Αγαπημένα μας παιδιά, νικητές της πάλης των πανελληνίων εξετάσεων, αντάρτες της γνώσης και της μάθησης, η στοργή και η απέραντη αγάπη μας, θα σας συνοδεύουν εκεί στα Α.Ε.Ι., τα οποία  εσείς, κατ’ επιλογήν ή όχι, διαλέξατε να βαδίσετε το δρόμο της ζωής σας, που ίσως να μην είναι και τόσο  βατή η διάβαση για τον τερματισμό της γιατί:

«Ζωή φοιτητική περνάς πάντα ζωή και κότα

ξέγνοιαστα και ανέμελα και όχι σαν και πρώτα»

«Μα ναι φορές που ο φοιτητής σε καταιγίδες μπαίνει

μα αν έχει ομπρέλα το μυαλό αδιάβροχος θα βγαίνει»

Και πριν ο προσωρινός χωρισμός επέλθει… Ένα παιδί είπε και εζήτησε από τον πατέρα του… όταν ήταν έτοιμο να πετάξει, σαν χελιδονάκι, στον απέραντο, συννεφιασμένο ουρανό, που λέγεται ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΖΩΗ:

—Δώσε μου λιγάκι ουρανό και φτερά για να πετάξω.

Κι εκείνος του απάντησε:

…-Σου έδωσα τον ουρανό, τη ΖΩΗ, Σου δίνω τα φτερά μου και φτάσε ακόμη πιο ψηλά από ό,τι έφτασα εγώ.

Τότε το παιδί του απάντησε:

—-Είναι εύκολο το πέταγμα, Πατέρα, με ξένα φτερά;

Ο πατέρας λίγο κοντοστάθηκε για να απαντήσει!

….Εγώ σου δίνω την ώθηση με τα χέρια μου, (τα φτερά μου) στα δικά σου φτερά. Ακόμη σου δίνω  όλες μου τις δυνάμεις όπως και να τις ονομάζουμε, πνευματικές, οικονομικές, ψυχικές κλπ,  στο πέταγμά σου. Εσύ χρησιμοποίησέ τις για να φτάσεις εκεί που θέλεις.

….Ένα μόνον να κρατάς πάντα στο μυαλό σου, όπου κι αν είσαι, όσο ψηλά κι αν πετάς:

…«Να μη λησμονείς ποτέ τα πιο ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ στη ζωή. Και αυτά είναι: Η οικογένειά σου, τα παιδιά σου, η υγεία σου, η πατρίδα σου, η θρησκεία σου και οι φίλοι».

Με τρεμάμενη φωνή το παιδί  απάντησε:

…Σε  ευχαριστώ πατέρα μου, για ό,τι μου έμαθες και για ό,τι απλόχερα μου προσφέρεις και μου πρόσφερες, σύμφωνα με τα ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ της ζωής τα οποία όπως εσύ δεν ξέχασες ποτέ έτσι κι θα τα προσέχω ως σαν τα μάτια μου  όπως εσύ μου έμαθες να τραγουδώ:

«Όταν τα μάθια δεν μπορούν το φως τους να σου δώσουν…

μονάχα εκείνοι που πονούν μπορούνε να σε νοιώσουν.

Και με χοντρές σταγόνες στις άκρες των ματιών του πέταξε στον απέραντο ουρανό που λέγεται ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΖΩΗ…

Και ο πατέρας αφημένος και συνεπαρμένος από τις σκέψεις, τους κινδύνους ενός πρωτοπετάγματος, κοιτάζοντας ώρες ατέλειωτες τον νέο φοιτητή, προσπαθώντας κάτι  να μονολογήσει κάποια δάκρυα φανερώνονται  στις άκριες των ματιών του και με τρεμάμενη εσώψυχη συμβουλευτική φωνή, στέκοντας όρθιος στους πρόποδες μιας πρωτόγνωρης ανηφόρας του παιδιού μονολογεί: τις παρακάτω ενθαρρύνσεις… λες και τον άκουγε στο πέταγμά του:

Ίσως στο διάβα τση ζωής να μπεις σε καταιγίδα.

Μη φοβηθείς, σου έλαχε, βρες μοναχός σου ασπίδα.

Μαζί σου εμπλεχτήκανε κι άλλοι στη… καταιγίδα.

Μονάχοι τους προσπάθησαν κι ευρήκαν τη σανίδα.

Μια καταιγίδα άνθρωπος δύσκολα τη δαμάζει.

Είναι στοιχειό απότομο κι αυτό τονε τρομάζει.

Μα εσύ που μπήκες σήμερα πάλεψε θα νικήσεις.

Στη πάλη σου μες στη ζωή άλλους  μην αδικήσεις.

Αντάρες, μπόρες και βροχές ποτέ μη σε τρομάζουν,

είναι βουβές κι ανήμπορες μονάχα στάλες… στάζουν.

Και τη βροντή… μη φοβηθείς ήχο μεγάλο βγάνει.

Φωνή που κράζει δυνατά ίσως… καλό σου κάνει.

Αυτή που τρέχει και σκορπά τη σπίθα τσ αφουνάρας

να τη φοβάσαι στη ζωή, κι ας… μοιάζει παιχνιδιάρας.

Στο λογισμό σου τρέχουνε νερά θολά  οι σκέψεις…

Ποιος σ’ αγαπά, ποιος σε μισεί, θα πρέπει να μαντέψεις.

Φουργιάρικ’ είναι η μοίρα σου και δε σου αφουγκράται

τη καταιγίδα φέρνει σου μηδέ σε συλλογάται.

Μα με μυαλό και με καρδιά τη μοίρα να δαμάζεις.

Στην καταιγίδα τση ζωής τόλμησε μη διστάζεις.