Άλλοι την προτιμούν βραστή, κάποιοι άλλοι καλογεμισμένη στο φούρνο, όμως όπως λέει και ο λαός μας, “περί ορέξεως ουδείς λόγος”. Πρόκειται για την γαλοπούλα, μία προτίμηση που ήρθε στην Ελλάδα από Ευρωπαϊκές συνήθειες, αφού και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι γνώρισαν σχετικά αργά αυτό το πουλερικό και συγκεκριμένα μετά από το 1524.
Διατροφικό προνόμιο των πλουσίων στην αρχή, αφού οι πλουσιότερες τάξεις με αρχοντική φροντίδα διατηρούσαν στα απέραντα κτήματά τους ειδικά εκτροφεία με γαλοβοσκούς και ιδιαίτερα είχαν γυναίκες γαλαβοσκούδες.
Ήταν φυσικό, αυτό το ξενικό και καλοαναθρεμμένο πουλερικό να αποτελεί κι ένα καλό δώρο (πεσκέσι θα λέγαμε), για φίλους ή ισχυρούς άρχοτες, τέτοιες μέρες.
Ιδιαίτερα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που από παλιά απαιτούσαν στο γεύμα τους οι άνθρωποι, όρνιθα ή πετεινό, επιβεβαιώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο και την παροιμία: «Κότα πίτα του Γενάρη», περίοδος που είναι παχιά τα πουλερικά!
Οι ίδιοι οι άρχοντες ξεχώριζαν και για το δικό τους τραπέζι των Χριστουγέννων την πιο παχιά γαλοπούλα, που με τη ρωμαϊκή γαστριμαργία που τους διέκρινε συνήθιζαν να την παραγεμίζουν με ξωτικά μπαχαρικά.
Η κίνηση αυτή κυρίως διαπιστώνεται στις αστικές ή δυτικομαθημένες ελληνικές περιοχές του 19ου αιώνα όπως στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στην Αθήνα, στην Κύπρο, στα Επτάνησα και λιγότερο στην Πελοπόννησο. Ο Ανδρέας Λασκαράτος σ’ ένα διήγημά του με τίτλο: “Ιστορία ενός γαλόπουλου” γραμμένο το 1886, σημειώνει ότι αρχοντικά σπίτια έτρεφαν γάλους ή τους αγόραζαν για τα Χριστούγεννα.
Ο πολύς λαός όμως συνέχιζε να περνά τις μέρες αυτές των εορτών με βραστή όρνιθα ή πετεινό που έδιναν νόστιμο ζουμί. Σε περίπτωση βέβαια αρραβώνα συνήθιζε ο αρραβωνιαστικός να στέλνει γαλόπουλο στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, προφανώς για ευνόητους λόγους. Στη χώρα μας, στα περισσότερα μέρη έσφαζαν χοίρους και συνηθίζουν και σήμερα να σφάζουν με τελετουργικά “χοιροσφάγια”.
Με το θερμαντικό του κρέας και λίπος περνούσαν τόσο τις μέρες των εορτών, όσο και αρκετό διάστημα της περιόδου του χειμώνα, συντηρώντας το σε πήλινα δοχεία με το λίπος του και μαγειρεύοντάς τον με πολλούς τρόπους. Με τον καιρό οι αγοραστικές ικανότητες του κοινού αυξήθηκαν και οι δυνατότητες για εμπορική εκτροφή της γαλοπούλας πολλαπλασιάστηκαν. Οι αγρότες γαλοβοσκοί κατέβαζαν τις παραμονές των Χριστουγέννων τα κοπάδια τους στις πόλεις.
Ένα γραφικό θέαμα και ακρόαμα των ξαφνιασμένων πουλιών που υπάκουαν διαμαρτυρόμενα στο καλαμένιο ραβδί, ώσπου, παρά τη θέλησή τους, ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν στα κοτέτσια των αγοραστών, όχι για πολύ χρονικό διάστημα, αφού έπρεπε να “θυσιαστούν” για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Όμως “ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν και οι καιροί”, όπως λέει εκείνο το παλιό νοσταλγικό τραγούδι.
Σήμερα στα κρεοπωλεία, αλλά και στις βιτρίνες των πολυκαταστημάτων οι γαλοπούλες, μαζί με άφθονη ποικιλία άλλων κρεάτων, είναι στη διάθεση του ενδιαφερόμενου καταναλωτή. Μία εξαιρετική έκδοση των Πανεπιστημιαών εκδόσεων όπως και όλες οι εκδόσεις τους με τίτλο «Στον καιρό της σχόλης» αναφέρεται στην Κρήτη του 17ου αιώνα.
Ένας Κρητικός, γεννημένος στον Χάνδακα, ο Τζουάνες Παπαδόπουλος έζησε την μακρόχρονη πολιορκία της πόλης του από τους Τούρκους και στα 1669 κατέφυγε, όπως και τόσοι άλλοι στα Επτάνησα.Τελικός του προορισμός για να εγκαστασταθεί ήταν η Πάδοβα. Εκεί έγραψε τις αναμνήσεις του για τη χαμένη πατρίδα, κρατώντας την με τα γραπτά του ολοζώντανη στην καθημερινότητά της και ιδιαίτερα σε ευτυχισμένες και επώδυνες ώρες της. Αναφέρεται στην αφθονία των χοίρων, στην εκτροφή τους με χαρούπια, στο πως τους συντηρούσαν μέσα στο βρασμένο τους λίπος, αλλά και στην άλμη, αφού τα κομμάτια του κρέατος τα κάπνιζαν κάτω από τις καμινάδες και πως έφτιαχναν το χοιρομέρι.
Μας αναφέρει τα γουρουνάκια γάλακτος που έτρωγαν, είκοσι πάνω κάτω μέρες μετά τη γέννησή τους, κάθε εποχή.
Επίσης τα αγριοκάτσικα που έφερναν από την περιοχή των Σφακίων και από τα βουνά των Χανίων. Τέλος για την ποικιλία των νοστιμότατων πουλερικών όπως τα καπόνια (πετεινοί), κότες και τις γαλοπούλες που συνήθιζαν να τρώνε. Σχετικά με τις γαλοπούλες τις άφηναν να μεγαλώσουν, πολλές φορές γινόταν δύο αλλά και τριών ετών, ίσως και περισσότερων και πολλοί ήταν εκείνοι που τις εκτιμούσαν στα γιορτινά συμπόσια.
Αλίμονο σ’ εκείνον που τολμούσε να φάει μία μπουκίτσα από το στήθος τους δεν μπορούσε όλη μέρα ούτε ψωμί να τσιμπήσει και όμως, όταν τελείωνε το δείπνο, το καταβρόχθιζαν οι υπηρέτες του σπιτιού, αλλά την πάθαιναν και αυτοί, καθώς καταλάβαιναν την απάτη εκ των υστέρων. Τέτοιες μέρες… και τότε και σήμερα οι άνθρωποι μαζεύονταν οικογενειακά και φιλικά να φάνε, να πούνε, να γιορτάσουν και να διασκεδάσουν! Αφού οι μέρες το καλούσαν, ήταν μέρες αγάπης!