Η ενθρόνιση του νέου αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ευγενίου Β΄, που έγινε το Σάββατο, 5 Φεβρουαρίου τ.έ. στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, πολιούχου του Ηρακλείου, σε μια λαμπρή τελετή, είναι βέβαιο ότι ανοίγει μια νέα σελίδα για την Εκκλησία της Κρήτης και, κατ’  επέκταση, για τους Κρητικούς, ιδιαίτερα δε για την πόλη του Ηρακλείου και τα χωριά που ανήκουν στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης.

Ύστερα από την αρχιεπισκοπική περίοδο του σεμνού και ασκητικού αρχιεπισκόπου Ειρηναίου (2006-2021), στο τιμόνι της Εκκλησίας της Κρήτης βρίσκεται ένα αρχιεπίσκοπος, αφενός νέος στην ηλικία, ώστε να έχει τον καιρό και τη δύναμη να ξεδιπλώσει και να πραγματώσει το όραμά του για την τοπική Εκκλησία, και, αφετέρου, ώριμος στα εκκλησιαστικά πράγματα, ώστε η συσσωρευμένη πείρα και τα χαρίσματά του να αποτελούν τα εχέγγυα για τη λήψη των πλέον λυσιτελών για την Εκκλησία αποφάσεων.

Γνώρισα τον νέο αρχιεπίσκοπο το 1991 στον ιστορικό ναό της Παναγίας των Σταυροφόρων, όταν ο έφηβος Βαγγέλης Αντωνόπουλος (14 ετών περίπου) προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ναό, του οποίου προϊστάμενος ήταν ο πρεσβύτερος τότε και αργότερα μητροπολίτης Πέτρας και Χερρονήσου κυρός Νεκτάριος και όπου λειτουργούσαν δυο εξαίρετοι ιερείς, ο π. Ιάσων Χαμηλάκης και ο π. Ιωάννης Τσαγκαράκης.

Ο νεαρός Βαγγέλης έδειχνε από τότε την αγάπη και την αφοσίωσή του προς την Εκκλησία: έδινε πρώτος, πρωί-πρωί,  το «παρών», βοηθούσε τους ιερείς στο Άγιο Βήμα, φρόντιζε ώστε όλα να γίνονται με τάξη, υπακούοντας στους ιερείς, που τον υπεραγαπούσαν όχι μόνο για την προσφορά του στο ναό αλλά κυρίως για την ευλάβεια και την ευσέβειά του. Λιγομίλητος, με την εφηβική ντροπαλότητα, αλλά ακούραστος στην εθελοντική διακονία του.

Στο πρόσωπό του έβλεπες μια εσωτερική λάμψη, μια χαρά, που ήταν απόρροια της σχέσης του με το ναό και τα τελούμενα εντός του ναού. Θα έλεγα ότι στο πρόσωπό του εύρισκε εφαρμογή το ψαλμικό: «Κρείσσων ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου ὑπὲρ χιλιάδας» (Ψαλμ. 83,11) ή το: «Ὁζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με» (ψαλμ. 68,10) ή το: «Ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου σου καὶ τόπον σκηνώματος δόξης σου»(ψαλμ. 25,8). (μετάφραση: «Είναι προτιμότερο να ζήσω στο ναό σου μια μέρα παρά να ζω χιλιάδες μέρες» και «Η μεγάλη αγάπη μου για το ναό σου μ’ έχει κάψει σαν τη φωτιά» και «Κύριε, αγάπησα την ομορφιά του οίκου σου και τον τόπο όπου κατοικεί η δόξα σου»).

Μεγάλη και καθοριστική ήταν η επίδραση που άσκησε στον νεαρό Ευάγγελο η γνωριμία του με τον προϊστάμενο της Παναγίας των Σταυροφόρων, κατόπιν πρωτοσύγκελλο της Αρχιεπισκοπής Κρήτης και λίγο αργότερα μητροπολίτη Πέτρας, τον χαρισματικό και μεγαλειώδη στην όψη και την ψυχή κυρό Νεκτάριο.

Ό Νεκτάριος υπήρξεν ο πνευματικός οδηγός του, το στήριγμά του και ο άνθρωπος που τον μύησε στην εκκλησιαστική ζωή και του γνώρισε ότι Εκκλησία δεν είναι οι τύποι αλλά το βίωμα και η πράξη. Έτσι ο Ευάγγελος, αναθρεμμένος με την αγάπη προς την παράδοση της Ορθοδοξίας από τους γονείς του, έχοντας εσωτερική κλίση και βαθιά αγάπη προς τη ζωή της Εκκλησίας και με οδηγό ένα χαρισματικό εκκλησιαστικό άνδρα, ακολούθησε σταθερά το δρόμο που είχε ανοίξει γι’ αυτόν ο Θεός δια του γέροντός του.

Έκτοτε η πορεία του υπήρξε ανοδική τόσο από την άποψη της εκκλησιαστικής αλλά και της θύραθεν μόρφωσης και καλλιέργειας, όσο και από την άποψη της εκκλησιαστικής  ιεραρχίας: πτυχίο Θεολογίας, μεταπτυχιακό, μοναχική κουρά, διάκονος πρεσβύτερος και ιεροκήρυκας στην Ιερά Μητρόπολη Πέτρας δίπλα στο γέροντά του μητροπολίτη  Νεκτάριο, επίσκοπος Κνωσού και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και τώρα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης.

Όλη αυτή η πορεία του μικρού αγοριού που διακονούσε με αφοσίωση στην Παναγία των Σταυροφόρων είναι στ’ αλήθεια θαυμαστή. Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος κ. Ευγένιος δεν παύει να αναφωνεί κάθε στιγμή το χρυσοστομικό «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», καθώς σε όλη του την πορεία βλέπει και αναγνωρίζει δοξολογικά και ευχαριστιακά τον παρουσία του Θεού.

Στο τιμόνι, λοιπόν, της Εκκλησίας της Κρήτης βρίσκεται ένας άξιος τιμονιέρης, ένας οιακοστρόφος που γνωρίζει τα πράγματα εκ των έσω, που έχει τη γνώση, την πείρα και προπάντων την ακράδαντη πίστη στον Τριαδικό Θεό, ώστε να κυβερνήσει το πλοίο της Εκκλησίας με σοφία και με σύνεση.

Δεν είναι ίσως τυχαίο που φέρει το όνομα του μεγάλου πρώτου αρχιεπισκόπου Κρήτης κυρού Ευγενίου, ο οποίος άνοιξε νέους δρόμους για την Εκκλησία της Κρήτης οργανώνοντάς την, αναγεννώντας την όσον αφορά τη λειτουργική ζωή και το κοινωνικό έργο. Ο νέος αρχιεπίσκοπος είναι πρωτίστως αφοσιωμένος  στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι υπέρμαχος των δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου, διατηρώντας έτσι την δισχιλιετή σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με τη Μητέρα Εκκλησία και υπηρετώντας το οικουμενικό όραμα της Μεγάλης Εκκλησίας. Πλήρης όμως είναι και η αφοσίωσή του στο έργο του.

Ο νέος αρχιεπίσκοπος αγαπά την Εκκλησία της Κρήτης, αγαπά τον τόπο του, αγαπά την Κρήτη, της οποίας την ιστορία γνωρίζει όσο λίγοι. Θα έλεγα πως είναι ένας οικουμενικός κρητολάτρης, με την έννοια ότι βλέπει την Κρήτη με οικουμενική ματιά, επειδή ακριβώς γνωρίζει το ρόλο που μπορεί να παίξει το νησί μας και η Εκκλησία του στο πλαίσιο του σημερινού κόσμου.

Και δεν εννοεί μόνο τον τουρισμό, όπως είπε στον εμπνευσμένο λόγο που εκφώνησε κατά την ενθρόνισή του. Εννοεί τις πολιτιστικές δυνάμεις που κρύβει το νησί, με τα Πανεπιστήμιά του, με τους αρχαιολογικούς του χώρους, με τους πνευματικούς του ανθρώπους, με την ιστορία και τον πολιτισμό του, στοιχεία που μπορούν, αναπτυσσόμενα και προβαλλόμενα, να αναδείξουν το αληθινό πρόσωπο της Κρήτης.

Ο κ. Ευγένιος έχει όλα τα χαρίσματα, για να διοικήσει την Εκκλησία και να συντελέσει σε μια αναγέννησή της και προβολή του μεταμορφωτικού της λόγου στο μεταβαλλόμενο κόσμο μας. Είναι άνθρωπος με βαθιά μόρφωση και καλλιέργεια, άριστος χειριστής του λόγου, γνώστης των προβλημάτων της Εκκλησίας και του σύγχρονου ανθρώπου.

Τον χαρακτηρίζουν η γνήσια κοινωνικότητα, που μεταφράζεται ως αγάπη προς τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, η πρόκριση του διαλόγου για την επίλυση των προβλημάτων, η μεθοδικότητα και η οργανωτικότητα, η ισχυρή θέληση, ενώ ως άνθρωπος είναι εύχαρις  και καταδεκτικός κι έχει μια μοναδική ικανότητα να κερδίζει αμέσως τον συνομιλητή του.

Πάνω από όλα, όμως, ο νέος αρχιεπίσκοπος είναι ένας πνευματικός άνθρωπος, με την έννοια που δίνει στον όρο η Εκκλησία. Είναι, δηλαδή, ένας άνθρωπος με πνευματική ζωή, η οποία είναι απόρροια της προσευχής, της άσκησης και της λειτουργικής ζωής. Όλα, όμως, είναι δωρεές του Αγίου Πνεύματος, το οποίο διαιρεί και μοιράζει τα χαρίσματα και συντηρεί το θεσμό της Εκκλησίας. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα που χορηγεί τα πάντα, ιεροσύνη και αρχιεροσύνη δεν υπάρχει.

Ο κ. Ευγένιος πρωτίστως είναι επίσκοπος και αρχιερέας: επίσκοπος, επειδή έχει την ευθύνη, πνευματική και διοικητική, και αρχιερέας, επειδή είναι εκείνος που τελεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει Εκκλησία. Επομένως, Εκκλησία υπάρχει όπου υπάρχει ο επίσκοπος και όπου υπάρχει ο επίσκοπος, εκεί τελείται και η Θεία Ευχαριστία, που σημαίνει ότι «όπου επίσκοπος εκεί και Εκκλησία» και, όπως γράφει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος «που ἄν φανῇ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω» (Επιστ. 7, 8,2).

Αυτής τής  κεντρικής θέσης του επισκόπου έχει απόλυτη επίγνωση ο νέος αρχιεπίσκοπος, που υπ’ αυτή την έννοια ως κεντρικό σκοπό του έχει να οδηγήσει τους ανθρώπους στην Εκκλησία, την κιβωτό της σωτηρίας, να αναδείξει το σωτηριολογικό της ρόλο, να την απαλλάξει από όλα εκείνα που διαστρέφουν, αλλοιώνουν και αλλοτριώνουν τη διδασκαλία και το σκοπό της. Γι’ αυτό είναι σίγουρο ότι θα ξεκινήσει πρώτα από όλα από τη μικρογραφία της όλης Εκκλησίας, την Ενορία, εκεί που χτυπά η καρδιά του εκκλησιαστικού θεσμού.

Είναι βέβαιο ότι με το νέο αρχιεπίσκοπο άνοιξε μια νέα σελίδα για την Εκκλησία της Κρήτης. Οι προσδοκίες είναι πολλές αλλά και τα προβλήματα περισσότερα. Ο ίδιος γνωρίζει τα προβλήματα κι έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι περιμένουν από εκείνον πολλά. Γνωρίζει ακόμη ότι η θέση του έχει και μια σταυρική διάσταση, υπό την έννοια ότι το φορτίο που σηκώνει στους ώμους του είναι βαρύ και ότι τα εμπόδια, οι δυσκολίες και ο σκανδαλισμός παραμονεύουν.

Ωστόσο, η γνώση του, η πείρα, τα πολλά χαρίσματά του, το γεγονός ότι χαίρει της αποδοχής και της αγάπης κλήρου και λαού, κυρίως όμως η πίστη του στο Θεό και η βεβαιότητά του ότι μετά τη σταύρωση ακολουθεί η ανάσταση, αυτό το βίωμα της χαρμολύπης, επειδή «ὁύδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν μετ’ ἀνέσεως»(άγιος Ισαάκ ο Σύρος), αποτελούν τα όπλα του στο νέο στάδιο που ανοίχτηκε με τη χάρη του Θεού μπροστά του.

Όλοι όσοι τον αγαπούμε και πιστεύουμε σ’ αυτόν ευχόμαστε να έχει την άνωθεν ενίσχυση και να θυμάται πάντοτε ότι είναι «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ» και «εἰς τύπον τοῦ πατρός», ώστε με το λόγο και το βίο του να οδηγεί τους ανθρώπους στη σωτηρία, εντός της Εκκλησίας, και να συμβάλλει με τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες του καθώς και με την όλη παρουσία του στην προαγωγή και πρόοδο του τόπου μας.