«Η τέχνη είναι έργο του ανθρώπου. Είναι παράξενο πώς φέρνει κάποτε στο νου αυτή η φράση εικόνες από τη ζωή των φυτών: νερολούλουδα τεντώνοντας το κεφάλι πάνω σ’ ένα κοτσάνι που πάει να σπάσει καθώς ανεβαίνουν τα νερά. Δέντρα αμέριμνα μέσα στον αγέρα, ενώ η ρίζα προχωρεί τυφλή να βρει τη φλέβα ή το βράχο. Το ξύλο που γίνεται καράβι, τα καράβια που βουλιάζουν. Σκέψου την ιστορία του φυτού, έλεγε ο Σολωμός, ίσως για να διδάξει στους μελλούμενους ποιητές να μη σκέπτονται αφηρημένα».
(Γ. Σεφέρης, Μονόλογος για την ποίηση)
Αυτό που ο ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος ονομάζει «επικαιρότητα της αιωνιότητας» δεν είμαστε, πάντα κατά τον ίδιο καλλιτέχνη, παρά εμείς οι ίδιοι. Εμείς οι ίδιοι και τα έργα μας. Στην ταχύρρυθμη, όμως, εποχή μας εναλλάσσονται με βάναυσο σχεδόν τρόπο έργα, χέρια, διατάξεις ακόμη και συναισθήματα: ο χρόνος μας δεν είναι τίποτε άλλο από μια άφωνη, αλλεπάλληλη σειρά από «τώρα».
Παρόλ’ αυτά, οφείλουμε να αντιδρούμε όσο γίνεται περισσότερο θετικά: να διατρέχουμε την καθημερινότητα δίνοντας έμφαση στη στιγμή: οφείλουμε να μην ξεχνάμε τα μικρά, «στοιχειώδη» κομμάτια της που, είτε μας υπενθυμίζουν κάποιο συναίσθημα παλιό, είτε μας γεννούν –οσοδήποτε προσωρινά – ένα καινούργιο. «Τα χέρια που με κλείδωσαν είναι μακριά στα ξένα» – λέει ο ανώνυμος στιχοπλόκος.
Ένας στίχος επίκαιρος ακόμη για την οικονομική κατάσταση της χώρας, που περιμέναμε κάποτε – οι πιο αισιόδοξοι – να μας εξωθήσει τουλάχιστον σε μια νέα συλλογικότητα. Κι αυτό, φάνηκε να πραγματώνεται αρχικά. Όμως δεν είχε συνέχεια. Ο αλλόκοτος ατομικισμός και το κυνήγι του χρόνου σβήνουν την επαφή, την ακυρώνουν.
Σαν αντίπολος εμφανίζεται όμως εδώ στην Κρήτη, ένας «συλλογικός εγωισμός» όπως το επισημαίνει ο Michael Herzfeld στο έργο του «Η Ποιητική του Ανδρισμού» (1985). Αυτός ο συλλογικός εγωισμός είναι που μας κάνει να σκεφτόμαστε έξω από τον εαυτό μας, ώστε να συμπεριλάβουμε το σύντροφό μας, την οικογένειά μας, τους φίλους μας, τους συγχωριανούς ή τους συμπολίτες μας στη σκέψη μας και την ενέργειά μας. Αυτός ο συλλογικός εγωισμός παράγει και το αντίστοιχο «ηθικό πλέγμα», όπου εντός του κυοφορούνται οι επιθυμίες και οι πράξεις μας.
Έτσι, και οφείλουμε ν’ αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι ρότα και να επιστρέψουμε στα στοιχειώδη, και επιπρόσθετα, τώρα, μας δίνεται επί πλέον μια καλή ευκαιρία γι’ αυτό. Γιατί το ζήτημα είναι ν’ αντισταθούμε κατά το δυνατόν ηθικά στην ομογενοποίηση των πολιτισμών.
Άλλωστε κάθε περίοδος της Ιστορίας είναι μεταβατική. Αλλά ουδέποτε γίνεται και δεκτή παθητικά ταυτόχρονα από την άλλη μεριά. Είμαστε «δημιουργοί του εαυτού μας;», «πλάστες της ίδιας μας της ζωής;» Όχι. Οι κρατούσες συνθήκες ρυθμίζουν το συναίσθημά μας, το ατομικό και το συλλογικό. Οι «κλειδωμένες καρδιές» της σύγχρονης Ελλάδας ήταν κάποτε ένα λανθασμένο κοινωνικό ζητούμενο: η εισαγωγή του χρήματος κι αργότερα της τηλεόρασης, αφού προσκόμισαν τον «νέο ατομικισμό», αναγνωρίζονται σήμερα ως εχθροί της ουσιαστικής επαφής.
Πού χάθηκε λοιπόν η αληθινή, «ξεκλείδωτη» στιγμή, εκείνη που κάποτε είχε «άπειρη σημασία»; Μονάχα η τέχνη είναι ικανή να την αιχμαλωτίσει; Και τι συμβαίνει με τη συνειδητότητά μας; Επιστροφή στα στοιχειώδη: στη φασίνα, στη φροντίδα του μικρού σπιτιού, στην καλή διάθεση απέναντι στον Άλλο – τόσο του «σιναφιού» μας, όσο και της κατακερματισμένης μας, όμως παρόλ’ αυτά φυσικής και ανοιχτής μας κοινωνίας. Ας παραμείνουμε θεράποντες των συλλογικών μας στόχων λοιπόν.Και όπως το θέτει ο Κωνσταντίνος Β.:
«μένει μόνο να περάσουμε αυτά τα σύνορα
με οποιονδήποτε τρόπο
και θα αγαπήσεις μαζί μου τον ανοιχτό ουρανό
γιατί η γη είναι πιο όμορφη από μας».
- Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας