Για να κατανοήσει και να ερμηνεύσει κανείς το σύνθετο και περίπλοκο παρόν στις μέρες μας που ο ιστορικός χρόνος καλπάζει, απαιτείται η μνήμη και η μελέτη του παρελθόντος. Γιατί αυτά οξύνουν το στοχασμό και συμβάλλουν στο να διατηρούμε την αυθεντικότητά μας.
Αντίθετα, η λήθη της Ιστορίας μας αποσυνθέτει, καθώς αποσυνθέτει την ιστορική μας ουσία. Κι εδώ έγκειται η ευθύνη της Πολιτείας και των ανθρώπων του πνεύματος και της επιστήμης για την κατανόηση και τη διατήρηση της ταυτότητάς μας και την αποφυγή της επανάληψης λανθασμένων ενεργειών.
Έτσι η απόφαση της Πολιτείας να σταθούμε ουσιαστικά στα δύο ορόσημα του Έθνους, στο 1821 (200 χρόνια μετά την Επανάσταση) και στο 1922 (100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, τον Διωγμό και την Ανταλλαγή), τα διδακτικότερα και καθοριστικότερα κεφάλαια της εθνικής μας ιστορίας, βοήθησε, νομίζω, τα παραπάνω. Μεταξύ άλλων και επειδή συγκεντρώθηκαν έρευνες και μελέτες των δύο περιόδων, διασώθηκαν ιστορικές πηγές και μαρτυρίες και εκδόθηκαν, εμπλουτίζοντας σοβαρά τη βιβλιογραφία.
Σ’ αυτά τα πλαίσια εκδόθηκαν, ύστερα από πολλές περιπέτειες (που μαρτυρούν τη μιζέρια μας, δυστυχώς) 28 μαρτυρίες Μικρασιατών προσφύγων και παιδιών τους, που άρχισαν να φτάνουν τον Οκτώβρη του 1922 κιόλας στην περιοχή του Αρκαλοχωρίου. Τις περισσότερες από αυτές τις συγκέντρωσα στη δεκαετία του 1970, όταν ήρθα στο Αρκαλοχώρι (για να μην ξαναφύγω) εικοσιδιάχρονη φιλόλογος, για να εργαστώ.
Το βιβλίο μου «Από τη Μικρασία στην Κρήτη – ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΟ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙ» εκδόθηκε το 2023 από την ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ, με την χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και την υποστήριξη της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος και του Συλλόγου Αλατσατιανών νομού Ηρακλείου. Για την έκδοσή του εκφράζω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες.
Εκτός των 28 διασωθεισών μαρτυριών περιλαμβάνει την καταγραφή της ιστορικής πορείας του Αρκαλοχωρίου μέσα στον χρόνο, τα γεγονότα του Μικρασιατικού Πολέμου, του Διωγμού και της Ανταλλαγής, του έπους της αποκατάστασης στη φτωχή Ελλάδα 1,5 σχεδόν εκατομμυρίου προσφύγων και σχετικά άρθρα.
Περιλαμβάνει, επίσης, αποσπάσματα από το ημερολόγιο του στρατιώτη Γ. Κρασανάκη από το χωριό Αλιτζανή (Αρχοντικό), στο οποίο σκιαγραφείται ο Έλληνας πολεμιστής, που ξέρει τον κίνδυνο, αλλά τον περιφρονεί και μάχεται με δύσκολες συνθήκες. Ξεθεώνεται στις πορείες, σαπίζει στις υγρασίες και στις ζέστες, πεινά. Αλλά αγωνίζεται πάνω από τις αντοχές του να διασώσει ό,τι μπορεί.
Όταν κατέγραφα τις πρώτες μαρτυρίες, μαγεμένη από τη θαυμάσια γλώσσα κάποιων, την πνευματική τους διαύγεια, την ανθρωπιά όλων και κυρίως τη σύνεση και την ήρεμη σοφία τους – καταστάλαγμα των οδυνηρών τους εμπειριών – ένιωθα πως τότε γνώριζα πραγματικά τη ζωή, κι ας είχα γνωρίσει την αγριάδα της ως τότε.
Συνδέθηκα με τους αφηγητές άρρηκτα. Κάποιους τους συναντούσα συχνά. Στα δύσκολα της ζωής μου σταματούσα στα πάθη τους. Κι όταν τους κατευόδωνα έναν – έναν για το τελευταίο ταξίδι τους, πονούσα.
Σήμερα νιώθω ευγνώμων απέναντι σε όσους συνετέλεσαν, για να γίνει αυτό το χρήσιμο βιβλίο που ζωντάνεψε το σοφό τους λόγο και το υψηλό τους ήθος. Την Ιστορία. Μεταξύ των άλλων και για να δώσουν κουράγιο στο χτυπημένο από τον φονικό σεισμό Αρκαλοχώρι, που είναι γεμάτο με τα ερείπια, πρώτα – πρώτα των δικών τους σπιτιών, δηλαδή των τουρκόσπιτων, που επισκευάστηκαν όπως – όπως, όταν ήρθαν τον Οκτώβρη κιόλας του 1922 στο Αρκαλοχώρι και στο Γάσι, με την ψυχή στο πικρό τους στόμα.Κοντά στην κατεστραμμένη εκκλησία του Αφέντη Χριστού (19ος αιώνας) κάποια, χάσκοντας ερειπωμένα, δείχνουν την απλή τους δομή, που μας βοηθά να φανταστούμε πώς ζούσαν μέσα, πρώτα οι Μουσουλμάνοι κι ύστερα οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες.
Όταν βέβαια τους κατέγραψα, είχαν ενσωματωθεί πλήρως, μετά μάλιστα τον κοινό αγώνα κατά του κατακτητή. Και ήταν φανερή η ευδοκίμησή τους στις επιχειρήσεις, στη γεωργία (κυρίως στην αμπελουργία), στα κοινά, στις τέχνες και στα γράμματα και στην επιδίωξη της ποιοτικής ζωής.
Και βέβαια η γενική αποδοχή τους και η αναγνώριση της συμβολής τους στην τεράστια ανάπτυξη του τόπου, που ήταν ανοιχτός και συνηθισμένος να ζει με ξένους. Λόγω φυσικά του παζαριού και της εσωτερικής μετανάστευσης, κυρίως από το 1918-1920, η οποία μεγάλωσε το μικρό Αρκαλοχώρι. Έτσι ο τόπος τούς αντιμετώπισε με λιγότερες προκαταλήψεις και περισσότερη κατανόηση και αγάπη.
Οι αφηγήσεις των Μικρασιατών Προσφύγων, τόσο του Διωγμού, όσο και της Ανταλλαγής, που προσπάθησαν να ξαναριζώσουν στην νέα τους πατρίδα, φυλάσσοντας για πολλά χρόνια τα κλειδιά του σπιτιού τους στο εικονοστάσι τους, ζωντανεύουν, καθώς τις διαβάζομε, μπροστά μας όλες τις τεράστιες στρατιές προσφύγων που ξεκινούν από τα βάθη των χρόνων και φτάνουν στην «πολιτισμένη» εποχή μας.
Απ’ αυτούς εκατομμύρια παιδιά. Παρατηρούμε πως όσοι γλυτώνουν απ’ τη φωτιά φέρνουν μέσα τους εκτός από την πίκρα τους και την αντίσταση ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, που γνώρισαν τόσο πολύ.
Έτσι στελεχώθηκε και επανδρώθηκε σε μεγάλο βαθμό 20 χρόνια μετά τον ερχομό των Μικρασιατών Προσφύγων στην Ελλάδα από αυτούς και τα παιδιά τους η Εθνική Αντίσταση : Ναπολέων Σουκατζίδης, Αναστάσιος Μπουτζαλής, Γιάννης Ποδιάς, όλοι οι Βαλαβάνηδες, Θεοδόσης Μπαγιάτης, Γιώργος Παπαδόπουλος και αναρίθμητοι άλλοι.
Δείχνει το πόσο βαθιά αγγίζει την ψυχή των ανθρώπων ο ξεριζωμός των Μικρασιατών, κι ας έχουν περάσει εκατό χρόνια από τότε, και το πόσο ζωντανή παραμένει η μνήμη, η συμμετοχή κυρίως των απογόνων τους στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στο Αρκαλοχώρι τον Σεπτέμβριο του 2023. Διοργανώθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αρκαλοχωρίου, του οποίου το Δ.Σ. περιλαμβάνει μέλη που έχουν προσφυγική καταγωγή.Συγκινητικό είναι επίσης και το ότι στο Ηράκλειο την παρουσίαση του ίδιου βιβλίου (Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 6 μ.μ. στη Δημοτική αίθουσα «Μανόλης Καρέλλης» της οδού Ανδρόγεω) οργανώνει ο Σύλλογος Αλατσατιανών, με την υποστήριξη του οποίου εκδόθηκε το βιβλίο. Δεν ξεχνούν, δεν ξεχνούμε. Η παιδαγωγική ιστορία είναι παρούσα.