Πολύ νωρίς, ήδη από το 1979, μας είχε απασχολήσει ερευνητικά ο ένοπλος αγώνας της Μάχης της Κρήτης και τα αιματηρά αποτελέσματά της, με δεκάδες μαρτυρίες αγωνιστών της Μάχης και της Αντίστασης, βιβλία, πλήθος ανακοινώσεων σε έντυπα και επιστημονικά συνέδρια.

Προσφάτως, επετειακά, προτιμήθηκε, συνδυαστικά εκ μέρους μας, ως συνεισφορά, το πρωτότυπο θέμα  “Ο αόρατος πόλεμος και η Μάχη της Κρήτης” (εφ. Πατρίς, 20/5/2021).

Στο πλαίσιο αυτό, πολύ ενδιαφέρουσα είναι, μαζί με το προηγούμενο θέμα κατασκοπείας, και η πρώιμη, άγνωστη καταδρομική επιχείρηση, με στόχο το ιταλοκρατούμενο Καστελλόριζο, στις αρχές του Νοέμβρη του 1940. Ιταλοκρατούμενα ήταν, ως γνωστόν, όλα τα Δωδεκάνησα, ήδη από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ο σκοπός και της νέας ανακοίνωσης είναι να δοθεί ένα νέο στοιχείο και να αποφευχθεί η επανάληψη σοβαρών μεν, αλλά αρκετές φορές ειπωθέντων πραγμάτων, που εξακολουθούν, βέβαια, διαχρονικά να έχουν ενδιαφέρον.

Η εντολή για αυτή την πρώιμη, για την εποχή της, καταδρομική επιχείρηση, πρόδρομη των μεγάλων σαμποτάζ στην Κρήτη του 1942, δόθηκε από τον Άγγλο Διοικητή των βρετανικών δυνάμεων Κρήτης που μόλις είχε φθάσει στα Χανιά. Ως γνωστόν, “στις 6 Νοεμβρίου 1940, ο Άγγλος στρατηγός Tiburi ανέλαβε τη στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης μέχρις 10 Ιανουαρίου 1941” (Κογχυλάκης, 24). Νωρίτερα, την 1η Ιανουαρίου, είχαν φθάσει στη Σούδα οι βρετανικοί λόχοι YORK και LANCASTER, ο 14ος λόχος, καθώς και ελαφρώς τεθωρακισμένες μονάδες.

Την επιχείρηση στο Καστελλόριζο, με εντολή του Άγγλου Διοικητή των βρετανικών Δυνάμεων Κρήτης, ανέλαβε να υλοποιήσει ο υπεύθυνος της Ιντέλιτζενς Σέρβις στο Ηράκλειο και αρχαιολόγος Πετλέμπουρη, που φρόντισε να βρει και τους ενόπλους. Ο Πετλέμπουρη κάλεσε, εν συνεχεία, τον καπετάν Μανώλη Μπαντουβά και τον καπετάν Αντώνη Γρηγοράκη, τους πιο στενούς συνεργάτες του, βενιζελικούς και δυναμικά στελέχη του βενιζελικού κόμματος, αγγλόφιλους.

Κατά την αφήγηση Μπαντουβά, ενημερώθηκαν και οι δυο ότι στόχος ήταν ένας Ιταλός αξιωματικός στο ιταλοκρατούμενο Καστελλόριζο. Θα έπαιρναν, μάλιστα, μαζί τους και άλλους δέκα περίπου ένοπλους Ηρακλειώτες.

Ο Πετλέμπουρη τους ανακοίνωσε, επίσης, ότι: “θα στείλομε κι εμείς Εγγλέζους, ξέρομε το μέρος που είναι, και θα αιχμαλωτίσετε τον αξιωματικό και θα πάρομε τα μυστικά” (Σανουδάκης -Μπαντουβάς, 92-93). Επιχείρηση που, σε πρώτη φάση, προσομοιάζει όχι τόσο με τη σύγχρονη απαγωγή του Λευκορώσου δημοσιογράφου Ρόμαν Προτάσεβιτς, όσο με την Απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε, τον Απρίλη του 1944, την οποία προϊδεάζει.

 

Τα ιταλοκρατούμενα  Δωδεκάνησα ενδιέφεραν, φυσικά, τη Βρετανία, λόγω του πολέμου, ως προς τις ιταλικές στρατιωτικές μονάδες και τις οχυρώσεις στα νησιά, τα οποία ήταν, επιπροσθέτως, πέρασμα για τις αποικίες της στη Μέση Ανατολή.

Μετά από δύο μέρες, ενώ είχε πει ο Πετλέμπουρη ότι δεν θα πάει ο Μπαντουβάς, του ανακοινώνει ότι θα πάρει μέρος και αυτός στην αποστολή. Στους δυο συνεργάτες του, Μπαντουβά και Γρηγοράκη, ανετέθη να βρουν οκτώ άλλους οπλισμένους συνεργάτες, να  έχουν δε μαζί τους “τεσσάρω ημερώ τροφή”. Τους ειπώθηκε, επιπροσθέτως, από τον Πετλέμπουρη ότι: “δε (μ)πρέπει να το ξέρει κανείς αυτό το πράμα”.

Όρος, με τον οποίο ο Μπαντουβάς, εξ αρχής, διαφώνησε, διότι η επιχείρηση ήταν αγγλική, δεν ήταν ελληνική. Ως εκ τούτου, υπέβαλε στον Πετλέμπουρη την ερώτηση: “’σαμε τώρα, που δεν ήμαστε στο (μ)πόλεμο…, αλλά τώρα που μπήκαμε στον αγώνα δε (μ)πρέπει να το ξέρει η κυβέρνησή μας, ότι κάνομε τέθοια δουλειά;” (Σανουδάκης-Μπαντουβάς, ό. π., 93). Χρησιμοποίησε, μάλιστα, το επιχείρημα ότι οι συμπατριώτες του Κρητικοί θα πούνε ότι: “κάνομε λαθρεμπόριο”.

Με πρωτοβουλία του συναντά τον Φρούραρχο Τσαγκαράκη και τον τότε Νομάρχη. “Ο Νομάρχης ήταν άνθρωπος του Μεταξά. Τον λέγανε Τσούση”.

Τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν, τελικώς, ήταν δώδεκα, όχι μόνο ένοπλοι, που είχαν όπλα εκ των ενόντων ή βρήκαν από το Φρούραρχο Τσαγκαράκη, αλλά και ναυτικοί.

Ανάμεσά τους ο καπετάν Μπαντουβάς αναφέρει τον καπετάν Αντώνη Γρηγοράκη, τον Αποστόλη, νοσοκόμο του Πανανείου Νοσοκομείου, τον χασάπη Κόλια, τον Γιώργη Δραμουντάνη, τον Αναστάση Μπουτζαλή, ένα ναυτικό από την Αλικαρνασσό και άλλο ένα από το Μεραμπέλλο.

Ο Μπαντουβάς επέμεινε να πάρει γραπτή άδεια από το Νομάρχη, αλλά δόθηκε μόνο προφορική στον Γρηγοράκη και τον Άγγλο ανθυπολοχαγό, με το ψευδώνυμο “Αλεπού”, που πήγαν μαζί, ενώ ο Μπαντουβάς δεν έμεινε ικανοποιημένος με την προφορική άδεια.

Η αποστολή έφθασε από το Ηράκλειο με αυτοκίνητο στη Σητεία και από ’κεί, με καΐκι, μετέβη στο Κάβο Σίδερο.

Καταστρώνεται, εν πρώτοις, το σχέδιο να εκτελεστεί ένοπλα η απαγωγή του Ιταλού αξιωματικού από τους δώδεκα μόνο Κρητικούς, ενώ ο Άγγλος, η “Αλεπού” και οι Βρετανοί στρατιώτες να μην αποβιβασθούν στο Καστελλόριζο. Την ένοπλη επιχείρηση θα έκαναν οι δώδεκα ένοπλοι, για να μην υπάρξει ασυνεννοησία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της μάχης.

Ο “καϊξής”, όμως, ο καπετάνιος του καϊκιού, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πληροφορεί τους Κρητικούς ότι γνωρίζει τη σπηλιά που βρίσκεται ο αξιωματικός ο Ιταλός. Κατά τη συζήτηση, εν τέλει, τους ομολογεί ότι: “δεν ήτονε να πα’ πάρομε το στρατηγό, αλλά το σχέδιο ήτονε να πάρομ’ ένα (γ)καΐκι, που ’κανε το Ταχυδρομείο τω Δωδεκανήσω” (ό.π., 97). Από τον “καϊξή” αποκαλύπτεται, επίσης, ότι στο άλλο καΐκι του Ταχυδρομείου, που θα είναι και ο στόχος, καπετάνιος ήταν ο αδελφός του.

Και το κυριότερο, οι Άγγλοι: “εσχεδιάζανε να βγούμ’ εμείς στη(ν) ξηρά και να πάρουνε αυτοί το καΐκι, ν’ αρχινήξομε μάχη και να πάρουν αυτοί το καΐκι να φύγουνε. Να ’πομείνομ’ εμείς “ρεχίνι” (ό.π., 97). Στα τούρκικα rehin σημαίνει υποθήκη, ενέχυρο. Να εγκαταλειφθούν, δηλαδή, οι δώδεκα ένοπλοι πολίτες στο Καστελλόριζο, να δώσουν τη μάχη, για αντιπερισπασμό, ενώ το καΐκι τους, με τους Άγγλους στρατιώτες, τον ανθυπολοχαγό  “Αλεπού” και το ιταλικό Ταχυδρομείο, θα αναχωρούσαν, εν τω μεταξύ, από το νησί, χωρίς αυτούς. Θα άφηναν, δηλαδή, τους πολίτες μαχόμενους στο νησί “ρεχίνι”.

Ο Μπαντουβάς, τότε, είπε στον “καϊξή” ότι ο Καράς και ο Κόλιας ήταν συγγενείς του. Συνεπώς, του θέτει τον όρο ότι: “δε θα ’πομείνετε μέσα στο καΐκι”. Θα αποβιβαστούν, συνεπώς, και οι τρεις τους στο Καστελλόριζο, ο Καράς, ο Κόλιας και ο καπετάνιος του πλοίου, μαζί με τους αρματωμένους δώδεκα πολίτες. Μετά από την αποκάλυψη και τον όρο αυτό, κλήθηκε ο Άγγλος ανθυπολοχαγός “Αλεπού”,  και τον ενημερώνουν πως έμαθαν ότι ο σκοπός των Άγγλων είναι: “να πάμε να πάρετ’ ένα (γ)καΐκι, να βγούμε στο νησί εμείς, να πάρετ’ εσείς το καΐκι, να πιάσομε μάχη, ν’ απομείνομε κατόπιν εμείς “ρεχίνι”. Αποκαλύπτεται, επίσης, κατά τη συζήτηση ότι  ο δικός τους καπετάνιος, ο “καϊξής”, ήταν Δωδεκανήσιος και  το σπουδαιότερο ότι: “οι Άγγλοι τον έχετε στη(γ) κατασκοπεία”.

Η επιχείρησή του σαμποτάζ, ως εκ τούτου, δεν υλοποιείται και το καΐκι με τους καταδρομείς επιστρέφει στο Κάβο Σίδερο. Ενημερώνεται ο Στρατιωτικός Διοικητής της βρετανικής δύναμης στα Χανιά, ο οποίος έρχεται στη Σητεία, και τους πληροφορεί ότι: “ματαιώνεται η αποστολή”.

Επιχειρούν να επιστρέψουν στο Ηράκλειο με το καΐκι, αλλά πιάνει φουρτούνα, χαλά και  η μηχανή του καϊκιού. Χρησιμοποιούν τα πανιά, όμως ο νότιος άνεμος τους σπρώχνει και τους φέρνει πάλι κοντά στο Καστελλόριζο. Συναντούν μεσοπέλαγα ένα ιταλικό καΐκι “της καταδιώξεως” που, ευτυχώς, “τράβηξε προς το Καστελλόριζο”, ενώ ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τους Ιταλούς με μαχαίρια, αν χρειαζόταν να έρθουν σε συμπλοκή.

Ευτυχώς, όμως, το ιταλικό καΐκι της ακτοφυλακής “τράβηξε προς το Καστελλόριζο”.

Μετά από μια, μιάμιση ώρα, που όπως λέει “παλεύαμε”, ασυνήθιστοι, με τη φουρτούνα και ταλαιπωρημένοι επέστρεψαν στο Ηράκλειο.

Το περιστατικό, η επιχείρηση αυτή, καθόρισε την επόμενη στάση του Μπαντουβά, έναντι των Άγγλων, αφού πλέον κατενόησε την αγγλική διπλωματία και πολιτική.

Κατά συνέπεια, όπως αφηγείται στη συνέχεια, χαρακτηριστικά, “’πό κει κι έπειτα έπαψα πλια να πιστεύγω τσ’ Εγγλέζους, παρόλα που ήμουνα θανατικός (sic) αγγλόφιλος, κι ήμουνα πάρα πολύ επιφυλακτικός” (Σανουδάκης-Μπαντουβάς, 99).

Είναι μια στάση που θα τηρήσει, εν πολλοίς, και κατά τη διάρκεια της Αντίστασης. Φτάνει στο σημείο να ομολογήσει οργισμένα ότι: “τσι μίσησα τσι Εγγλέζους. Διότι οι Εγγλέζοι εθέλανε να μονοπωλήσουνε τον αγώνα με τη θυσία των αγωνιστών Ελλήνων. Κάθε γεγονός θέλανε να το κάμουνε δικό(ν) τος πως αυτοί εδιευθύνανε κι αυτοί το δημιουργήσανε κι αυτοί φέραν αποτέλεσμα” (Σανουδάκης-Μπαντουβάς, 99).

Μια διαπίστωση που θα την εκφράσει στο τέλος των Απομνημονευμάτων του και η οποία  διαχρονικά, ως σήμερα, ισχύει και θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη και να εφαρμόζεται στην άσκηση της εθνικής, εξωτερικής μας πολιτικής: “Οι λαοί δεν έχουνε φίλους, έχουνε μόνο συμμάχους”.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

  1. Γιάννη Κογχυλάκη, Η εποποιία της Μάχης Κρήτης και της Εθνικής Αντίστασης, Σμυρνιωτάκης, Αθήνα, 1993.
  2. Αντώνη Σανουδάκη, Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα, Κνωσός, Αθήνα, 1991.

 

* Ο Αντώνης Σανουδάκης- Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής Ιστορίας-συγγραφέας