Το απόγευμα με τον Αλέξη, φρέσκο συνταξιούχο αξιωματικό, επισκεφθήκαμε τον Μένιο στο εξοχικό του στον Ωρωπό Αττικής. Ήταν μόνος. Η γυναίκα του, η κυρία Καλυψώ – Κάλια προτιμά να την φωνάζουν – είχε πάει από την προηγούμενη μέρα στην Αθήνα, για να επισκεφθεί την κομμώτριά της, να χτενιστεί και να καλλωπισθεί. Είχαν τελειώσει και τα φάρμακά της και έπρεπε να της γράψει ο γιατρός καινούργια. Και ακόμη δεν είχε επιστρέψει.

Τον Μένιο τον βρήκαμε αδυνατισμένο. Πέφτανε κυριολεκτικώς τα παντελόνια του από την αδυναμία. Είχε μαγειρέψει φασόλια. Είχε φάει, και τώρα πονούσε η κοιλιά του. Μας έδειξε δυο καρέκλες και ευγενικά μας πρότεινε να καθίσομε. Εγώ κάθισα. Ο Αλέξης στεκόταν όρθιος, προς το παρόν, κορδωμένος, ντρέτος ,σαν να είχε καταπιεί μπαστούνι. Περιεργαζόταν το εξοχικό του Μένιου, σαν να έκανε επιθεώρηση σε στρατιωτικό θάλαμο. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο, καινουργιοχτισμένο, καθαρό – μύριζε ακόμη ασβέστη – αλλά αφόρητα ζεστό τώρα το καλοκαίρι.

– Έχουμε και κουνούπια το βράδυ, μας είπε ο Μένιος.

– Να βάλετε κλιματιστικό, συμβούλεψε ο Αλέξης.

Το δωμάτιο είχε έναν πάγκο κουζίνας, ένα τραπέζι, στην γωνία ένα διπλό κρεβάτι, στην άλλη γωνία εικονίσματα κρεμασμένα στον τοίχο με αναμμένο καντηλάκι, μια τηλεόραση, ένα μικρό ψυγείο, μια εστία για μαγείρεμα με πετρογκάζ. Η τουαλέτα είναι εξωτερική. Έξω έχει κήπο, με ντοματιές, με πιπεριές… και με δέντρα, και αρκετό χώρο για άλλα δωμάτια μελλοντικώς. Ο Αλέξης βλέποντας τους μορφασμούς του Μένιου (δυο φορές χρειάστηκε να πάει στην τουαλέτα), παρατήρησε.

– Καλοκαιριάτικα, φασόλια βρήκες να μαγειρέψεις….

– Τα μαγείρεψα με καρότα και πολύ σέλινο. Μου αρέσουν.

– Λείπει και η Καλυψώ, παρατήρησα εγώ.

– Δεν βαριέσαι… μουρμούρισε ο Μένιος. Όταν είναι εδώ η γυναίκα μου, κουράζομαι περισσότερο. «Μένιο, το τηλέφωνο! Δες ποιος είναι. Αν είναι η Μαρία, πες ότι λείπω. Είναι πολυλογού. Την βαριέμαι». «Μένιο, έλα να τραβήξεις την καρέκλα να σκουπίσω από κάτω». «Μένιο, το κουδούνι! Πήγαινε να ανοίξεις την πόρτα». «Πήγαινε τα σκουπίδια στον κάδο απορριμμάτων». «Ανέβα να ποτίσεις την ταράτσα με το λάστιχο. Κάνει πολλή ζέστη. Θα σκάσουμε απόψε». Σήκω-κάτσε είμαι συνεχώς.

Εγώ ήξερα ότι η Καλυψώ είναι αυταρχική και ιδιότροπη. Η συμπεριφορά της προς τον Μένιο είναι απαξιωτική. Και όμως, αν την άκουγες να μιλά σε ξένους, θα έλεγες « Ποπό! Τι χρυσή γυναίκα είναι αυτή!»

Βράδιαζε, και ο Μένιος μάς πήρε να πάμε σε ένα ωραίο ταβερνάκι, μέσα σε ωραιότατο κήπο, στην παραπέρα παραλία, να φάμε εκεί βραδινό. Πριν φύγομε, πότισε μια κληματαριά, που είχε φυτέψει πρόσφατα.

– Θα κάνει νόστιμα σταφύλια. Είναι καλή ράτσα, έλεγε ποτίζοντας.

Ήταν δροσερά στο ταβερνάκι. Παραγγείλαμε και συζητούσαμε. Σε λίγο ήρθε με ταξί και η Καλυψώ.

– Καλέ, εδώ είστε;

Διαχυτική, μας αγκάλιασε και (παρά τον κορονοϊό) μας φίλησε. Τα μαλλιά της μύριζαν φρέσκια λακ.

– Μένιο, γιατί δεν μου τηλεφώνησες να μου το πεις; επέπληξε τον φίλο μας.

Από τα νότια ερχόταν πότε πότε μια μυρωδιά καμένων δέντρων από τις πρόσφατες πυρκαγιές. Φάγαμε, ήπιαμε και γλυκό κρασί. Ο Μένιος δεν ήπιε. Ήταν πειραγμένο το στομάχι του από τα φασόλια. Και μιλήσαμε για διάφορα, ιδίως για την συμπεριφορά του Τσίπρα στην συζήτηση στην Βουλή για τις πυρκαγιές.

– Εκμεταλλεύεται αναιδώς την ευκαιρία να κερδίσει ψηφοφόρους, έλεγε ο Αλέξης.

Ο Αλέξης είναι μητσοτακικός. Η ώρα πέρασε.

-Ώρα να πηγαίνομε, είπε ο Αλέξης. Σε λίγο ξεκινάει για Αθήνα το λεωφορείο της γραμμής.

Αποχαιρετιστήκαμε και φύγαμε.

-Ωραία φάγαμε, ωραία περάσαμε, μουρμούρισε μέσα στο λεωφορείο ο Αλέξης, ο συνταξιούχος αξιωματικός.

Εγώ σκεφτόμουν τον φουκαρά τον Μένιο.