Η φράση του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά σε ένα κείμενο που διάβασα πρόσφατα «οι άνθρωποι απανταχού της γης μαθαίνουν να θαυμάζουν την αρχαία Ελλάδα εκτός από τους Νεοέλληνες» μου θύμισε  ένα  βιβλίο   «χαμένο στου μυαλού τα αυλάκια». Ένα βιβλίο πολυδιαβασμένο και πολύτιμο που με τα χρόνια η αξία του παραμένει αμετάβλητη σαν το παλιό καλό κρασί.

Αναφέρομαι στο βιβλίο του Κυριάκου Μιχ. Ζαχαρενάκη   ΕΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 2008,  έργο ζωής του συγγραφέα, αλλά διαχρονικό για να γνωρίσει ο καθένας  αλλά και τα παιδιά την Αρχαία Ελλάδα. Μπορεί η συγγραφική ικανότητα και η εξοικείωση  του συγγραφέα με το δεκαπεντασύλλαβο στίχο να δίνει τη δυνατότητα στον καθένα να το απολαμβάνει σαν παραμύθι ή σαν μυθιστορία αλλά είναι ένα αξιόλογο βοήθημα για φοιτητές Φιλοσοφικής, φιλολόγους, ερευνητές, εκπαιδευτικούς  πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης λόγω της ιστορικότητάς του.

Ο συγγραφέας τόλμησε παρά το όσα αρνητικά σχόλια συνόδευαν κατά καιρούς τον θρύλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (που όπως ο ίδιος ομολογεί στην εισαγωγή του πολλάκις  λειτούργησαν ανασταλτικά στην προσπάθειά του) να υμνήσει αυτόν που Ρωμαίοι και Ευρωπαίοι αυτοκράτορες, βυζαντινοί στρατηγοί και σύγχρονοι πλανητάρχες προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μιμηθούν.

Είναι ολοφάνερο μέσα στο έργο του πως τον βασάνισε πολύ το ερώτημα: «ποια είναι η ιστορική αλήθεια για τον Αλέξανδρο». Για να απαντήσει σ’αυτό το εναγώνιο ερώτημα αλλά και για να ξεδιπλώσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μεγάλου στρατηλάτη και να δώσει ένα αξιόπιστο έργο μελέτησε και άλλους συγγραφείς όπως το Διόδωρο το Σικελιώτη (περ. 90-20-π.Χ), τον Πλούταρχο (περ. 46-120 μ.Χ.) καθώς και όλο το συγγραφικό έργο του Αρριανού με τα χιλιάδες ερμηνευτικά σχόλια που συνοδεύουν συνήθως τα αρχαία κείμενα και τα οποία (σχόλια) ενίοτε αποδίδει πάλι με αυτό το «βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας» το 15σύλλαβο στίχο.  Όμως  την αλήθεια  τη βρήκε στη συγγραφή του Αρριανού.  Και ο Αρριανός ( περ. 95-175μ.Χ) εξάλλου, όπως ο ίδιος υποστηρίζει στην ιστορική του αφήγηση, στηρίχτηκε στις ιστορίες του Πτολεμαίου του Λάγου και του Αριστόβουλου, σύγχρονων του Μ. Αλεξάνδρου και που έλαβαν μέρος στην εκστρατεία, καθώς και στον Άριστο από τη Σαλαμίνα Κύπρου και στον Ασκληπιάδη( Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις  βιβλ.7 κεφ. 15), ιστορικοί στα χρόνια των Πτολεμαίων που συνέταξαν από κοινού έργο για τη ζωή και δράση του  Αλεξάνδρου. Ο συγγραφέας όμως, όπως λέει ο ίδιος, διατηρεί το δικαίωμα να εκφράζει την προσωπική του άποψη και να κρίνει   και τον ίδιο τον Αρριανό  μέσα στο ποίημά του. Έτσι σε πολλά σημεία σου δίνει την εντύπωση  ενός παντογνώστη  αφηγητή που με χιούμορ, ρητορικά ερωτήματα  και κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη  εκθέτει τα γεγονότα.

Εδώ θα γράψει ο Αρριανός απ’ όσα δεν πιστεύει

μ’ αφού δεν είν’ αληθινά γιατί τα… προστατεύει;

(Έπος Αλεξάνδρου  Κ.Ζ. στιχ. 9119-9120)

Αξιοσημείωτο είναι ότι μερικοί στίχοι είναι γραμμένοι σε πλάγια γραφή. Αυτοί οι στίχοι -εμβόλιμοι θα τους λέγαμε- που παρεμβάλλονται και διακόπτουν  τη συμβαντολογική αφήγηση της πορείας του Αλεξάνδρου άλλοτε είναι περιγραφές τόπων και τοπίων που υπάρχουν και στην ιστορική αφήγηση του Αρριανού και άλλοτε είναι μυθολογικά στοιχεία και πληροφορίες για πρόσωπα που  η εγνωσμένη  αρχαιομάθεια του συγγραφέα θεωρεί απαραίτητα.

Όντως  είναι ένα απολαυστικό και πολύτιμο ανάγνωσμα. Από τον πρώτο στίχο σου έρχεται στο μυαλό ο ρυθμός και η μελωδία του δημοτικού μας τραγουδιού «Μακεδονία ξακουστή…

Ο συγγραφέας με μαεστρία ζωηρότητα και φυσικότητα περιγράφει την εκστρατεία εκείνη «όπου η ζωή ανά δευτερόλεπτο εναλλάσσεται με το θάνατο και δύσκολα η τόλμη  διαζευγνύεται  από την αποκοτιά». (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις σχόλια Γ. Αθ. Ράπτη, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ). Περιγράφει  παραστατικά καταλήψεις περιοχών, αναπτυξιακά έργα παγκόσμιας διάστασης, επιχωματώσεις, τους πετροκόπους, ναυπηγήσεις πλοίων, κατασκευές γεφυρών, δενδροτομήσεις, ριψοκίνδυνες  επελάσεις, μολυσμένα νερά, νόσους, ανακωχές, διαπραγματεύσεις, γάμους αλλά και  προδοσίες, αντιζηλίες, σκληρούς τραυματισμούς «διαμπάξ» (= απ’ άκρον εις άκρον), θανάτους, πένθη.

Ως σκηνοθέτης και εικονοπλάστης ο Κ. Ζαχαρενάκης  ζωντανεύει  μπροστά μας  τις πορείες των στρατευμάτων  μέσα  από ορμητικά πλατιά  ποτάμια, από παλίρροιες, από λίμνες, από βουνά, χαράδρες και φαράγγια, από ρέματα και χειμάρρους  με βροχές, βροντές και πάταγο, με ανέμους και νεροποντές.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι για την περιγραφή της μάχης του Γρανικού το 334 π.Χ τη συγκλονιστικότερη των αιώνων  γιατί πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο βασιλιάς ενός λαού, ο Αρριανός αφιερώνει 176 στίχους  και ο συγγραφέας του έπους Αλεξάνδρου αφιερώνει 176 στίχους επίσης. Την ακριβολογία της έκφρασης εξάλλου και το σεβασμό στο αρχαίο κείμενο επιβεβαιώνουν οι στίχοι:

«Και ην μεν από των ίππων  η μάχη,

πεζομαχία δε μάλλον τι εώκει….» (Αρρ. Αλεξ. Ανάβασις  βιβλ.1. κεφ. 15)

Η μάχη μπρος το Γρανικό θυμίζ’ ιππομαχία

μα ήταν πάνω στ’ άλογα σωστή πεζομαχία (Έπος Αλεξάνδρου Κ.Ζ. στίχοι 733-734)

Και αλλού:

Αποπέμπει δε και ες Αθήνας τριακοσίας πανοπλίας  περσικάς ανάθημα είναι τη Αθηνά εν πόλει και επίγραμμα επιγραφήναι εκέλευσε  τόδε: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων  των την Ασίαν κατοικούντων.

(Αρρ. Αλεξ. Ανάβασις βιβλ.1 κεφ. 16)

Τις πανοπλίες έστειλε στην Αθηνά τριακόσιες

απ’ των Περσών τα σώματα κι ασπίδες άλλες τόσες

εδιάταξε κι επίγραμμα ετούτο δω να στέλνουν:

Αλέξανδρος του Φίλιππου κι οι Έλληνες στα φέρνουν. (Έπος Αλεξ. Κ.Ζ στίχοι 763-766)

Με την ίδια πιστότητα, χωρίς να αλλοιώνει το αρχαίο κείμενο μεταφέρει την ομιλία του Μ. Αλεξάνδρου στη σύσκεψη των στρατηγών και εταίρων του πριν την κατάληψη της Τύρου. Ο Αλέξανδρος με μια σημαντική ανάλυση της «διεθνούς κατάστασης» προσπαθεί να τους πείσει για τη σημασία της κατάληψης της Τύρου, του μεγαλύτερου τότε  ναυτικού και εμπορικού κέντρου στη Φοινίκη και μόνιμου αιμοδότη του πολεμικού ναυτικού των Περσών. (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις σχόλια Γ. Αθ. Ράπτη εκδ. ΖΗΤΡΟΣ).

«Άνδρες  φίλοι  και ξύμμαχοι  ημίν  ούτε την επ’ Αιγύπτου πορείαν ασφαλή ορώ θαλασσοκρατούντων Περσών… του Ευφράτου γην» (Αρρ. Αλεξ. Ανάβ. Βιβλ.2 κεφ. 17)

Ακούσετέ με όλοι!

Οι φίλοι μου και σύμμαχοι να δούμε τι θα γίνει

μ΄αυτή την πόλη που τολμά την  πόρτα να μας κλείνει

Δε βλέπω να’ χουμ’ ασφαλή στην Αίγυπτο πορεία

όταν οι Πέρσες έχουνε θαλασσοκρατορία.

Με Φοίνικες και Κύπριοι εκείνοι μας κρατούνε

και στην Ελλάδα πιθανό να μας επιτεθούνε.

Βοήθεια θα πάρουνε κι από τους Σπαρτιάτες

κι Αθηναίοι φαίνεται πως είναι διπλωμάτες.

Όσο βρισκόμαστε κοντά κανείς δε θα τολμήσει,

μα σαν βρεθούμε μακριά ποιος θα τους συγκρατήσει;

(Έπος Αλεξ. Κ.Ζ στίχοι 2400-2432)

Όντως βαθύς μελετητής  της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας καταφέρνει να συμπυκνώσει σε 32 στίχους την ομιλία του Αλεξάνδρου, την οποία ο Αρριανός μνημονεύει σε 34 στίχους.

Η παράθεση των παραπάνω στίχων φανερώνει την υπευθυνότητα με την οποία μελέτησε το αρχαίο κείμενο ο συγγραφέας, το οποίο ως γνωστό είναι διαιρεμένο σε επτά βιβλία. Δικαιολογείται λοιπόν η έκταση αυτού του πονήματος, που διαβάζοντάς το αισθάνεσαι τη δημιουργική πνοή του δημιουργού. Αισθάνεσαι την ανάγκη του να ζωντανέψει, να εκλαϊκεύσει το μύθο του Μ. Αλεξάνδρου και την εικόνα που έδωσε ο Αρριανός, ο μόνος έγκυρος, για τον Αλέξανδρο. Έναν νέο 20 ετών που στους ώμους του έπεσε ένα βαρύ φορτίο. Να συνεχίσει το μεγαλεπήβολο έργο του πατέρα του Φιλίππου Β΄ δηλ. να ενώσει όλους τους  Έλληνες σε κοινό αγώνα κατά των Περσών. Σχέδιο που συνέλαβε ο Φίλιππος Β΄αλλά ο βίαιος θάνατος του  δεν τον άφησε να το εφαρμόσει. Τα προτερήματα λοιπόν  και τα ελαττώματα αυτού του νέου, δικαιολογημένα ή όχι, καταγράφονται μέσα σε αυτό το έργο και καλό είναι να τα γνωρίζουν οι Νεοέλληνες  ώστε να μην πέφτουν θύματα της διαστρέβλωσης και της προπαγάνδας από τα πάσης φύσεως ΜΜΕ.

Ως  εκ τούτου θεωρώ άξια αναφοράς  τα παρακάτω χωρία λόγω της ενυπάρχουσας αυταξίας τους.

α) Το χωρίο  όπου μας θυμίζει ο Αρριανός- από τα… ανέκδοτα  ζωής του Αλεξάνδρου – τη συνάντηση του Αλεξάνδρου με το Διογένη το Σινωπέα, τον κυνικό φιλόσοφο (404-323 π Χ) στον Ισθμό της Κορίνθου (Αρρ. Αλεξ. Ανάβασις  βιβλ.7. κεφ. 2) και που στο έπος Αλεξάνδρου έχει ως εξής:

Εδώ θυμάται Αρριανός και για το Διογένη

που σε πυθάρι τ’άρεσε μονίμως για να μένει

Ο βασιλιάς πλησίασε και θα τον ερωτήσει

αν έχει κάτι στο μυαλό για να του το ζητήσει

Εζήτησ’ ο φιλόσοφος να πάνε παραπέρα

αυτός κι αυτοί, μην του στερούν το φως που δίν’ η μέρα

Εθαύμασ’ ο Αλέξανδρος το γέρο εβδομηντάρη

δυο λόγια του ‘ταν αρκετά το μάθημα να πάρει  (Έπος Αλεξ. Κ.Ζ στίχοι 9311-9328).

β) Το χωρίο όπου ο Αρριανός δίνει την πληροφορία ότι  όταν ο Αλέξανδρος μπήκε τελικά στη Βαβυλώνα, πήγαν και τον συνάντησαν πρεσβείες από την  Ελλάδα, προφανώς για να τον συγχαρούν για τις τόσες νίκες του. Εκείνος λοιπόν αφού τους δεξιώθηκε  τους παρέδωσε για να πάρουν  μαζί τους όσους ανδριάντες  ή όσα αγάλματα  ή κάποιο άλλο αφιέρωμα  είχε πάρει ο Ξέρξης μαζί του ( 480 π.Χ) στη Βαβυλώνα ή στις Πασαργάδες ή στα Σούσα ή σε οποιοδήποτε  άλλο μέρος της Ασίας. Έτσι επέστρεψαν πίσω  στην Αθήνα τα χάλκινα αγάλματα  του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – σύμβολα του τέλους της τυραννίας- και το άγαλμα της καθήμενης Κελκέας  Άρτεμης. (Αρρ. Αλεξ. Ανάβασις  βιβλ.7. κεφ. 19) .

Από παντού τ’ αγάλματα που ο Ξέρξης είχε κλέψει

εφρόντισ’ ο Αλέξανδρος και τα’χενε  μαζέψει .

Στις πόλεις που τα χάσανε αμέσως τα γυρίζει

κι η καθεμιά χαρούμενη θα τονε μακαρίζει.

Αρμόδιου – Αριστογείτονα- τ’ αγάλματα γυρίσαν

και στην Αθήνα πήγανε να μπούν εκεί που ήσαν.

(Έπος Αλεξ. Κ.Ζ στίχοι 1195-1200)

γ) Το χωρίο όπου ο Αρριανός εκφράζει  την προσωπική του εκτίμηση για τον Αλέξανδρο όταν ετοιμαζόταν να υποδουλώσει την περιοχή της Σαουδικής  Αραβίας.

«Το δε αληθές, ως γέ μοι δοκει, άπληστος ην

του κτασθαι τι αεί Αλέξανδρος»

(Αρρ. Αλεξ. Ανάβ. Βιβλ.7 κεφ. 19)

Κατά τη γνώμη τ’ Αρριανού δεν είν’ αυτό αιτία

μόνο ( το κτάσθαι τι αεί) που λέγετ’ απληστία.

(Έπος Αλεξ. Κ.Ζ στίχοι  10247-10248 )

Τέλος επειδή σ’αυτό το βιβλίο – δώρο καρδιάς του συγγραφέα- αρκετά χωρία έχουν μια αυτοτέλεια  όπως π.χ ο εμψυχωτικός λόγος του Αλεξάνδρου στους Μακεδόνες όταν εκείνοι καταπονημένοι  ήθελαν να γυρίσουν  πίσω, η περιγραφή του Βουκεφάλα, η περιγραφή του Αλέξανδρου κ.τ.λ. ευχής έργο είναι να αξιοποιούνται  μουσικά, δραματικά… από τολμηρούς και ευφάνταστους δημιουργούς ώστε να τροφοδοτείται  συνεχώς η ιστορική μας γνώση και να μην… τραμπαλίζεται!

* Η  Μαρία Μηλιαράκη είναι συνταξιούχος φιλόλογος