Η κριτική είναι λόγος για τη λογοτεχνία. Η αξία της έγκειται όχι στην αλήθεια αλλά στην εγκυρότητα, στον τρόπο που υποδεικνύει για την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Έχει λιγότερο αξιολογικό και περισσότερο ενημερωτικό-διαμεσολαβητικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι υποδεικνύει στοιχεία που συνθέτουν τη λογοτεχνική υπόσταση των έργων.
Αυτό επιδιώκει ο γνωστός, από τα βιβλία και τα άρθρα του, Γεώργιος Ν. Σχορετσανίτης στην πρόσφατη συναγωγή εξήντα επτά κριτικών κειμένων, τα οποία στεγάζει κάτω από τον τίτλο Ανατρεπτικοί λογοτεχνικοί έρωτες.
Στον καλαίσθητο τόμο ο συγγραφέας επικυρώνει την άποψη ότι «η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα, η κακή λογοτεχνία τα απαντά (Αχ. Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία λογοτεχνίας, Κίχλη 2015, σ. 13).
Ή, αλλιώς, ότι «η γνήσια λογοτεχνία δεν είναι αυτή που κολακεύει τον αναγνώστη, επιβεβαιώνοντας τις προκαταλήψεις του, αλλά εκείνη που τον κεντρίζει και τον στριμώχνει, που τον αναγκάζει να ξαναλογαριαστεί με τον κόσμο του και με τις βεβαιότητές του» (σ. 339). Στον συγκεκριμένο τόμο ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με βιβλία «καλής» λογοτεχνίας που τον «κεντρίζουν».
Πρόκειται για σημαντικούς λογοτέχνες, όπως ο Αμερικανός διηγηματογράφος και ποιητής Ρέιμοντ Κάρβερ (Αρχάριοι, Μεταίχμιο, 2018), ο Γιόζεφ Ροτ (Τα χρόνια των ξενοδοχείων, Άγρα, 2019), ο Αντρέα Καμιλλέρι (Το ολόδικό μου, Ελληνικά Γράμματα, 2019), η Τζούνα Μπαρνς (Νυχτοδάσος, Gutenberg, 2019), o Σωλ Μπέλοου (Άδραξε τη μέρα, Καστανιώτης, 2018), ο πρόσφατα χαμένος Μιχάλης Τζανάκης (Ο αιώνας του καπετάνιου, Ραδάμανθυς, 2020), ο Μένης Κουμανταρέας (Τα μηχανάκια, Πατάκης, 2019) και άλλοι πολλοί.
Ο Σχορετσανίτης προσεγγίζει στα κείμενα αυτά με σεβασμό τη λογοτεχνική δημιουργία. Κατοπτεύοντας με θαυμαστή επάρκεια το έργο των συγγραφέων, παρέχει μια ευρεία αναγνωστική βάση, παραθέτοντας βιογραφικές ή άλλες πληροφορίες, κάποτε εκπληκτικές λεπτομέρειες για έργα και δημιουργούς.
Παράλληλα, επιχειρεί να εντάξει το έργο στο ιστορικό του πλαίσιο, προκειμένου να κάνει ευχερέστερη την κατανόηση. Η αναφορά στην ιστορική πραγματικότητα της Μεγάλης Βρετανίας των αρχών του 20ού αιώνα παρέχει την υποστηρικτική βάση για την ανάγνωση του έργου της Τζούνα Μπαρνς (Νυχτοδάσος, σ. 122).
Το ίδιο και η αναφορά στο ελληνικό μετεμφυλιακό κλίμα μέσα στο οποίο εξελίσσεται η πεζογραφία του Μένη Κουμανταρέα (σ. 227) ή η τραγική πραγματικότητα της μεγάλης πείνας του 1845, που υπόκειται στο εντυπωσιακό μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρι (Μέρες δίχως τέλος, σ. 237).
Τη μεγαλύτερη έκταση στα κριτικά κείμενα καταλαμβάνει η αναφορά στα περιεχόμενα των έργων. Ο κριτικός, με αναλυτικές περιγραφές –ενίοτε υπέρ το δέον εκτεταμένες–, μας φέρνει σε επαφή με σημαντικά λογοτεχνικά έργα, πεζά ή ποιητικά. Η γνώση και η επίπονη έρευνα τροφοδοτούν την αφήγηση, μέσω μιας ευφορικής χρήσης της γλώσσας, και συγκροτούν ένα βιβλίο με συγκεκριμένο συνεκτικό άξονα, εκείνον της πολύμορφης και πολύτροπης παρουσίας του έρωτα.
Έρωτες δύσκολοι, μαρτυρικοί, θνησιγενείς, ανιαροί, ατελέσφοροι, αλλά και ρομαντικές ιστορίες αγάπης συνδυάζονται με ζητήματα καθημερινότητας, με θέματα μοναξιάς, υπαρξιακής αναζήτησης, σεξουαλικής απελευθέρωσης. Ο σεβασμός στα κείμενα στρέφει τον κριτικό στον λόγο των δημιουργών: παραθέτει αποσπάσματα των έργων, οδηγώντας μας κατευθείαν στις πηγές.
Αλλά η ουσιωδέστερη εισφορά του είναι η εστίαση στα σημεία αιχμής των έργων: «Ο Γιάκομπσεν», γράφει, «ξεδιπλώνει σε λίγες σελίδες τη βαθύτερη ψυχολογία του ανθρώπου, καταγγέλλει την υποκρισία της εποχής, την εύκολη προσφυγή στη βία, την αντικοινωνικότητα, όλα εκείνα τελικά που προηγουμένως καταδίκαζε απερίφραστα» (Πανούκλα στο Μπέργκαμο, σ. 231). Η γνώση οδηγεί στη γνώμη και στην κριτική τόλμη.
Ο συγγραφέας εκφέρει με παρρησία την άποψή του και διατυπώνει ευθύβολες παρατηρήσεις. Σχολιάζοντας, π.χ. το Γερμανικό Φθινόπωρο του Στιγκ Ντάγκερμαν σημειώνει ότι ο συγγραφέας «κοιτάζει τα πράγματα με διεισδυτικά, σοφά και έντονα αναρχικά μάτια από απόσταση, με ειλικρίνεια και συμπόνια.
Η αναντίρρητη και προφανής αρετή του Ντάγκερμαν είναι ο αναρχισμός του μυαλού και του πνεύματός του και ίσως αυτό να κάνει τελικά το Γερμανικό Φθινόπωρο ένα υπέροχο αλλά και συνταρακτικό, ταυτόχρονα, βιβλίο» (σ. 187-8). Η ευρύτερη γνώση των λογοτεχνικών πραγμάτων επιτρέπει συσχετισμούς και παραλληλισμούς οι οποίοι, χωρίς να εκτρέπουν από τον κεντρικό στόχο, συμβάλλουν στην πληρέστερη κατανόηση των έργων.
Σχολιάζοντας, π.χ., ο κριτικός τη νουβέλα Το τελευταίο εμπόδιο της Μαριλένας Παππά, μας οδηγεί στην τριλογία του Βασίλη Βασιλικού (Το φύλλο, το πηγάδι, τ’ αγγέλιασμα, 1961) και εστιάζει στον «συγκεκαλυμμένο συμβολισμό» αλλά και στις διαφορές που διακρίνει στα δύο έργα:
Η αλληγορία, όπως εκφέρεται στον Βασιλικό, με την διάθεση εξέγερσης ενάντια στον καταπιεστικό μικροαστισμό, που αποτυπώνεται στην αδάμαστη δύναμη της φύσης και που διαπερνά κάθε όριο του είδους, του φύλου, των ιεραρχικά τακτοποιημένων διαμερισμάτων της πολυκατοικίας (βλ. Αναστασία Νάτσινα, Η φύση τόσο μακριά, τόσο κοντά.
Μια οικοκριτική μελέτη για τη νεοελληνική πεζογραφία, Κάλλιπος, 2023, σ. 116), παίρνει διαφορετική τροπή στην Παππά και εκβάλλει στην πολυπλοκότητα των σχέσεων. Πού αποσκοπεί το εργώδες αυτό εγχείρημα; Έργο γνώσης αλλά και αγάπης στοχεύει στη συμφιλίωση του αναγνώστη με τη λογοτεχνία.
Ο κριτικός μιλά για τα έργα, παρέχει την αναγκαία αναγνωστική βάση, προκειμένου να συμβάλει στην κατανόηση και στην απόλαυση των έργων. Στόχος του είναι να μιλήσουν τα έργα στην ψυχή μας. Αν τον ερμηνεύω σωστά, επιθυμεί να διακοινώσει τις αναγνωστικές του διαδρομές και να μεταφέρει τους προβληματισμούς και τις κοινωνικές ανησυχίες που τις ενέπνευσαν.
Κυρίως, την αγάπη του στη λογοτεχνία. Και είναι παρήγορο ότι μέσα στη σημερινή εξέλιξη, με τον πυκνό ιστό αστάθμητων διασυνδέσεων, ο έμπειρος χειρουργός, ενεργώντας ως ανατόμος, όχι ως δικαστής, προσεγγίζει λογοτεχνικά κείμενα με σεβασμό και αγάπη και επιλέγει να μιλήσει για την ανάγνωση της λογοτεχνίας.
Για την τέχνη η οποία, σύμφωνα με τον σύγχρονο θεωρητικό Τσβετάν Τοντορόφ, «μας βοηθά να ζούμε» (Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, Πόλις 2013, σ. 29) Κλείνοντας ο αναγνώστης το βιβλίο έχει κατανοήσει ότι η λογοτεχνία διευρύνει τον κόσμο μας ανοίγοντας άπειρες δυνατότητες επικοινωνίας.
Ότι οδηγεί αβίαστα στη γνώση («μεταβάλλει τη γνώση σε γιορτή», μας είπε ο Ρολάν Μπαρτ) και στην απόλαυση, στη χειραφέτηση της σκέψης, στην ουσιαστική αυτογνωσία και ανθρωπογνωσία. Ότι μας μαθαίνει να είμαστε σε διαρκή αναζήτηση, μαχόμενοι ενάντια στον πνευματικό εφησυχασμό.
Ότι η λογοτεχνία, εντέλει, μας βοηθά να ζούμε, και μάλιστα να ζούμε καλύτερα, συνειδητοποιώντας βαθιά τους νόμους της ανθρώπινης ζωής. Ο Γιώργος Σχορετσανίτης αποδεικνύεται με την κριτική τακτική του ένας πολύτιμος ξεναγός στα τοπία των λέξεων και των ιδεών και το έργο του συνιστά πολύτιμη κατάθεση στο ταμείο του ανθρώπινου πολιτισμού.
Γιατί, παραλλάσσοντας τη ρήση του Αχιλλέα Κυριακίδη, θα έλεγα ότι η καλή κριτική θέτει τα ερωτήματα, ενώ η κακή κριτική τα απαντά. Η καλή κριτική θέτει στο βιβλίο αυτό σημαίνοντα ερωτήματα που πυροδοτούν την ευαισθησία όσων αγαπούν τη λογοτεχνία και την κριτική.
Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης