Τους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε έναν απίστευτο κατήφορο όσων ασχολούνται με την διαμόρφωση των τιμών στον χώρο της διατροφής.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους “διαμορφωτές” έχουν βάλει μόνιμα και προκλητικά στο στόχαστρό τους την τιμή του ελληνικού ελαιολάδου, που η συγκυρία τό ΄φερε πέρυσι να σπάσει για λίγο το “φράγμα” των τριών ευρώ και να πουληθεί σε αξιοπρεπείς για τους ελαιοπαραγωγούς τιμές, φτάνοντας μέχρι και τα 9 με 10 ευρώ.
Με τις ευλογίες, δυστυχώς, και των αρμοδίων κυβερνητικών παραγόντων, εξαπολύθηκε από την περασμένη άνοιξη ένας απηνής διωγμός εναντίον του παραδοσιακού μας προϊόντος, με αιχμή του δόρατος μια άνευ προηγουμένου λαϊκίστικη εκστρατεία, που ήθελε το ελαιόλαδο να… πρωταγωνιστεί στην ακρίβεια των τροφίμων(!) και απαιτούσε την άνευ όρων υποχώρηση της τιμής του στα γνωστά “φυσιολογικά” επίπεδα, δηλαδή σε τιμή που θα καταστήσει εντελώς ασύμφορη την καλλιέργεια της ελιάς και την παραγωγή του προϊόντος.
Κάποιοι αγροτοσυνεταιριστές προσπάθησαν να ψελλίσουν κάτι απέναντι στην άθλια και άδικη αυτή εκστρατεία, όμως η αδύναμη φωνή τους πνίγηκε μέσα στις λυσσώδεις κραυγές των λαϊκιστών, που είχαν και εξακολουθούν να έχουν το πάνω χέρι στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Έτσι, οι περισσότεροι καταναλωτές συντάχθηκαν με τους τελευταίους και εν μέρει πίστεψαν την ψευδέστατη εικόνα που προβλήθηκε, ότι δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό της ακρίβειας των τροφίμων οφείλεται δήθεν στο… λάδι, και γι’ αυτό έπρεπε πάση θυσία να υποχωρήσει η τιμή του!…
Δεν βρέθηκε ούτε ένας σοβαρός παράγοντας της αγοράς να αντιπαραθέσει σ΄ αυτό το ψέμα την αλήθεια, ότι δηλαδή το ελαιόλαδο, και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να επηρεάσει προς τα πάνω τις τιμές των τροφίμων, αφού ακόμα και μια πολυμελής οικογένεια καταναλώνει το πολύ ένα κιλό ελαιολάδου την εβδομάδα.
Όμως, η πραγματικότητα της αγοράς δεν μπορεί να αλλοιωθεί, όσο κι αν προσπαθούν να την παραχαράξουν τα γνωστά και άγνωστα λαμόγια που την εκμεταλλεύονται. Έτσι, οι καταναλωτές έφθασαν στο σημείο να βλέπουν άλλα προϊόντα, αγροτικά, κτηνοτροφικά ή επεξεργασμένα, να πωλούνται στο “ράφι” σε τρελές και εντελώς αδικαιολόγητες τιμές, που από ένα σημείο κι ύστερα προκαλούν την κοινή λογική.
Φτάσαμε στο σημείο να βλέπουμε ένα κιλό φρέσκιες φασόλες να πωλούνται ακριβότερα από ένα κιλό ελαιόλαδο. Έξι και πλέον οι φασόλες, πέντε το ελαιόλαδο. Ή ακόμη, έξι και επτά ευρώ το κιλό τα άγρια χόρτα εποχής, ακριβότερα κι αυτά από το ελαιόλαδο, κι ας μην απαιτούνται έξοδα για την παραγωγή τους.
Ούτε κλαδέματα θέλουν τα χόρτα κι οι φασόλες, ούτε λιπάσματα, ούτε ψεκάσματα, ούτε ακριβά εργατικά για την συγκομιδή τους.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι λόγοι, που θα έπρεπε να είχαν κάνει τουλάχιστον πιο προσεκτικούς, όσους κινούν την εκστρατεία κατεδάφισης των τιμών του ελαιολάδου. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τα ισχύοντα στην γειτονική Ιταλία, που ανέκαθεν εξασφάλιζε πολύ ακριβότερες τιμές στους ελαιοπαραγωγούς της.
Θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε και να αναλύσουμε πολλούς επιπλέον λόγους που αποδεικνύουν πόσο άδικα και πόσο ανόητα συμπεριφέρονται οι διαβόητοι “διαμορφωτές” των τιμών, που απειλούν να μετατραπούν σε νεκροθάπτες της ελαιοκαλλιέργειας.
Όμως, δεν έχουμε καμία διάθεση να ανοίξουμε διάλογο μαζί τους. Το μόνο που έχουμε σήμερα να τους πούμε, είναι να πάψουν να προκαλούν με την ζημιογόνα τακτική τους. Αν δεν μπορούν ή δεν θέλουν να βοηθήσουν τους ελαιοπαραγωγούς, ας τους αφήσουν να παλεύουν με τα προβλήματά τους.
Ας αφήσουν την αγορά να καθορίσει αντικειμενικά και δίκαια την τιμή του ελαιολάδου, που μόνο θετική παρουσία είχε και έχει στην εθνική και την αγροτική οικονομία της χώρας μας.