Παρουσιάζουν άραγε
τα τελευταία χρόνια
αυξητική τάση
τα φαινόμενα
ενδοσχολικής βίας;
Στηριζόμενοι καθαρά στα εμπειρικά μας δεδομένα, θα απαντήσουμε πως ναι. Οι σημερινές σχολικές μικροκοινωνίες όχι απλώς έχουν σημαντικές διαφορές με τις αντίστοιχες προ δεκαπενταετίας, αλλά ολότελα έχουν αλλάξει ριζικά και μετά τις περιόδους των πρόσφατων υποχρεωτικών εγκλεισμών.
Η ενδοσχολική βία, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις κοινωνικές εξελίξεις την τελευταία περίοδο.
Τα παιδιά που φοιτούν σήμερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μεγάλωσαν μέσα στην οικονομική κατάρρευση της χώρας. Οι οικογένειές τους πιθανότατα βίωσαν τρομερή πίεση εξαιτίας της ακραίας ανεργίας, της μεγάλης αβεβαιότητας για το μέλλον, της διάψευσης των προσδοκιών τους σε πολλαπλά επίπεδα, της επιδεινωσης των εργασιακών σχέσεων και της δυσβάσταχτης οικονομικής δυσπραγίας. Αυτές οι επώδυνες καταστάσεις αφήνουν σε όλους έντονο αποτύπωμα, πόσο μάλλον στα πιο ευαίσθητα μέλη της κοινωνίας: στα παιδιά.
Ο υποχρεωτικός εγκλεισμός εξαιτίας των υγειονομικών μέτρων για την covid -19, ήρθε να επιδεινώσει μια ήδη επιβαρυμένη κατάσταση.
Παιδιά και έφηβοι, στην πιο δυναμική και εξωστρεφή φάση της ζωής τους, σε μια περίοδο όπου θα έπρεπε φυσιολογικά να σφυρηλατούν τις κοινωνικές τους δεξιότητες και να διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους αλληλεπιδρώντας με τον κοινωνικό τους περίγυρο, βρέθηκαν κλεισμένοι μέσα σε τέσσερις τοίχους.
Βομβαρδισμένοι από καινούργιους φόβους και ανασφάλειες και με μοναδική διεξοδο στον κόσμο μια οθόνη υπολογιστή ή κινητού, έχασαν κρίσιμα και δυσαναπλήρωτα χρόνια στην κοινωνική και ψυχολογική τους εξέλιξη.
Το σχολείο σήμερα δεν έχει κατορθώσει να προσαρμοστεί ακόμη σε αυτή την καινούργια πραγματικότητα.
Ειδικά η δευτεροβάθμια εκπαίδευση εξακολουθεί να λειτουργεί μονολιθικά, με μοναδικό στόχο να βγάλει ύλη και να προετοιμάσει τα παιδιά για τις εξετάσεις, στοιβάζοντάς τα κατά κανόνα σε ακατάλληλα κτίρια και απαράδεκτα προαύλια.
Έτσι, όχι απλώς δεν κατορθώνει να αμβλύνει την πίεση που έχουν δεχθεί οι μαθητές όλα αυτά τα χρόνια και να την εκτονώσει, παρά τους φορτώνει και με (αχρείαστη) καινούργια. Επιβεβαιώνεται έτσι μια από τις πιο βασικές αρχές της Φυσικής: όσο μεγαλύτερη πίεση ασκείς σε ένα σύστημα ενώ ταυτόχρονα μειώνεις τον χώρο του, τόσο ευκολότερα το οδηγείς στην έκρηξη.
Η καθημερινή παρουσία ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού στις σχολικές μονάδες καθώς και η επαναφορά στο αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων και ειδικοτήτων που δε σχετίζονται άμεσα με τη χρησιμοθηρία των εξετάσεων αλλά δίνουν στα παιδιά χώρο και χρόνο να εκφραστούν δημιουργικά και να χαλαρώσουν, θα μπορούσαν να είναι μερικά μέτρα προς την ανακούφιση της δύσκολης καθημερινότητας που βιώνουμε μαθητές και καθηγητές καθημερινά. Η υλοποίησή τους είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης και δυστυχώς δε διαφαίνεται να βρίσκεται ψηλά στις κυβερνητικές προτεραιότητες αυτή τη στιγμή.
Κατά τα λοιπά, όσο η κοινωνία πιέζεται και υποφέρει από τη βία της φτώχειας και της ανέχειας, της ανεργίας και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της ανισοκατανομής του παραγόμενου πλούτου, της αβεβαιότητας, της ματαίωσης και της απαισιοδοξίας για το μέλλον, αυτή η κοινωνική βία θα εξελίσσεται και θα μετασχηματίζεται σε ενδοσχολική, ενδοοικογενειακή, αθλητική κ.ά.
* Ο Λευτέρης Κουγιουμουτζής είναι χρονογράφος, εκπαιδευτικός και μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Ηρακλείου