Στο χωριό, στην Μεσαρά, Κυριακή απόγευμα,  στην αυλή του σπιτιού του Νίκου συναντηθήκανε. Οι γυναίκες αγκαλιάστηκαν  και άρχισαν τα φιλιά: ματς  μουτς…

– Ε! κοροναϊός! Τι κάνετε!  φώναζε ο Αυγερινός.Και ύστερα, αφού καθίσανε, άρχισε να σχολιάζει.

– Δυστυχώς  δεν προσέχουμε. Φορούμε τις μάσκες κάτω από τα ρουθούνια, ενώ πρέπει να σκεπάζεται και η μύτη, χρησιμοποιούμε την ίδια μάσκα μια ολόκληρη εβδομάδα, συνωστιζόμαστε… Και τα κρούσματα πληθαίνουν. Γι’  αυτό έφυγα κι εγώ από το Ηράκλειο…

– Αλήθεια, Αυγερινέ, τώρα πού κάθεσαι;  ρώτησε η Βούλα.

Ο Αυγερινός  (είναι γεροντοπαλίκαρο) την οίταξε με απορία.

– Στην καρέκλα…

– Καλέ, εννοώ πού μένεις, πού κατοικείς…

– Εδώ, στο χωριό…

– Όμως κι εμείς τώρα εδώ δεν φορούμε μάσκες.

– Εδώ είναι χώρος ανοιχτός. Είμαστε έξω. Και κρατάμε αποστάσεις.

Είχαν καθίσει, μια παρέα εφτά άτομα, αραιά, γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι κάτω από τον παχύ ίσκιο που έριχναν η πελώρια συκιά και η μουριά. O Αυγερινός  απολάμβανε την έντονη μυρωδιά της συκιάς. Του άρεσε. Είχαν ήδη αρχίσει να συζητούν πίνοντας άλλος καφέ, άλλος δροσερή κόκα κόλα, που τους  προσέφερε η Φρόσω, η οικοδέσποινα. Τώρα ο Νίκος είχε πάρει τον λόγο. Μιλούσε για τις απειλές της Τουρκίας.

– Ψυχή του κράτους  πάντοτε είναι η οικονομία. Εάν  η οικονομία καταρρεύσει, το κράτος πεθαίνει. Ο Ερντογάν  έχει αρχίσει μια πολυδάπανη πολεμική δραστηριότητα σε πολλά μέτωπα. Τα οικονομικά του κράτους του δεν την αντέχουν. Και η Τουρκία ξεψυχάει. Θα καταρρεύσει. Θα το δείτε. Αυτό όμως δεν συμφέρει ούτε την Ελλάδα ούτε την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε ιδίως την Αμερική γιατί θα διαλυθεί το ΝΑΤΟ. Η Τουρκία πρέπει τελικώς να σωθεί. Ο λαός  της δεν φταίει…

Λέγανε κι άλλα. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα. Φύγανε οι άλλοι. Τελευταίοι μείνανε η Βούλα με τον Ορέστη.

– Αχ, νυχτώνει. Και ο Ορέστης  δεν βλέπει καλά την νύχτα… Πώς θα οδηγήσει ως το Ηράκλειο… Πρέπει να ξεκινήσουμε κι εμείς…

– Καλέ, πού θα πάτε; Εδώ θα κοιμηθείτε απόψε. Θα φύγετε αύριο. Έχουμε υπνοδωμάτιο δίπλα στην κουζίνα, επέμενε η Φρόσω. Η Βούλα ήθελε να μείνουν. Ο Ορέστης όχι. Με τα πολλά έμειναν να κοιμηθούν στου Νίκου.

Το υπνοδωμάτιο είχε και ένα μικρό ανεμιστήρα δίπλα στο κρεβάτι.

– Τον έχομε κυρίως για να διώχνει τα κουνούπια, τους εξήγησαν. Κοιμούνταν με τα παράθυρα ανοιχτά λόγω της ζέστης.

Πλάγιασαν. Ο Ορέστης όμως είναι ιδιότροπος στον ύπνο. Θέλει απόλυτη ησυχία. Ένα παλιό ξυπνητήρι στο κομοδίνο, κειμήλιο από τον παππού του Νίκου, χτυπούσε στράκα στρούκα στράκα στρούκα δίπλα στο αυτί του και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Και επειδή και η πόρτα της κουζίνας  ήταν ανοιχτή, για δροσιά, άκουγε και την βρύση, που δεν έκλεινε καλά, να στάζει: τακ, τακ, τακ…

– Καλέ, τι έχεις και όλο στριφογυρίζεις;  μουρμούρισε η γυναίκα του.

– Με ενοχλεί το ξυπνητήρι … Και η βρύση που στάζει…

– Πήγαινε να κλείσεις την πόρτα της κουζίνας…

Ο Ορέστης  ανασηκώθηκε, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και έβαλε μέσα το ξυπνητήρι. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε και έσφιξε δυνατά την βρύση να μη στάζει. Την πόρτα δεν την έκλεισε.

Πλάγιασε. Σε λίγο του ήρθε να πάει στην τουαλέτα. Αλλά ντρεπόταν  νυχτιάτικα σε ξένο σπίτι. Και άρχισε πάλι να στριφογυρίζει στο κρεβάτι.

– Ορέστη, τι έχεις πάλι;  μουρμούρισε θυμωμένη η Βούλα.

– Θέλω να πάω στην τουαλέτα…

– Πήγαινε! Αλλά μην ανάψεις το φως  και τους ξυπνήσεις.

Σηκώθηκε και προσεκτικά κατευθύνθηκε προς την  τουαλέτα, αλλά σκόνταψε σε μια καρέκλα και έκανε θόρυβο.

– Τς, τς, τς… μουρμούριζε η Βούλα.

Προς τα ξημερώματα τον πήρε κάπως ο ύπνος. Αλλά σε λίγο άρχισε από το κοτέτσι της αυλής  ο κόκορας να λαλεί «κικιρίκουουου…», η  κατσίκα να βελάζει  και οι κότες να κακαρίζουν. Ο Νίκος  είχε βγει να ταΐσει τα ζώα. Και ο Ορέστης  πάλι ξύπνησε. Ύπνο δεν χόρτασε.

– Μωρέ καλύτερα στο σπίτι… Τι τις θέλουμε τις επισκέψεις με ύπνο σε ξένο σπίτι… μουρμούριζε.

Και όταν έφυγαν, ο Νίκος  προσπαθούσε να ξεσφίξει την βρύση της κουζίνας.