Προσπαθώντας ο πολίτης να ενημερωθεί όσο το δυνατόν καλύτερα από τις εφημερίδες ή τις όποιες ιστοσελίδες, ραδιόφωνο ή τηλεοπτική εκπομπή εμπιστεύεται περισσότερο, αναλώνει, θέλοντας και μη, μεγάλο μέρος του διαθέσιμου προς τούτο χρόνου του διαβάζοντας και παρακολουθώντας πολιτικούς διαξιφισμούς με αφορμή, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένα αιχμηρό σχόλιο κάποιου πολιτικού.
Η παρατήρηση αυτή θα μπορούσε να μην έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν ήταν αραιά εμφανιζόμενη στα μάτια και τα ώτα των αναγνωστών και πολιτών, αλλά φαίνεται πως γίνεται συχνά, με αποτέλεσμα να απασχολούνται ουκ ολίγοι διαπλεκόμενοι χαρακτήρες, παρασύροντας τελικά και άλλους μαζί με τους εμπλεκόμενους πρωταγωνιστές.
Δεν μπορούμε να λησμονήσουμε πως κάποιους μήνες πριν, με την πρώτη εισβολή της πανδημίας, γνωστή βουλευτής της Θεσσαλονίκης που ανήκει στον κυβερνητικό σχηματισμό, η κ. Έλενα Ράπτη, δήλωνε επιπόλαια, πως αυτή κοινώνησε και θα συνεχίσει να το κάνει γιατί η πίστη προστατεύει τον ανθρώπινο οργανισμό από την μόλυνση με τον κορονοϊό.
Μάλιστα πήγε ένα βήμα παραπέρα, δηλώνοντας ότι δεν μιλάει ως γιατρός αλλά ως θρησκευόμενη και πιστή, γνωστού όντος ότι η ίδια δεν είναι γιατρός!
Προ μηνών πάλι, είχε προηγηθεί και ακουστεί απ’ όλα τα μέσα ενημέρωσης και σχολιάστηκε δυσμενώς από τους νοσοκομειακούς γιατρούς, η δήλωση της γνωστής λοιμωξιολόγου Ελένης Γιαμαρέλλου, η οποία βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος με την προαναφερθείσα της βουλευτού, παρά το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς που πέρασαν ή έμειναν δίπλα της, είτε ως φοιτητές, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, είτε ως ειδικευόμενοι γιατροί, γνωρίζουν καλά την επιστημονική κατάρτιση και τη σοβαρότητα της εν λόγω γιατρού με το ιδιαίτερο κλινικό ενδιαφέρον της στην λοιμωξιολογία και πρώην καθηγήτριας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κι’ όλα αυτά τη στιγμή κατά την οποία είναι γνωστό και στους τριτοετείς φοιτητές της ιατρικής πια, ότι ο κορονοϊός, όπως όλες οι ιώσεις του αναπνευστικού συστήματος, άλλωστε, μεταδίδονται κατά κύριο λόγο από τα σταγονίδια που εκτοξεύονται από την ρινική και στοματοφαρυγγική κοιλότητα των φορέων και πασχόντων. Πριν από δυό τρεις μήνες, περίπου, η αντιδήμαρχος του Δήμου Αθηναίων, Αλεξία Έβερτ, αποκαλούσε επιπόλαια και αψυχολόγητα κατσαρίδες και τρωκτικά τα μέλη του ΚΚΕ, τα οποία διαδήλωναν στην αμερικανική πρεσβεία.
Άλλοι γνωστοί πολιτικοί πάλι, ξαπλώνοντας στην άσφαλτο της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και δηλώνοντας πρώτα ότι θα παραβούν την γνωστή απαγόρευση για πορεία στο Πολυτεχνείο, προκαλούσαν και προσκαλούσαν την αστυνομία να τους επιτεθεί και να τους χτυπήσει με σκοπό προφανώς να συγκεντρώσουν την δημόσια προσοχή πάνω τους. Λογικό ήταν, οι τελευταίες δύο περιπτώσεις να συγκεντρώσουν είτε ειρωνικά είτε απαξιωτικά και απορριπτικά σχόλια από αντίθετους πολιτικούς κύκλους, αλλά και πολλούς άλλους.
Βεβαίως, η σύγχρονη πολιτική ιστορία είναι γεμάτη από παρεμφερείς δηλώσεις και ενέργειες πολιτικών, ή για να συμπεριλάβουμε και τους υπόλοιπους, και άλλων γνωστών προσώπων που έρχονται στη δημοσιότητα, ευκαιριακά, για διάφορους λόγους. Είναι ηλίου φαεινότερο, ότι στα παραπάνω παραδείγματα η πολιτική, επιστημονική, ή όποια άλλη ανευθυνότητα και επιπολαιότητα, λειτούργησε ως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της σοβαρότητας, οδηγώντας σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και για πολλούς μη εμπλεκόμενους, άμεσα.
Τέτοιες, όμως, δηλώσεις και ενέργειες, απ’ όπου κι’ αν προέρχονται, ενώ είναι σύμφυτες με την ατομική ευθύνη, λειτουργούν πολλαπλασιαστικά, παρασύροντας πολλούς άλλους που δεν έχουν καμία ευθύνη, πέραν της προσωπικής, καθαρά, απαξίωσης. Δυστυχώς παρακολουθώντας πολιτικές συζητήσεις σε τηλεοπτικούς δέκτες, γινόμαστε μάρτυρες πολυποίκιλων τέτοιων χαρακτηρισμών των αντίπαλων και μάλιστα απ’ ότι υποψιάζομαι είναι και επιθυμητές από αυτά, λόγω της αύξησης της τηλεθέασης των εκπομπών τους.
Οι θυμοί, όμως, οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί, τα πολιτικά πάθη, δεν προσδίδουν αξία ούτε ανεβάζουν το όποιο κύρος των ατόμων που τα χρησιμοποιούν στο δημόσιο λόγο και κυρίως στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, όπου απαιτείται σωστή, σοβαρή και αιτιολογημένη πολιτική συζήτηση με τα ανάλογα επιχειρήματα. Σε τελικά ανάλυση οι όποιες εκτροπές από το πολιτισμένο στυλ αντιπαράθεσης, γίνονται μπούμερανγκ στην ίδια την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκουν τα στελέχη που εκτροχιάζονται επιπόλαια και ασυλόγιστα από τις ράγες του καθωσπρεπισμού.