Τώρα που κατακάθισε η σκόνη για την εκκένωση του Ευαγγελισμού, θα ήταν χρήσιμο να γραφτούν κάποιες σκέψεις που να υπενθυμίζουν το αυτονόητο. Ασφαλώς και στους καιρούς μας, οι δημόσιοι χώροι, ιδίως αν αυτοί είναι εμβληματικοί, δεν προσφέρονται για επαναστάσεις διαρκείας. Από την κλασική πόλη-κράτος της αρχαιότητας μέχρι και τις σημερινές κοινωνίες, η έννοια της οργάνωσης των ανθρώπων σε κράτος ήταν η πρώτη αυτονόητη υποχρέωσή τους. Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής προϋποθέτει κανόνες, πειθαρχία και λειτουργίες μέσα από θεσμούς. Εκτός από τον Πλάτωνα στους Νόμους του, το είχε γράψει και ο Χομπς στο «Λεβιάθαν», που αποτέλεσε ένα από τα πρώτα δείγματα του Κοινωνικού Συμβολαίου, την εποχή περίπου που ξεκίναγε ο εικοσαετής Κρητικός Πόλεμος στο Χάνδακα.
Ειδεμή οι κοινωνίες θα ήταν καταδικασμένες στον πόλεμο όλων εναντίον όλων και οι πάντες θα τρώγαμε τις σάρκες μας αναμεταξύ μας. Το κράτος θα αντικαθιστούνταν από το παρακράτος και η κοινωνία θα γινόταν μια απέραντη ζούγκλα. Δεν ανακαλύπτουμε λοιπόν εν έτει 2023 την Αμερική για να υπεραμυνθούμε κοινωνικών ομάδων που διαβιούν σε βάρος της οργανωμένης ζωής. Σίγουρα και εμπεριέχει πολλή ουτοπία η άποψη ότι «οι καταλήψεις δεν είναι απλά κτήρια, αλλά τρόπος για ζωή μέσα στην καπιταλιστική βαρβαρότητα» από συμπαθείς συμπολίτες μας που προσπάθησαν να ιδεολογικοποιήσουν την εικοσαετή και πλέον αυθαίρετη παραμονή τους στο ιστορικό και εμβληματικό κτίριο της πόλης, ιδιοκτησία σήμερα του ανώτατου πνευματικού Ιδρύματος του νησιού μας.
Δεν μπορώ να υποψιαστώ τη λογική που οι τρεις συμπολίτες μας γιατροί αμέσως μετά την κατοχή και το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, όταν αγόρασαν και μετέτρεψαν το πρώην γερμανικό στρατιωτικό νοσοκομείο, σε γενική κλινική για τους Ηρακλειώτες, την ονόμαζαν σε «Ευαγγελισμό». Σίγουρα θα είχαν στο νου τους ότι «Ευαγγελισμός» σημαίνει την αναγγελία μιας χαρμόσυνης είδησης, λέξη ελκόμενη από το Ευάγγελος (ευ+άγγελος < αγγέλω), δάνεια του θρησκευτικού όρου προερχόμενου του ίδιου από τον Όμηρο. Υποψιάζομαι ότι θα ήθελαν να σηματοδοτήσουν ότι η πρώην γαλλική σχολή καλογραιών και μετέπειτα σανατόριο των κατακτητών, θα γίνονταν ένας «ευ-άγγελος» στο χώρο της ιατρικής και της υγείας για τους Ηρακλειώτες.
Κατά κοινή ομολογία, η παρελθούσα εικοσαετία που το κτίριο ευρισκόταν σε διαρκή κατάληψη από ομάδες συμπολιτών μας του περιθωριακού χώρου, είναι ένα μακρό χρονικό διάστημα. Η παρουσία τους δεν ήταν και τόσο ηχηρή, όσο τα – ομολογώ – επιχειρήματά τους για την Κοινωνία που πληροφορήθηκα από τον ιστότοπό τους μετά την επέμβαση της αστυνομίας τον περασμένο Σεπτέμβριο, και που μου θυμίζουν έντονα τις στροφές από τη «Διαθήκη» του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού. Με μια διαφορά: Εκείνος χρησιμοποίησε την πένα και τα στιχάκια του για να διαμαρτυρηθεί για την αδικία γύρω μας. Δεν ταμπουρώθηκε αυθαίρετα σε ένα δημόσιο μνημειακό κτίριο για να δείχνει το αζιμούθιο σε μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Εν ολίγοις η απόφαση για την εκκένωση του Ευαγγελισμού στα πλαίσια ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού για απελευθέρωση κτιρίων που τελούσαν πανελλαδικά υπό μακροχρόνιες καταλήψεις από ομάδες του περιθωριακού χώρου, ήταν μια επιβεβλημένη ενέργεια που ήρθε να σκάσει στα χέρια της παρούσας Πρυτανικής Αρχής του Πανεπιστημίου Κρήτης (Π.Κ.). Προφανώς και το Π.Κ. δεν μπορούσε να εξακολουθεί να κλείνει τα μάτια και τα αυτιά του, σε όσα έκνομα συνέβαιναν συστηματικά σε ένα μνημειακό συγκρότημα ιδιοκτησίας του στην καρδιά της πόλης.
Δυστυχώς για δύο δεκαετίες άτομα που κατέχουν ή κατείχαν δημόσια αξιώματα και θέσεις κλειδιά στη δημόσια διοίκηση, βαρύνονται με παραλείψεις, καθώς απεκδύονταν των ευθυνών τους απέναντι στη συστηματική και κατ’ εξακολούθηση βεβήλωση ενός μνημειακού κτιρίου. Συνειδητά απέφευγαν να βγάλουν εκείνοι τα κάστανα από τη φωτιά, από ένα ιστορικό κτίριο που στοίχειωνε στην καρδιά της πόλης. Κάποιοι ή κάποιες απ’ αυτούς που είχαν ενδυθεί τη μπούργκα της αδιαφορίας και του λαϊκισμού για να μη βλέπουν την πραγματικότητα επειδή δεν τους βόλευε, μέσα από την αριστερόστροφη και επιπλέουσα λογιοσύνη τους, σήμερα βγήκαν ανερυθρίαστα και προκλητικά για να πουλήσουν φτηνή εκδούλευση, αφήνοντας υπαινιγμούς και κατηγορώντας ευθέως τον ίδιο τον Πρύτανη του Π.Κ. επειδή έπραξε το αυτονόητο καθήκον του. Κάνοντάς το μάλιστα με όρους υπό την επικράτεια του φόβου, όχι μόνο με υπαινιγμούς αλλά και ευθείες αναφορές εναντίον του, σε σύμπλευση με άλλους προσδιοριζόμενους ως κήνσορες υπεράσπισης των εξεγερμένων.
Ο μακροχρόνιος φόβος ήταν αυτός που έφερε την ανοχή και η ανοχή εκείνη που διαιώνισε και εδραίωσε το φόβο. Τούτο το απόστημα έπρεπε να σπάσει. Η επιβολή απόψεων περιθωριακών ομάδων δια της βίας δεν μπορούσε να γίνει άγραφος νόμος της κοινωνίας, εγκαθιδρύοντας ένα άτυπο καθεστώς ομηρίας του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της Κρήτης και του Πρύτανή του. Η στοχοποίηση, οι ανοίκειες επιθέσεις, η χυδαία διαπόμπευση του πανεπιστημιακού κύρους μέσα σ’ ένα νεφέλωμα φόβου και απειλών δεν προσιδιάζει σε μια σύγχρονη κοινωνία που βασίζεται σε κανόνες δικαίου. Ο Πρύτανης του Π.Κ. υπερασπίστηκε ως όφειλε επαρκώς, με ευθύτητα, γενναιότητα και το κύρος που τον διακρίνει, χωρίς περιστροφές τη νομιμότητα και την ακαδημαϊκή περιουσία του Ιδρύματος η οποία είναι προορισμένη για άλλους σκοπούς και όχι για μπαλκόνι ή πάλκο εξεγέρσεων.
Η συντριπτική πλειονότητα της Κοινωνίας και της Ακαδημαϊκής Κοινότητας στηρίζουν αυτούς τους στόχους και συμπλέουν με αυτές τις βουλές. Η βία, η απειλή χρήσης βίας, η κατάληψη δημόσιου χώρου ή οι νησίδες παραβατικότητας σε βάρος άλλων για την προώθηση οποιονδήποτε διεκδικήσεων ή αιτημάτων, δεν θα γίνουν ποτέ αποδεκτές από μια συντεταγμένη Κοινωνία. Η επιστροφή ξανά μετά από πολλά χρόνια απουσίας, στην απόλυτη κυριότητα και έλεγχο το Π.Κ. του εμβληματικού αυτού κτιρίου στην καρδιά του Ηρακλείου, η ανακαίνιση και η αποκατάστασή του ως ενός ιστορικού τοπόσημου και πολυχώρου με νέες δράσεις πολιτισμού και εκπαίδευσης θα συμβάλει ανεπιφύλακτα σε μια γενναία και επιβεβλημένη αναβάθμιση της ίδιας της πόλης που έχει δώσει στο παρελθόν πάμπολλα διαπιστευτήρια στο πνεύμα. Με λίγα λόγια το ιστορικό κτίριο θα γίνει ξανά ένα σύμβολο, ένας «ευ-άγγελος» για το μέλλον.