αφήνεις το καλό και το κακό διαλέγεις

ωσά γνωρίσει ο άθρωπος κ’ ελπίζει να κερδέσει

κείνο το πράμα π’ αγαπά κι όπου πολλά τ’ αρέσει

ο νους παραλαφρώνεται, η ελπίδα του πληθαίνει

κι απάνω στο λογαριασμό είναι θεμελιωμένη

σαν το μετρήσει μια και δυο και βρίσκει το πως μοιάζει

ξετρέχει το με προθυμιά κι όσο μπορεί σπουδάζει….».

Χρησιμοποιεί και άλλα λογικά επιχειρήματα που ίσως σωφρονούν τον Ερωτόκριτο και, αφού ως τραγουδιστής κατακτά την Αρετούσα και σώζει την πατρίδα του με τον ηρωισμό του, επιτυγχάνει το ακατόρθωτο. Ακολουθούν τα θαυμάσια δίστιχα όταν δικαιώνεται ο έρωτάς τους.

«Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει

σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει

χορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα

κι από τσ’ αγκάλες τ’ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσσα

τα περιγιάλια ελάμπασι κ’ η θάλασσα εκοιμάτο

γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κι εις τα νερά εγροικάτο…».

Ο έρωτας δημιουργεί την ελπίδα και διώχνει το φόβο. Η ανθρώπινη ψυχή είναι απέραντη. Δεν έχει όρια. Πολλές επιστήμες αγωνίζονται να αποκαλύψουν τα μυστικά της. Αν επιτυγχάνουν περισσότερο οι μεγάλοι δημιουργοί δεν πρέπει να μας εκπλήττει.

Όχι μόνο γιατί τους εμπνέει η Μούσα που φωτίζει το σκοτάδι και τους αποκαλύπτει έναν άλλο κόσμο, αλλά και επειδή η ίδια η τέχνη είναι στα χέρια των μεγάλων δημιουργών ικανή να μας ευφραίνει και να μας υποβάλλει αλήθειες μιας άλλης αξίας πέρα από την αλήθεια της επιστήμης.

Την ομορφιά που ανάβει μια σπίθα στην ψυχή μας. Αυτή η σπίθα γίνεται κάποτε πυρκαγιά για να θυμηθούμε τους στίχους : «Ήταν μια σπίθα στην αρχή και μιας βροχής ψιχάλα κι έγιν’ η σπίθα πυρκαγιά και πέλαγος η στάλα».

Το φως και το νερό που εξαγνίζουν τα σκοτάδια και τρέφουν το μύθο της ζωής.

*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος