Ύστερα από την τεσσαρακονθήμερη πορεία που σηματοδοτεί η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πορεία αναβατική και δύσκολη, καθότι προϋποθέτει την άσκηση, δηλαδή την προσευχή, την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον, τη νηστεία, την περισυλλογή του νου και την περιφρούρηση των αισθήσεων, οι ορθόδοξοι χριστιανοί φτάνουμε στη Μεγάλη Εβδομάδα, την κορυφαία στιγμή του εορτολογίου της Εκκλησίας μας, και στο Πάσχα, την πιο μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας.

Και είναι Μεγάλη αυτή η Εβδομάδα, όχι γιατί διαρκεί περισσότερο χρόνο από τις άλλες εβδομάδες του έτους, αλλά γιατί τα γεγονότα που ενθυμούμαστε τις μέρες αυτές είναι μεγάλα και σωτηριώδη.

Πρόκειται για τις τελευταίες δραματικές στιγμές της επίγειας ζωής του Χριστού, όταν ο αναμάρτητος παραδίδεται «εις χείρας ανόμων» και «ως αμνός άμωμος» οδηγείται στη σφαγή και καταδέχεται εκουσίως να σταυρωθεί «υπέρ του γένους των ανθρώπων».’

Η Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει με την Κυριακή των Βαΐων, ημέρα κατά την οποία εορτάζουμε τη θριαμβευτική είσοδο του «επί πώλου καθημένου» Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, όπου τον υποδέχτηκαν, ως ελευθερωτή και Μεσσία, οι κάτοικοι της πόλης, με προεξάρχοντα τα άκακα και αθώα παιδιά, κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά ελιάς και φοινίκων, σύμβολα ειρήνης και νίκης.

Όμως, οι ίδιοι άνθρωποι είναι εκείνοι που ύστερα από λίγες ημέρες, με την παρακίνηση των Φαρισαίων και των αρχιερέων, θα φωνάξουν το «σταύρωσον» και θα απαιτήσουν από τον Πιλάτο να ελευθερώσει το Βαραββά και να σταυρώσει το Χριστό.

Είναι αυτή η ψυχολογία του όχλου, που είναι ασταθής και ευεπίφορος στις άνωθεν εντολές, στην προπαγάνδα, στην ψυχολογική χειραγώγηση. Είναι όσοι δεν μπορούν να δεχτούν κάτι νέο και ανακαινιστικό, όσοι παραμένουν προσκολλημένοι τυφλά και φανατικά σε απόψεις, πίστεις και ιδέες, χωρίς να μπουν στον κόπο της κριτικής τους αποτίμησης, χωρίς διάθεση ταπείνωσης.

Προπάντων όμως είναι το σιδερένιο χέρι του φόβου που τους κρατεί δέσμιους: φόβος της απόρριψης, της περιθωριοποίησης, της απώλειας σημαντικών πραγμάτων ή θέσεων και προπάντων ο φόβος του θανάτου. Όλα αυτά κρατούν τον άνθρωπο δέσμιο, καθηλωμένο στο στενό ορίζοντα του μικρού ατόμου του. Το λέει πολύ καθαρά η λύρα του Κάλβου:

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι

βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,

ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·

θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην

ἡ ἐλευθερία. (Ωδή εις Σάμον)

Αρετή και τόλμη θέλει η ελευθερία, μας λέγει ο ποιητής. Όσοι δεν τις έχουν, δούλοι θα μείνουν πάντα. Ο όχλος που ζήτησε τη σταύρωση του Χριστού, δέσμιος του φόβου, ούτε την αρετή ούτε την τόλμη είχε να δει καθαρά, να αρθεί πιο πάνω από το συναίσθημα του φόβου, ένα συναίσθημα σημαντικό βέβαια για την επιβίωση (το έχουν, εξάλλου, και τα ζώα), όχι όμως και για την ηθική και πνευματική ανύψωση του ανθρώπου.

Καθώς βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στη Μ. Εβδομάδα, υψώνεται μπροστά μας η πρόκληση: θα μείνουμε σταθεροί στο «ωσαννά», θα γίνουμε σαν τους «απειρόκακους παίδας», δηλαδή σαν τα παιδιά που δεν έχουν πείρα του κακού, υποδεχόμενοι τον Χριστό  με τα βάγια της δόξας και της νίκης, ή θα πάμε έμφοβοι με το μέρος των σταυρωτών Του, δηλαδή με τον απρόσωπο όχλο και τους αρχιερείς και φαρισαίους;

Θα έχουμε την τόλμη να συμπορευτούμε και να σταυρωθούμε μαζί Του όσον αφορά τα πάθη, τις αδυναμίες, τις μικρότητες, τις κακίες, το μίσος και τον εγωισμό μας; Θα έχουμε την αρετή να δούμε την αλήθεια γύρω μας και να αφήσουμε στην άκρη το ψέμα, την ιδιοτέλεια, τα μικροσυμφέροντα και την πλεονεξία που κάνουν τη ζωή μίζερη;

Ο πορευόμενος προς το σταυρό Κύριος ακολουθεί το δρόμο του Πάθους, πορεύεται προς το Γολγοθά, όπου τον περιμένει ο σταυρός του μαρτυρίου. Στο Γολγοθά Τον ακολουθούν λίγα δικά Του πρόσωπα:  η Παναγία, ο αγαπημένος Του μαθητής Ιωάννης, Μαρία η Μαγδαληνή και λίγες άλλες πιστές και τολμηρές γυναίκες.

Τον ακολουθούν, όμως, και οι βάναυσοι Ρωμαίοι στρατιώτες και ο όχλος των Εβραίων που είχε ζητήσει τη θανάτωσή Του. Η σκηνή αυτή επαναλαμβάνεται συχνά στην καθημερινότητα και στην ιστορία. Συχνά άνθρωποι μεμονωμένα ή και λαοί ολόκληροι οδηγούνται στη δική τους σταύρωση, στο δικό τους μαρτύριο από τους «Φαρισαίους», τους «Πιλάτους» και τους «αρχιερείς» κάθε εποχής.

Στην πορεία τους αυτή άλλοι τους συμπονούν και συμπορεύονται μαζί τους κι άλλοι τους χλευάζουν και παίρνουν το μέρος των σταυρωτών. Σήμερα ένα τέτοιο φαινόμενο είναι αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία. Οι ηγέτες (πολιτικοί, στρατιωτικοί και θρησκευτικοί) της ισχυρής Ρωσίας, σαν άλλοι Φαρισαίοι, Πιλάτοι και Ιουδαίοι αρχιερείς,  «σταυρώνουν» όχι ένα κρατικό μηχανισμό ή μια ηγεσία αλλά έναν ολόκληρο λαό, σπέρνοντας το θάνατο, αφανίζοντας ό, τι έχει δημιουργήσει η ανθρώπινη εργασία, καταδικάζοντας σε στασιμότητα, φτώχεια και πείνα εκατομμύρια ανθρώπους.

Καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να υπάρξει για ένα τέτοιο έγκλημα, επειδή κανείς επιθετικός πόλεμος δεν μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί. Βεβαίως, στην πολιτική αναμάρτητοι δεν υπάρχουν. Λάθη είχαν γίνει και από την πλευρά της Ουκρανίας. Ωστόσο, αυτό δεν δίνει το δικαίωμα σε κανέναν να στέλνει στο θάνατο αθώους ανθρώπους και να καταστρέφει αδιακρίτως.

Το πρόβλημα είναι ότι απέναντι σ’  αυτή τη «σταύρωση» κάποιοι τρίτοι ακολουθούν τους «σταυρωτές» και επιδοκιμάζουν τις πράξεις τους, κάποιες φορές μάλιστα και άνθρωποι από το χώρο της Εκκλησίας. Είναι σαν να αποδέχονται ότι ο όχλος που φώναζε το «σταυρωθήτω» για τον Χριστό είχε δίκιο.

Το πιο τραγικό είναι ότι επιδοκιμάζουν έναν «ορθόδοξο» ηγέτη κι έναν «ορθόδοξο» πατριάρχη που συμπεριφέρονται σαν τους φαρισαίους, τηρώντας τους τύπους της πίστης τους και ξεχνώντας τη φράση του Χριστού: «έλεος θέλω και ου θυσίαν» (θέλω ευσπλαχνία και αγάπη και όχι θυσίες και θρησκευτικούς τύπους). Όλοι αυτοί φαίνεται να λησμονούν το φοβερό «ουαί υμίν Φαρισαίοι υποκριταί!» και ότι  σταυρός του Χριστού μάς κρίνει όλους, γιατί είναι, όπως λέει ένα τροπάριο, «ζυγός δικαιοσύνης».

Πάνω από το σταυρό ο Χριστός συγχώρησε τους σταυρωτές Του, λέγοντας το «ουκ οίδασι τι ποιούσι» (δεν ξέρουν τι κάνουν). Την άγνοια αυτή δεν μπορεί να την επικαλεστεί σήμερα κανείς: ούτε οι επιτιθέμενοι ούτε όσοι τους επιδοκιμάζουν ή τους ακολουθούν. Γι’  αυτό και είναι δύσκολο να τους δώσει άφεση αμαρτιών η ιστορία. Γι’  αυτό το Πάσχα μάλλον θα αργήσει πολύ γι’  αυτούς.