Σε προηγούμενο άρθρο μας, στις 20 Απριλίου 2023, σε τούτη την εφημερίδα και με τίτλο ‘Τα δημοφιλή μοντέλα επιδοτήσεων’ αναφερθήκαμε στη συνήθεια των επιδοτήσεων στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και στις αντιδράσεις των Αμερικανών πολιτών. Συνεχίζοντας, σήμερα, να πούμε πως τελευταία, το πρόβλημα δεν είναι η εξάρτηση από την κοινωνική πρόνοια αλλά η αποφυγή της. Με απλά λόγια, πολλές φτωχές οικογένειες δεν εκμεταλλεύονται τη βοήθεια που τους παρέχεται.
Μόνο το ένα τέταρτο των οικογενειών που πληρούν τα κριτήρια υποβάλλουν αίτηση γι’ αυτήν, και λιγότεροι από τους μισούς των ηλικιωμένων Αμερικανών που έχουν ανάγκη για κουπόνια τροφίμων εγγράφονται για να τα λάβουν. Ένας στους πέντε γονείς που δικαιούνται κρατική ασφάλιση υγείας, επίσης, δεν εγγράφονται γι’ αυτή. Δεν υπάρχουν επίσημες εκτιμήσεις για το συνολικό ποσό της κρατικής βοήθειας που δεν αναζητείται από Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα, αλλά ο αριθμός ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Παλιά, βέβαια, οι περισσότεροι πίστευαν ότι η πρόνοια κατέληγε σε στίγμα, κι ότι οι άνθρωποι δεν εγγράφονταν για βοήθεια επειδή θεωρούσαν την εμπειρία πολύ ντροπιαστική, αλλά η έρευνα έχει αρχίσει να απομακρύνει από το προσκήνιο τη συγκεκριμένη θεωρία. Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα δεν εκμεταλλεύονται πλήρως τα κυβερνητικά προγράμματα για έναν πολύ κοινότοπο λόγο. Είναι δύσκολα στη διαδικασία! Όσον αφορά την αύξηση της εγγραφής σε κοινωνικά προγράμματα, οι πιο επιτυχημένες προσαρμογές συμπεριφοράς ήταν αυτές που απλώς αύξησαν την ευαισθητοποίηση και περιόρισαν κυρίως τη γραφειοκρατία και την ταλαιπωρία.
Στο βιβλίο της ‘The Government-Citizen Disconnect’ (2018), η πολιτική επιστήμονας Σουζάν Μέτλερ αναφέρει ότι η πλειοψηφία των ενηλίκων Αμερικανών έχει βασιστεί σε ένα σημαντικό κυβερνητικό πρόγραμμα κάποια στιγμή στη ζωή τους. Οι πλούσιες, μεσαίες και φτωχές οικογένειες εξαρτώνται από διαφορετικά είδη προγραμμάτων, αλλά μια μέση πλούσια και μεσαία οικογένεια αντλεί τον ίδιο αριθμό κρατικών επιδομάτων με τη μέση φτωχή οικογένεια.
Τα φοιτητικά δάνεια, για παράδειγμα, μοιάζουν σαν να έχουν εκδοθεί από μια τράπεζα, αλλά ο μόνος λόγος που οι τράπεζες δίνουν χρήματα σε δεκαοχτάχρονους χωρίς δουλειά, χωρίς πίστωση και εξασφάλιση, είναι επειδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι εκείνη που εγγυάται τα δάνεια και πληρώνει τους μισούς τόκους τους.
Και αφού αναφερόμαστε στην πανδημία του κορονοϊού, να πούμε πως το 2020, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δαπάνησε περισσότερα από 193 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις ιδιοκτητών σπιτιού, αριθμός που ξεπέρασε κατά πολύ τα 53 δισεκατομμύρια δολάρια που διατέθηκαν για στεγαστική βοήθεια σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα.
Για τους περισσότερους Αμερικανούς ηλικίας κάτω των εξήντα πέντε ετών, η ασφάλιση υγείας φαίνεται να προέρχεται από τη δουλειά τους, αλλά η υποστήριξη αυτής είναι από τις μεγαλύτερες φορολογικές ελαφρύνσεις που δρομολογήθηκαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αφού απαλλάσσει το κόστος από τον εργοδότη. Υπολογίζεται ότι το 2022, το συγκεκριμένο όφελος κόστισε στην κυβέρνηση 316 δισεκατομμύρια δολάρια. Σήμερα, οι μεγαλύτεροι δικαιούχοι ομοσπονδιακής βοήθειας είναι οι εύπορες οικογένειες.
Συνολικά, για το 2021, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε φορολογικές ελαφρύνσεις. Ορισμένοι λένε πως πρέπει να μειωθούν οι στρατιωτικές δαπάνες και να κατευθυνθούν κάποια ποσά στους φτωχούς, άλλοι να ενισχυθεί η βοήθεια προς τους φτωχούς μειώνοντας τις φορολογικές ελαφρύνσεις που ωφελούν την ανώτερη τάξη, παρ’ όλο που ξοδεύονται πάνω από τα διπλάσια χρήματα σε αυτούς από ότι για το στρατό και την εθνική άμυνα.
Κάθε χρόνο, οι πλουσιότερες αμερικανικές οικογένειες λαμβάνουν σχεδόν 40% περισσότερες κρατικές επιδοτήσεις από τις πιο φτωχές. Έρευνες, επιπλέον, απέδειξαν ότι σχεδόν όλοι οι Αμερικανοί ουσιαστικά φορολογούνται με τον ίδιο συντελεστή. Κατά μέσο όρο, οι φτωχοί Αμερικανοί αφιερώνουν περίπου το 25% του εισοδήματός τους σε φόρους, ενώ οι πλούσιες οικογένειες φορολογούνται με πραγματικό συντελεστή 28%, τουτέστιν ελαφρώς υψηλότερο. Έτσι η αμερικανική κυβέρνηση δίνει τη μεγαλύτερη βοήθεια σε όσους την χρειάζονται λιγότερο.
Αυτή είναι η πραγματική φύση του σημερινού κοινωνικού κράτους, ισχυρίζονται πολλοί. Όμως, για έναν περίεργο λόγο, οι οικογένειες που επωφελούνται περισσότερο από την κρατική γενναιοδωρία με τη μορφή φοροαπαλλαγών, τρέφουν και τα ισχυρότερα αντικυβερνητικά αισθήματα! Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι ψηφοφόροι που διεκδικούν φορολογικές ελαφρύνσεις είναι εκείνοι που αντιτίθενται σε βαθύτερες επενδύσεις σε προγράμματα όπως η προσιτή στέγαση, όπως και εκείνοι που έλαβαν ασφάλιση υγείας από τον εργοδότη ήταν αυτοί που πίεσαν να καταργηθεί ο Νόμος περί Προστασίας Ασθενών και Προσιτής Φροντίδας (Obamacare ή Patient Protection and Affordable Care Act, PPACA), όπως είναι γνωστός ο ομοσπονδιακός νόμος των Ηνωμένων Πολιτειών που υιοθετήθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Ομπάμα το 2010, το δεύτερο έτος της διακυβέρνησής του, ο οποίος ρύθμιζε την πρόσβαση στην ασφάλιση υγείας, μεταξύ άλλων και θεωρείται ουσιαστικό μέρος του ισχύοντος συστήματος υγειονομικής περίθαλψης των ΗΠΑ.
Αλλά κάποιες περίεργες επισημάνεις είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα εκεί. Οι ψυχολόγοι έχουν δείξει ότι οι πολίτες σκέφτονται περισσότερο τους φόρους που πρέπει να πληρώσουν παρά τα χρήματα που τους επιστρέφονται μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων. Αυτό οφείλεται στον κυβερνητικό σχεδιασμό που κάνει σκόπιμα την υποβολή φορολογικών δηλώσεων εξοργιστική και χρονοβόρα. Στην Ιαπωνία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Εσθονία, την Ολλανδία και πολλές άλλες χώρες, οι πολίτες δεν υποβάλλουν φόρους, γιατί η κυβέρνηση το κάνει αυτόματα.
Οι φορολογούμενοι ελέγχουν τα μαθηματικά δρώμενα της κυβέρνησης, υπογράφουν το έντυπο και το ταχυδρομούν πίσω στην υπηρεσία. Η διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί γρήγορα και κυρίως διασφαλίζει ότι οι πολίτες πληρώνουν τους φόρους που οφείλουν και λαμβάνουν τα οφέλη που τους αναλογούν. Εάν οι Ιάπωνες φορολογούμενοι πιστεύουν ότι η κυβέρνησή τους τους έχει υπερχρεώσει, μπορούν να κάνουν ένσταση, αλλά οι περισσότεροι δεν το κάνουν.
Η ζωή και η καθημερινότητά μας, συνεπώς, διαμορφώνεται με αμέτρητους τρόπους. Όχι μόνο από καταστάσεις που είναι πέρα από τον έλεγχό μας αλλά και από τον αδυσώπητο παραλογισμό του κόσμου. Κάθε μέρα αντιμετωπίζουμε τις ιδιοτροπίες της ζωής, τους άδικους, ανόητους τρόπους με τους οποίους το μέλλον μας καθορίζεται από το παρελθόν ή την τύχη. Οι περισσότεροι στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, πιστεύουν ότι η σκληρή δουλειά τους βοηθάει να προχωρήσουν, κάτι που σε γενικές γραμμές είναι βέβαιο, αλλά οι περισσότεροι αναγνωρίζουν επίσης ότι τα πλεονεκτήματα απορρέουν από το αν είναι λευκοί ή έχουν γονείς με υψηλή μόρφωση ή αν γνωρίζουν τους κατάλληλους ανθρώπους.
Οι περισσότεροι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, σήμερα, πιστεύουν ότι η φτώχεια προκαλείται από άδικες συνθήκες και όχι από έλλειψη εργασιακής ηθικής. Πάντως θα ήταν δυνατόν, λένε πολλοί, να υπήρχε καλύτερο και αποτελεσματικότερο κράτος, εάν αυτό διεύρυνε τις ευκαιρίες για όσο το δυνατόν περισσότερους και όχι να περιφρουρεί, όπως πράττει σήμερα, τις μεγάλες περιουσίες.
Εάν επανακάμψουμε στην από εδώ μεριά του Ατλαντικού, και στη χώρα μας, βοηθούσας και της προεκλογικής περιόδου, είδαμε πρόσφατα ρύθμιση που θωρακίζει κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, από κάθε νέα αύξηση του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις θα υπάρξουν και μειώσεις, όπως στους συνεπείς δανειολήπτες. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι κάποιες τελευταίες πινελιές παροχών βρίσκονται σε εξέλιξη από την κυβέρνηση ενώ αναζητούνται τα κατάλληλα δημοσιονομικά περιθώρια, πέρα από τα ήδη ισχύοντα, όπως την αύξηση του κατώτατου μισθού και όλα τα άλλα που γνωρίσαμε.
Πόσα χρήματα δόθηκαν την περίοδο της πανδημίας, τελικά, αναρωτιόμαστε! Πολλά λέει η κυβέρνηση. Λίγα ισχυρίζεται η αντιπολίτευση. Στο κυβερνητικό επιτελείο παρουσιάζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι για τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, για τα έσοδα του κράτους και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και εκεί υπάγονται και κάποιες παροχές σε ευάλωτες ομάδες και χαμηλοσυνταξιούχους εν όψει των εκλογικών, πιθανότερα, αναμετρήσεων. Αλλά, φυσικά, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι τι ακριβώς συζητήθηκαν πίσω από τις κλειστές πόρτες και τι μέλλει γενέσθαι!
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι διευθυντής Χειρουργικής-συγγραφέας