«Ακόμα και χωρίς πολέμους η ζωή είναι επικίνδυνη», σημείωνε κάπου η Αμερικανίδα ποιήτρια Anne Sexton. Φαντάσου δηλαδή να είχαμε και πόλεμο! Σταμάτα να φαντάζεσαι γιατί έχουμε ήδη έναν «πόλεμο» σε εξέλιξη. Έναν ιδιότυπο «παγκόσμιο πόλεμο» που μας έχει κηρύξει ένας ιδιαίτερα υπολογίσιμος αντίπαλος. Ένας πανίσχυρος επικίνδυνος ιός.

Η επικαιρότητα πάντως που τρέχει ασταμάτητα, μας υπενθυμίζει κάποιες φορές πως ο ιός αυτός δεν μονοπωλεί τον τρόμο, αλλά ούτε και τον κίνδυνο σε τούτο τον τόπο.

Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες ενός εγκλήματος που συντελείται εδώ και χρόνια, με την σιωπηλή ανοχή της κοινωνίας, του οποίου οι διαστάσεις ολοένα και διογκώνονται, μέσα από τις αποκαλύψεις και τις εξιστορήσεις των ίδιων των θυμάτων του.

Νέοι άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, ενήλικοι αλλά και ανήλικοι κάποτε, που ταπεινώθηκαν, υβρίστηκαν, εκβιάστηκαν, βιάστηκαν, τσακίστηκαν, αλλά βρήκαν τελικά το κουράγιο και το περίσσευμα ψυχής να καταγγείλουν δημόσια τα όσα τους συνέβησαν.

Όχι μόνο δεν έχασαν την εμπιστοσύνη τους προς τους ανθρώπους, αλλά υπολόγισαν στην αλληλεγγύη τους, δίνοντας ουσιαστικό νόημα και αξία στον αγώνα τους για δικαίωση.

Με τις απεχθείς καταγγελίες να αριθμούν χιλιάδες περιπτώσεων, κινητοποιήθηκε και το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, επιδιώκοντας έτσι να αμυνθεί της ιστορίας του.

Ένα σωματείο, που κάποτε προδικτατορικά, έπαιξε σπουδαίο ρόλο, όπως βέβαια και άλλα πνευματικά και καλλιτεχνικά σωματεία με δράσεις και παρεμβάσεις σε μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Εκείνοι όμως οι άνθρωποι του θεάτρου που βιάστηκαν σήμερα να σχολιάσουν την τρέχουσα επικαιρότητα, λέγοντας και γράφοντας πως, απ’ όλη αυτή την ιστορία αυτός που πλήττεται είναι το θέατρο, θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτικοί.

Γιατί ήξεραν. Γιατί γνώριζαν. Γιατί σιώπησαν όταν δεν έπρεπε να το κάνουν και μιλάνε τώρα που πρέπει να σιωπούν. Τα εγκλήματα αυτά συνέβησαν και με την δική τους κάλυψη και την σιωπή τους, την οποία αντάλλαξαν με την εύνοια των θεσμών, των θεσμικών παραγόντων, των διευθυντών σχολείων θεάτρου και των σκηνοθετών.

Ο καλλιτεχνικός κόσμος μέσα στην κρίση της πανδημίας, με κλειστά τα θέατρα και με την οικονομική εξαθλίωση να τον απειλεί, έχει τώρα να αντιμετωπίσει μια εσωτερική κρίση βαθιά και επώδυνη. Οι ευθύνες βεβαίως βαραίνουν και την Πολιτεία, για το τεράστιο έλλειμμα θεατρικής εκπαίδευσης που με ευθύνη της δημιουργήθηκε και το οποίο εκμεταλλεύτηκαν όλοι αυτοί οι επιτήδειοι που βάλθηκαν να το καλύψουν με υστερόβουλες σκέψεις και νοσηρές προθέσεις.

Φταίει βέβαια, όπως πάντα και η έλλειψη Παιδείας και Πολιτισμού που μας χαρακτηρίζει, αλλά αυτό θα υποπέσει και πάλι, όπως συνηθίζεται άλλωστε να γίνεται, στα «ψιλά γράμματα» της ιστορίας μας.

Η επικεφαλής του υπουργείου που προάγει τον Πολιτισμό στη χώρα μας, ως εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα, «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση».

Το καταλάβαμε αυτό από τα πρώτα της κιόλας βήματα στο υπουργείο Πολιτισμού, όταν απευθυνόμενη στον προϊστάμενο του Τμήματος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της τοπικής Εφορίας των Φιλίππων, με τον οποίο είχε διαφωνήσει για κάποιο θέμα, με περισσή αγένεια, αλαζονεία και εξουσιομανία, του επιτέθηκε με την ιστορική φράση, «όχι μαγκιές σε εμένα!». Φαντάζομαι πως κάποιοι δεν θα το έχουν ξεχάσει αυτό το στιγμιότυπο…

Τώρα η κυρία Μενδώνη, επανήλθε ξανά στην επικαιρότητα χαρακτηρίζοντας τον τέως καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, «επικίνδυνο άνθρωπο», χωρίς καν μάλιστα να του αναγνωρίσει το τεκμήριο της αθωότητας.

Επιδιώκοντας να αποσείσει η ίδια τις δικές της ευθύνες και της κυβέρνησης που εκπροσωπεί, για την επιλογή ενός «επικίνδυνου ανθρώπου» – κατά τα λεγόμενά της – στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και να απαρνηθεί συνάμα τις διαπροσωπικές σχέσεις που όπως φαίνεται πρέπει να είχαν συνάψει μεταξύ τους, δηλώνει τώρα άγνοια για το ποιόν του συγκεκριμένου ατόμου.

«Δεν γνωρίζαμε απολύτως τίποτα. Μας εξαπάτησε», τόνισε χαρακτηριστικά, επικαλούμενη τη μεγάλη υποκριτική ικανότητα του «εκλεκτού» της. Έτσι φυσικά εκθέτει και τον εαυτό της, αλλά πολύ περισσότερο και την κυβέρνηση, ως μέλος του υπουργικού συμβουλίου.

Ο τρόπος βεβαίως με τον οποίο «τοποθέτησαν» αυτόν τον άνθρωπο στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, προδίδει τις σχέσεις αλλά και τις προθέσεις τους. Αφού πρώτα κατάργησαν τον διαγωνισμό για την συγκεκριμένη θέση που είχε προκηρύξει η προηγούμενη κυβέρνηση, σε αυτήν ακριβώς τη θέση τοποθέτησαν το συγκεκριμένο άτομο. Η σχέση όμως αυτή προδίδεται και από τον τρόπο που διαχειρίστηκαν τη σκοτεινή αυτή υπόθεση, από τη στιγμή που ήρθε στο φως.

Αντί να τον «παραιτήσουν» με τις πρώτες κιόλας καταγγελίες, όπως συνηθίζεται για λόγους ευθιξίας, ολιγώρησαν αδικαιολόγητα και μόνο όταν κατάλαβαν πως το θέμα δεν «μαζεύεται» πια, έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν «επικίνδυνο άνθρωπο». Αναρωτιέμαι όμως: Οι άνθρωποι που επιλέγουν επικίνδυνους ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας, δεν είναι και οι ίδιοι επικίνδυνοι;

Μακάρι όμως να εξαντλούνταν οι «επικίνδυνοι άνθρωποι» στο πρόσωπο του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Επικίνδυνοι άνθρωποι είναι και όλοι όσοι τον περιτριγύριζαν, τον στήριζαν και τον προστάτευαν όλα αυτά τα χρόνια της δράσης του, που ήσαν αρκετά για να μην αντιληφθεί κανένας τίποτα. Σύμφωνα με την επιστήμη της εγκληματολογίας, για να τελεστεί ένα έγκλημα, απαιτείται συνέργεια τριών παραγόντων:

Το κίνητρο, τα διαθέσιμα μέσα και η κατάλληλη ευκαιρία. Το κίνητρο ήταν σίγουρα το νοσηρό πάθος που χαρακτήριζε εκείνον που διέπραττε το έγκλημα, που απ’ ότι φαίνεται ήταν κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση.

Στα διαθέσιμα μέσα ξεχώριζε σίγουρα η θέση εξουσίας που κατείχε, από την οποία αντλούσε την αίγλη του και μέσα από την κατάχρησή της προσέλκυε και στη συνέχεια παγίδευε τα θύματά του. Η κατάλληλη ευκαιρία είχε δοθεί μάλλον πολλές φορές, όσες ήταν δηλαδή και οι ειδεχθείς πράξεις και επιθέσεις του.

Κανένας όμως από το στενό ή το ευρύτερο επαγγελματικό περιβάλλον του δεν γνώριζε τίποτα και κανένας δεν κατάλαβε το παραμικρό όλα αυτά τα χρόνια. Φαίνεται πως τα φαινόμενα παιδεραστίας και σεξουαλικής διαστροφής δεν ενδιέφεραν την κοινωνία…

Αυτού του τύπου τα σεξουαλικά εγκλήματα δεν αποτελούν βεβαίως αμιγές ελληνικό φαινόμενο. Συνήθως πίσω από τέτοιες αρρωστημένες συμπεριφορές κρύβονται ισχυρά κυκλώματα διαπλοκής, εγχώρια ή και διεθνή, με μεγαλοδικηγόρους, πολιτικούς, δημοσιογράφους και επώνυμους θεσμικούς παράγοντες.

Οι θύτες συνήθως δεν δρουν αυτόνομα, αλλά υποστηρίζονται από αυτό το σύστημα διαφθοράς που τους καλύπτει για να διαπράττουν τα εγκλήματά τους ατιμώρητοι και με όποιον τρόπο επιθυμούν.

Ο βασικότερος «σύμμαχος» αυτού του συστήματος είναι δυστυχώς η δική μας σιωπή…

Πόσες φορές δεν είδαν το φως της δημοσιότητας αποκαλύψεις με την κακοποίηση ανήλικων παιδιών από την καθολική εκκλησία; Δεν τιμωρήθηκαν όμως όλα αυτά τα εγκλήματα, εξασφαλίζοντας «άλλοθι» μέσα από προφάσεις και νομικίστικα τεχνάσματα, παραγραφές, αλλά κυρίως μέσα από τη μαζική σιωπή εκείνων των ανθρώπων που γνώριζαν. Δεν έχουν τέλος οι αποκαλύψεις.

Πρόσφατα μάλιστα διέρρευσε απόρρητη έκθεση σύμφωνα με την οποία, καλόγριες στη Γερμανία «νοίκιαζαν» ορφανά αγόρια σε παιδεραστές, υπό την αιγίδα της Αρχιεπισκοπής της Κολωνίας.

Η κινηματογραφική ταινία «Spotlight: Όλα στο φως» που είχε ως θέμα της το έγκλημα της κακοποίησης ανήλικων παιδιών από την καθολική εκκλησία, έφερε στην επιφάνεια την βασική προϋπόθεση της τέλεσης αυτού του ειδεχθούς εγκλήματος, μέσα από μία μόνο φράση ενός δικηγόρου υπερασπιστή των θυμάτων, που νομίζω πως τα είπε όλα:

«Δεν χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσεις ένα παιδί. Χρειάζεται όμως ένα χωριό για να κακοποιήσεις ένα παιδί».

https://moschonas.wordpress.com