Εορτή θα πει μέρα αγιασμένη, ιερή, μέρα αφοσιωμένη στη λατρεία ή τον πανηγυρισμό κάποιου σημαντικού γεγονότος, ιδίως θρησκευτικού, με αποχή από κάθε εργασία ή ενασχόληση.

Κατά τον βουκολικό ποιητή Θεόκριτο (271 π.Χ.): «αέργοις αιέν εορτά», δηλαδή για τους αέργους – αυτούς που δεν εργάζονται με δική τους επιλογή – τους τεμπέληδες, τους φυγόπονους, κάθε μέρα είναι γιορτή – ο άνεργος δεν έχει εργασιακή απάσχοληση παρά τη θέλησή του.

Αλλά γιορτή θα πει πρώτα ελπίδα και ανυπομονησία, για τον ερχομό της και έπειτα χαρά μεθυστική, με ευχές, δώρα, καλοσυνάτη ατμόσφαιρα στο στολισμένο με λουλούδια σπίτι, με τα σπιτικά γλυκά στις καλές πιατέλες, και… φοντάν από το ζαχαροπλαστείο…

Σοφή η ελληνική παράδοση, που θέλει να γιορτάζουμε το όνομά μας, στην επέτειο εορτής φερώνυμου αγίου, αντί της ηλικίας. Τα γενέθλια τους εορτάζουν οι πέραν του Ατλαντικού και λοιποί ευρωπαίοι. Πανηγυρίζουν που επέζησαν για μια ακόμα χρονιά και φυσικά μελαγχολούν, γιατί

Ο χρόνος από πάνω μας σαν τον βορρά διαβαίνει

και τση νεότης τα κλαδιά τα δροσερά μαραίνει.

Κι αν φεύγει ο χρόνος που περνά πάλι σε μας γυρίζει

αφού στην πλάτη καθενός έρχεται και καθίζει.

Η ονομαστική μας εορτή που είναι μια φορά τον χρόνο δεν έχει ανάγκη από τούρτες και κεράκια. Ένα γλυκό, ένα λικέρ, ένα κρασί, μια ρακή «και τέσσερα στραγάλια» και… «χρόνια πολλά». Χρυσή ευκαιρία, στην νοσταλγούμενη παλιά εποχή, για συγγενείς, φίλους και γειτόνους, χωρίς σαμπάνιες και πανηγύρια, γλεντάς και δεν έχεις καμιά όρεξη να θυμηθείς «τα κεριά» του Καβάφη [η περασμένες μέρες…μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων…], και να γυρίσεις πίσω για να δεις τα χρόνια που φύγανε, κυρίως οι γυναίκες.

Λοιπόν,

Σπασ’ το ρολόι που μετράς τις μέρες και το χρόνο,

μπορείς να ζήσεις μια ζωή σε μια στιγμούλα μόνο.

Πολυεόρτιος η περίοδος του «Δωδεκαημέρου» (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Φώτα), με γιορταστική συνέχεια και διακοπή εργασίας δίνει την αφορμή για κοινωνικές συναναστροφές και συναντήσεις.

Όμως στην εποχή μας, εποχή των έξυπνων κινητών, της τεχνητής νοημοσύνης, του ChatGPT, του Facebook και άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media επί το ελληνικότερον) έχει αφαιρεθεί κάθε αυθορμητισμός, γνησιότητα και γοητεία.

Πριν από μερικά χρόνια την παραμονή ονομαστικής εορτής οι κοινωνικές στήλες των εφημερίδων γέμιζαν από την γνωστή αγγελία «ο κ. Τάδε δεν εορτάζει και δεν δέχεται επισκέψεις». Η αγγελία πιστοποιούσε τη βαθιά και ειλικρινή κοινωνικότητά μας, διότι ο μη εορτάζων ήταν η εξαίρεση και πολλές φορές μάλιστα θεωρούσε υποχρέωσή του να αναφέρει και την αιτία, «λόγω απουσίας», «λόγω πένθους», «λόγω έκτακτου κωλύμματος»…

Σήμερα δεν υπάρχει στα κοινωνικά η στήλη στις εφημερίδες. Και πόσοι από μας επισκέπτονται απροειδοποίητα τον φίλο, χωρίς να μας έχει καλέσει, για να του ευχηθούμε;

Τα σπίτια που παραμένουν ανοικτά και δέχονται απρόσκλητους ευχέτες στις ονομαστικές εορτές τείνουν να εκλείψουν. Οι εορταστικές βεγγέρες μεταφέρθηκαν στα κέντρα ή ταβέρνες για «να βγει η υποχρέωση», με κριτήριο επιλογής (συνήθως) την ανταπόδοση μιας αντίστοιχης προσκλήσεως, και κάπως έτσι διαιωνίζεται η «βεντέτα» των σύγχρονων κοινωνικών συναθροίσεων˙ και επειδή δεν πάει κανείς με άδεια χέρια θα πάει το «κατιτίς» του˙ και όταν τα δώρα μαζεύονται πολλά επαναχρησιμοποιούνται από τον λήπτη και υποχρεώνει με τη σειρά του δικούς του φίλους.

Τώρα, αόρατοι χτίστες έχουν χτίσει γύρω μας τοίχους ψηλούς, κι έχουμε απομονωθεί σε μια πολύβουη μοναξιά, με την παρακμή και τον εκφυλισμό των κοινωνικών μας εκδηλώσεων. Και για να αποκαταστήσουμε τη γνήσια συναναστροφή, με τη θερμότητα της συντροφιάς και την αγάπη της παρέας μια λύση υπάρχει: όποιος εορτάζει να ειδοποιεί και να δημοσιεύει την αγγελία «ο κ. Τάδε εορτάζει αύριο και δέχεται επισκέψεις»…Και για να μην πάμε με άδεια χέρια παραθέτω τον στίχο του αλησμόνητου φίλου Γιάννη Λιμνιωτάκη:

Γιορτάζεις. Δώρο ατίμητο ψάχνω, να σου χαρίσω.

Ένα ρολόι να μετρά το χρόνο προς τα πίσω.

Χρόνια πολλά! Καλές γιορτές!

* Ο Γιάννης Χλουβεράκης είναι φαρμακοποιός