Του Κωστή Παπουτσάκη

– Πώς τα καλοπέρασες Διογένη τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων;

– Κακά Κωνσταντή. Δεν φτάνει που δεν επέρασα καλά, μόνο επέρασα και κακά!

– Και γιατί βρε Διογένη; Άρρωστος ήσουνε;

– Nτα μακάρι να ‘μουνε εγώ άρρωστος και να μην ήτανε ο χοίρος!

– Τι λες βρε Διογένη; Για να το λες αυτό θα πρέπει να ‘τανε πολύ σοβαρά ο χοίρος!

– Αν ήτανε λέει! Δεν ήφτανε που ήτανε σοβαρά, μα εψόφησε κιόλας! Ίδια πως είχε αμαρτίες, να ψοφίσει την παραμονή των Χριστουγέννων, την ημέρα απού ‘θελε να τονε σφάξω!

– Ε, δεν είχε αμαρτίες Διογένη, διότι επέθανε για να γλυτώσει το… σφάξιμο!

– Εσκέφτηκά το κι εγώ τούτονά και παρηγορήθηκα μια ολιά.

Μα ήντα να κάμω δα τσι φασκομηλιές απού ‘χα φέρει απού το βουνό ένα γομάρι με το γάϊδαρο, για να καπνίσομε στο τζάκι τα λουκάνικα, τη βυζουρά, το απάκι, το χοιρομέρι και από  πλευράς κομμάτι.

Το Αυγουνιώ μου ήσκασε κι αυτή γιατί είχε ετοιμάσει τσι λεκανίδες, τα κουρούπια, το καζάνι να τα γεμίσει σύγλυνα, τσιγαρίδες, συκώτια, τσιρλαδιά, γλύνα, να τα τρώμε όλο τον χειμώνα, να πέψομε και των κοπελιώ, απού τα ανημένανε πώς και πώς!

– Είχες δίκιο Διογένη, όπως μου τα λες συρώνουνε τα σάλια μου από τη μια και από την άλλη συρώνουνε τα μάτια μου για το θάνατο του καημένου του ζώου!

– Ντα δε φτάνει δα Κωνσταντή η στενοχώρια μας απού εψόφησε, μα εχάσαμε τόσανά καπνιστά χοιρομεριδολουκάνικα, επομείνανε και οι κουρουπολεκανίδες άδειες! Κάμε δα εσύ Χριστόγεννα!

– Και δε μου λες, ας αφήσομε δα το χοίρο, ζωή σ’ εσάς, με τον καιρό θα περάσετε το… πένθος, μη φοβάστε. Με τα τόσα πολλά επιδόματα που σας δώσανε, θα ‘πρεπε να είσαστε ευχαριστημένοι και να περάσατε πλουσιοπάροχα τις γιορτινές ημέρες. Θα ‘πρεπε να πάρεις το Αυγιονιώ σου, να πάτε μερικές μέρες τουρισμό, να πάτε ας πούμε στα χιονοδρομικά κέντρα εκεί που πάει όλη η Ελλάδα η οποία υποφέρει από την… κρίση! Αν θα ‘βρισκες δωμάτιο, γιατί έχουνε λέει όλα πληρότητα 90-100%.

– Ηγέ! Μπρε Κωνσταντή ίντα σου γροικώ! Μόνο επαέ άμα ‘ρθει κιαμιά φορά το χιόνι, δα δούμενε κι εμείς άσπρη μέρα! Όπως μας τα δώκανε απού λες τα λεφτά, τως τα ξαναδόκαμε πάλι οπίσω. Επληρώσαμε το ρεύμα, το νερό, τον ΕΝΦΙΑ που λένε και μας επόμενει ένα 50άρικο! Δεν το φάβαεμ. Άστο εκιά για μια ώρα ανάγκη! Δε γατέχεις ποτέ ήντα δα σου συμβεί!

– Μα θα έπρεπε Διογένη εδώ, εντός του χωριού να πάρεις το Αυγιονιώ σου να βγείτε να διασκεδάσετε λίγο.

– Ναι, εντός εβγήκαμε κι επήαμε στην εκλησά! Μας ελέγανε τα χρόνια πολλά, τος τα λέγαμε κι εμείς, όλοι είμαστε χαρούμενοι! – Αυτό θα πει διασκέδαση  Διογένη!..

– Ύστερα εσύβασα το Αυγιονιώ και κάτσαμε στην πλατέα, γιατί εντρεπούντανε. Κάτσε κακορίζικο μια ολιά να δεις ανθρώπους πολλούς, να μας σε πούνε και πολλά χρόνια πολλά, μπας και πιάσουνε και οι ευχές τους!

– Ε, μ’ αυτά που μου λες, αν δε εψόφανε και ο χοίρος, θα κάνατε τη… ζωή σας στις γιορτές!