Η τροπή που πήρε στη Βουλή η ψήφιση του νομοσχεδίου για την λεγόμενη επιστολική ψήφο κατέδειξε ότι ορισμένα αρνητικά μεταπολιτευτικά σύνδρομα παραμένουν ακόμη ζωντανά, όπως οι μικροκομματικές τακτικές και η δυσανεξία στις πολιτικές συγκλίσεις.
Το ιστορικό της υπόθεσης είναι λίγο πολύ γνωστό. Αφού είχε εκδηλωθεί σαφής υποστήριξη από τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης υπέρ του νόμου που θα επιτρέψει σε χιλιάδες συμπατριώτες μας στο εξωτερικό να συμμετάσχουν στις ευρωεκλογές, η κυβέρνηση θεώρησε ότι είχε διαμορφωθεί μια άνετη πλειοψηφία, άνω των 200 ψήφων, για να νομοθετηθεί το ίδιο και για τις εθνικές εκλογές. Το μόνο ίσως μεμπτό σε αυτό ήταν ότι η κίνηση του υπουργείου Εσωτερικών άργησε ως προς την διαδικασία. Ωστόσο, αυτό είναι δευτερεύον.
Το μείζον ήταν η δυνατότητα στους απόδημους Έλληνες να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές. Ένα μέτρο που, κατά κοινή ομολογία, έχει αργήσει δεκαετίες, καθώς, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, δεν διαμορφώνονταν διευρυμένες πλειοψηφίες. Και μόνον αν αναλογιστούμε το «σίριαλ» που παρακολουθούμε από το 2019, καθώς ψηφίζουμε με «δόσεις» το ίδιο νομοσχέδιο (νόμος Θεοδωρικάκου, νομοσχέδιο Βορίδη, το καλοκαίρι πρώτος νόμος Κεραμέως-Λιβάνιου) αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της δυστοκίας συμφωνίας για το αυτονόητο.
Γιατί ασφαλώς δεν είναι παρά αυτονόητο οι Έλληνες του εξωτερικού να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στις εθνικές εκλογές. Προσοχή, δεν μιλούμε για κάποιους που θα γραφτούν στους εκλογικούς καταλόγους, αλλά για τους ήδη εγγεγραμμένους. Που σημαίνει ότι, όποτε γίνονται εκλογές, και μπορούν να έλθουν στην Ελλάδα, ψηφίζουν χωρίς κανένα κώλυμα.
Μακάρι αυτήν την επιλογή να την έκαναν όλοι. Όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι μεγάλες αποστάσεις, το οικονομικό κόστος, η έλλειψη χρόνου δεν επιτρέπουν στη συντριπτική πλειοψηφία των αποδήμων μας να κάνει αυτό το ταξίδι. Δύσκολη αποδείχθηκε στις πρόσφατες εκλογές και η μετάβαση στα λιγοστά εκλογικά τμήματα που είχαν στηθεί σε χώρες του εξωτερικού. Η επιστολική ψήφος, λοιπόν, λύνει τα χέρια σε όποιον πραγματικά επιθυμεί να συμμετέχει. Όπου και αν βρίσκεται. Με μια ψήφο που, σύμφωνα με την τροπολογία του υπουργείου Εσωτερικών, θα καταλογίζεται στα συγκεντρωτικά της επικράτειας ενός κόμματος. Ένα μέτρο δίκαιο και εύστοχο.
Εξάλλου, δεν ανακαλύπτουμε εμείς την Αμερική. Ανάλογες δυνατότητες εκλογικής συμμετοχής από καιρό λειτουργούν σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο. Εμείς, ωστόσο, και σε αυτό το πεδίο συνεχίζουμε να μένουμε ουραγοί. Αν και θα έπρεπε να τρέχαμε. Γιατί τα τελευταία 15 χρόνια λόγω της κρίσης έχει φύγει από τη χώρα ένα τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό, κυρίως νέοι άνθρωποι, προς άγραν εργασίας. Έτσι, πλάι στους παλαιούς απόδημους, έχουμε και μια κρίσιμη νέα ομάδα μεταναστών, που διατηρούν διαρκείς σχέσεις με την πατρίδα.
Πρόκειται για ενεργούς πολίτες, που προσδοκούμε σύντομα, με την οικονομική ανάπτυξη, να τους δεχθούμε και πάλι πίσω. Αυτοί οι συμπολίτες μας, λοιπόν, όπως και οι χιλιάδες φοιτητές μας σε διάφορες χώρες, κυρίως της Ευρώπης, πρέπει να είναι παρόντες στα κρίσιμα εκλογικά ραντεβού της χώρας, και κυρίως στις εθνικές εκλογές. Για να μην ερχόμαστε πάλι και να μιλάμε για υψηλά ποσοστά αποχής και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτό το φαινόμενο για την Δημοκρατία. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου μάλιστα ο πρόεδρος προέρχεται από τους απόδημους, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, δεν έλαβαν τίποτε από όλα αυτά υπόψη τους.
Αντιθέτως, «ανέκρουσαν πρύμναν» και καταψήφισαν εντέλει συνολικά το νομοσχέδιο, χωρίς να εξηγήσουν ποια η διαφορά των εθνικών εκλογών από τις ευρωεκλογές, για τις οποίες αρχικώς συναινούσαν για την επιστολική ψήφο! Έτσι, μπορεί μεν με τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας η επιστολική ψήφος να είναι πλέον νόμος του κράτους, αλλά για τις εθνικές εκλογές η ευκαιρία χάθηκε για μια ακόμα φορά. Τώρα περιμένουμε πάλι για νέα ευνοϊκή συγκυρία, που ελπίζουμε να μην αργήσει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οφείλουμε όλοι να αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα φέτος συμπληρώνει αισίως 50 χρόνια ομαλού κοινοβουλευτικού βίου.
Και αυτή η συνθήκη πρέπει να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση που έχουμε για τη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Είναι καιρός πια να ξεφύγουμε από τις άγονες αντιπαλότητες και, όπου υπάρχει πραγματική σύγκλιση, να τολμούμε ως πολιτικές δυνάμεις να συμφωνούμε με μοναδικό γνώμονα το καλό του τόπου.
*Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός