Ζούμε στην εποχή των γενικευμένων και πολλαπλών κρίσεων, που εναλλάσσονται μεταξύ τους με διάφορες μορφές. Η διαφαινόμενη επισιτιστική-διατροφική κρίση που βρίσκεται προ των πυλών, φέρνει και πάλι στην επιφάνεια το αίτημα της διατροφικής ασφάλειας για ολόκληρο τον πλανήτη.

Ο παγκόσμιος δείκτης πείνας έχει σκαρφαλώσει σήμερα σε πρωτοφανή ύψη, καθώς εκτιμάται ότι 276 εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν σημαντικές ελλείψεις τροφίμων, ενώ τουλάχιστον τρεις χώρες κινδυνεύουν με λιμό. Παρατηρώντας τις τιμές των τροφίμων να αυξάνονται ραγδαία, τις εφοδιαστικές αλυσίδες να υπολειτουργούν και τις συγκρούσεις στην Ουκρανία να μη λένε να κοπάσουν, μπλοκάροντας την πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας αποθέματα, ανησυχούμε μήπως η κρίση μπορεί να βαθύνει ακόμα περισσότερο στο άμεσο μέλλον. Η επισιτιστική κρίση άρχισε ήδη να μαστίζει τις φτωχές χώρες του πλανήτη. Μια κρίση που κάποιοι θα τη «φορτώσουν» κι αυτή στον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία.

Οι αιτίες όμως αυτής της κρίσης εντοπίζονται στη δεκαετία του 1980, με την υιοθέτηση της άποψης του ανεπτυγμένου κόσμου ότι, «η αφθονία των τροφίμων είναι δεδομένη» και ότι «η γεωργοκτηνοτροφία είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα που θα φροντίζει πάντα να εξασφαλίζει αυτήν την αφθονία». Στη διαμόρφωση αυτής της άποψης συνέβαλαν δραστικά: 1) Ο «Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου» (ΠΟΕ), με την παγκοσμιοποίηση του εμπορίου των τροφίμων. 2) Η έλλειψη ουσιαστικού οράματος για μια πραγματικά «Κοινή Αγροτική Πολιτική» (ΚΑΠ) στην Ε.Ε. 3)

Οι πολιτικές των αναπτυσσόμενων χωρών χωρίς προοπτική γεωργικής ανάπτυξης. 4) Οι απαράδεκτες καταναλωτικές συνήθειες απέναντι στα τρόφιμα, κυρίως από κατοίκους των ανεπτυγμένων κρατών. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στην πλήρη εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής και στην εξάρτηση της αγροτικής τεχνογνωσίας, αλλά και των καλλιεργητικών μεθόδων (σπόρων, αγροτικών εφοδίων, λιπασμάτων, φαρμάκων κ.λ.π.) από τα ολιγοπώλια.

Η υπερσυγκέντρωση και βιομηχανοποίηση της παραγωγής, αλλά και η εντατικοποίηση της γεωργίας, απαίτησαν την ύπαρξη μεγάλων και εύφορων μονοκαλλιεργητικών εκτάσεων, με χρηματοδοτούμενες δαπάνες μέσω επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων και με το βλέμμα στραμμένο φυσικά, αποκλειστικά και μόνο στις εξαγωγές των προϊόντων. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια την οικοκλιματική καταστροφή, την υποβάθμιση της ποιότητας των τροφίμων, τις υψηλές και ανεξέλεγκτες τιμές, αλλά και την φτωχοποίηση των μικρών και μεσαίων αγροτών-καλλιεργητών, οδηγώντας τους μάλιστα σε μαζική έξοδο από την αγροτική δραστηριότητα, τόσο στις χώρες του Νότου και στην Κίνα, όσο και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην κατ’ ευφημισμόν «Κοινή Αγροτική Πολιτική» (ΚΑΠ) της Ε.Ε., κυριαρχούν πλέον σήμερα τα Γάλλο-Γερμανικά και Ολλανδικά αγροβιομηχανικά συμφέροντα, υποστηριζόμενα από τα κράτη μέλη της Ε.Ε., αλλά και από τα λόμπι τους. Παρά την «Πράσινη Συμφωνία» του 2019 και την πολυδιαφημισμένη στρατηγική, «από το αγρόκτημα στο πιάτο», για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αλλά και της συρρίκνωσης της βιοποικιλότητας, η λογική των επιδοτήσεων κατά την περίοδο 2021-2027 επεκτείνεται και παγιώνεται.

Τα παραπάνω αποτελούν την «προϊστορία» της σημερινής παγκόσμιας κρίσης στην επάρκεια τροφίμων. Οι αιτίες όμως που συνέβαλαν καθοριστικά στην κρίση αυτή είναι οι παρακάτω: Πρώτα απ’ όλα είναι η συνεχής αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, με προοπτική το 2050 να φτάσει τα 9 δισεκατομμύρια περίπου, από τα 7,9 δισεκατομμύρια που είναι σήμερα. Μια άλλη αιτία, εντοπίζεται στη γρήγορη οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη των χωρών του ΒΡΙΚ (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Η Κίνα με 1,5 δισ. κατοίκους, εισήλθε επιθετικά στην παγκόσμια αγορά τροφίμων, ειδικά στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης και στις ζωοτροφές.

Σήμερα καταναλώνει το 25% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής κρέατος, ενώ σχεδόν 100 εκατομμύρια Κινέζοι καταναλώνουν ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων, ίσες με αυτές που καταναλώνουν οι κάτοικοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βόρειας Αμερικής μαζί. Η Ινδία ακολουθεί την ίδια διαδρομή με εκείνη της Κίνας, έχοντας περίπου τον ίδιο πληθυσμό, αλλά και μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.

Ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στη διαμόρφωση της σημερινής παγκόσμιας κρίσης στην επάρκεια τροφίμων είναι οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, με προεξέχουσα την παρατεταμένη ξηρασία, που οδήγησαν στην ερημοποίηση αρκετών περιοχών του πλανήτη, με αποτέλεσμα την παγκόσμια έλλειψη γάλακτος και κρέατος. Παράλληλα, μειώθηκε η παγκόσμια παραγωγή δημητριακών και σόγιας, ενώ οι τιμές των προϊόντων αυτών αυξήθηκαν δραματικά, δημιουργώντας διατροφικό πανικό στις φτωχές χώρες. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του ρυζιού και έτσι όλα αυτά τα τρόφιμα ξανάγιναν «τροφές των πλουσίων».

Η συνεχόμενη αύξηση των τιμών της ενέργειας συνέβαλε επίσης δραστικά στην επιδείνωση της κατάστασης, ενώ η έλλειψη υγειονομικά αποδεκτών αποθεμάτων πόσιμου νερού, υπονόμευσε την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Η πανδημία επίσης COVID-19, παρεμπόδισε την παγκόσμια ανάκαμψη και την οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα η περιορισμένη προσφορά των αγαθών να οδηγήσει ανοδικά τις τιμές τους.

Ο εφιάλτης μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης προβάλλει τώρα μέσα από τα ερείπια του πολέμου στην Ουκρανία. Οι ειδικοί προειδοποιούν τους διεθνείς ηγέτες να χαράξουν επιτέλους μια νέα πολιτική, και να μην αναζητούν λύσεις πάνω σε ένα αποτυχημένο μοντέλο που αποδείχτηκε διάτρητο, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη του παρελθόντος.

Το σύστημα εφοδιασμού λειτουργεί σήμερα κατά τέτοιο τρόπο ώστε, περισσότερες από 22 χώρες να εξαρτώνται από την Ρωσία και την Ουκρανία, για τουλάχιστον το ένα τρίτο των σιτηρών τους. Σε ορισμένες χώρες μάλιστα, όπως ο Λίβανος και η Αίγυπτος, το ποσοστό αυτό είναι 80%. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετά τρόφιμα, αλλά αντίθετα ότι εμμένουμε στην πολιτική να παράγουμε περισσότερα, ενώ ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας παγκοσμίως εξακολουθεί να αυξάνεται.

Νέα έκθεση της «Eurasia Group» που αφορά στην επισιτιστική ασφάλεια προβλέπει ότι: Τουλάχιστον 280 εκατ. άνθρωποι θα βιώσουν φέτος επισιτιστική ανασφάλεια, 200 εκατ. θα βρεθούν σε καθεστώς ακραίας φτώχειας, ενώ 7 εκατ. επιπλέον συνάνθρωποί μας θα βρεθούν στα πρόθυρα της πείνας. Σήμερα, 44 εκατ. άνθρωποι σε 38 χώρες βρίσκονται ήδη σε επίπεδα πείνας.

Όταν ο κόσμος εξήλθε από την παγκόσμια επισιτιστική κρίση του 2008, που προκλήθηκε επίσης από έναν συνδυασμό αυξανόμενων τιμών, του πετρελαίου, της ξηρασίας και των εμπορικών περιορισμών που επεβλήθησαν τότε από πανικόβλητες κυβερνήσεις – συμπεριλαμβανομένης και της Ουκρανικής – για περισσότερο από μια δεκαετία, οι ειδικοί στην επισιτιστική ασφάλεια προέτρεπαν τους υπεύθυνους που χάραζαν πολιτικές, να επανεξετάσουν «τι τρώμε και πως το παράγουμε». Να επανεξετάσουν δηλαδή, και αν χρειαστεί να αναθεωρήσουν, τους τρόπους με τους οποίους τρέφεται ο κόσμος.

Από την επισιτιστική-διατροφική κρίση πλήττονται σήμερα κυρίως χώρες του Νότου και ειδικότερα οι χώρες της Αφρικής. Στις χώρες αυτές, που άλλοτε χαρακτηρίζονταν ως χώρες διατροφικής παραγωγής, διατηρώντας παράλληλα μια οικολογική ισορροπία, η αγροτική ζωή υφίσταται πλέον όλες τις συνέπειες της διεθνοποιημένης κερδοσκοπικής οικονομίας της αγοράς, διαταράσσοντας κάθε ισορροπία του παρελθόντος. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (ΡΑΜ) του ΟΗΕ, προειδοποίησε πως πρέπει στο εξής να μειώσει τις μερίδες φαγητού που διανέμει στους πρόσφυγες στην ανατολική και δυτική Αφρική ελλείψει επαρκούς χρηματοδότησης, παρότι οι ανάγκες αυξάνονται. Τα τρία τέταρτα του συνολικού αριθμού των προσφύγων που υποστηρίζονται από το PAM στην ανατολική Αφρική είδαν τις μερίδες τους να μειώνονται μέχρι και 50%. Σίγουρα κάτι θα πρέπει να αλλάξει στο μέλλον.

Ο Μαχάτμα Γκάντι πάντως, μας καλεί να αλλάξουμε πρώτα τον εαυτό μας και μετά τον κόσμο και να μην ξεχνάμε και αυτό: «Υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο τούτο, τόσο πεινασμένοι, στους οποίους ο Θεός μπορεί να εμφανιστεί μόνο με τη μορφή ψωμιού».

https://moschonas.wordpress.com