Ο Αγαθοκλής, ενενήντα τεσσάρων χρονών, συνταξιούχος καθηγητής και αυτός, αισθάνεται παραπανίσιος στην ζωή. Έπρεπε, λέει, να έχει πεθάνει. Μένει σε προάστιο της Αθήνας. Τον βρήκα να κάνει λογαριασμούς με το κομπιουτεράκι. Διαπιστώνει, λέει, ότι οι κρατήσεις που του είχαν γίνει όσο υπηρετούσε ως καθηγητής έχουν τελειώσει. Και τώρα η σύνταξη που του δίνεται προέρχεται από τις κρατήσεις των σημερινών εν ενεργεία καθηγητών. Και χαρακτηρίζει τον εαυτό του τώρα πια χαραμοφάη. Δυσκολεύεται, λέει, πολύ να κάνει τους λογαριασμούς του με κάποια σχετική ακρίβεια: δραχμές τότε, ευρώ τώρα. Τα ποσά των τότε κρατήσεων δεν του είναι ακριβώς γνωστά. Έχει βέβαια κάποιες παλιές καταστάσεις μισθοδοσίας, τις οποίες ετοίμαζε αυτός ως υπεύθυνος από τότε που υπηρετούσαμε μαζί στο Γυμνάσιο Βυρώνειας Σερρών. Τις έχει φυλάξει στο αρχείο του ως ενθύμιο.
Όμως δεν είναι εύκολο να βρει και να κάνει την αντιστοιχία των ποσών των τότε κρατήσεων με τα ποσά της καταβληθείσης ως τώρα συντάξεως. Και όλο ξανακάνει τους λογαριασμούς του, σαν να είναι υπεύθυνος να δώσει λογαριασμό σε κάποιον.
– Ναι, θέλω να δώσω λογαριασμό στον Θεό, μου απάντησε όταν του έκανα την παρατήρηση γιατί δεν μου μιλούσε και όλο με τους λογαριασμούς του στο κομπιουτεράκι του ασχολούνταν. (Τότε θυμήθηκα έναν άλλο συνάδελφο καθηγητή, που, συνταξιούχος και αυτός, ογδόντα χρονών, με κομπιουτεράκι προσπαθούσε να μετρήσει πόσα κοτόπουλα είχε φάει στην ζωή του).
-Την έρευνά σου αυτήν να την παραδώσεις ως μελέτη για δημοσίευση σε κάποιαν εφημερίδα, τον συμβούλεψα. Δεν μου απάντησε. Σαν να μη με άκουσε.
Ευτυχώς που οι γυναίκες μας κρατούσαν ζωντανή την συζήτησή τους. Μιλούσαν για γιουβαρλάκια και λαχανόρυζο: ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος μαγειρέματός τους.
Ύστερα τον ρώτησα για τους πολιτικούς μας και την πολιτική κατάσταση της εποχής μας.
-Οι σημερινοί πολιτικοί, μου απάντησε μιλώντας γενικώς, έχουν διαφθαρεί. Το βουλευτιλίκι το θεωρούν βιοποριστικό επάγγελμα που φοβούνται μην το χάσουν. Και γι’ αυτό, όταν εκλεγούν, κάνουν αδικίες, παίρνουν αποφάσεις προς το συμφέρον του κόμματος αλλά ασύμφορες για την πατρίδα, εκμεταλλεύονται και καταστρέφουν την οικονομία της, βλάπτουν τα συμφέροντα του κράτους. Το αξίωμά τους δεν το θεωρούν πια λειτούργημα που χρειάζεται ακόμη και θυσίες…
Για τους νέους της εποχής μας μου είπε ότι στην πλειονότητά τους έχουν παραστρατήσει. Έχουν παράξενη συμπεριφορά. Διαλέγουν ως μόδα ό,τι τους ασχημίζει. Όχι εκείνο που τους ομορφαίνει. Π.χ. τρύπια παντελόνια. Κρεμούν χαλκάδες στα χείλια τους, στα ρουθούνια τους. Άντρες φορούν γυναικεία σκουλαρίκια. Μουτζουρώνουν το σώμα τους με ακαλαίσθητα τατουάζ. Κάνουν τρελά κουρέματα και χτενίσματα. Πλήθυναν οι αναρχικοί και οι ανώμαλοι…
– Υπάρχουν βέβαια και συνετά παιδιά. Όμως είναι η μειοψηφία. Και βρίσκω επικίνδυνη την αφοσίωσή τους στο κινητό τηλέφωνο και την εξάρτησή τους από αυτό. Ακόμη τους έχουν διαφθείρει και τα πολλά αγαθά που σήμερα έχουν την δυνατότητα να απολαμβάνουν. Δεν σκληραγωγούνται.
Ύστερα ο Αγαθοκλής, εντελώς ξαφνικά, βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταζε ψηλά κάποια πουλιά, που εκείνη την στιγμή πετούσαν με κραυγές σε τέλειο σχηματισμό αιχμής βέλους.
– Σαν εκπαιδευμένα με στρατιωτική πειθαρχία… μουρμούριζε. Και όλο κοίταζε ψηλά, τον ουρανό, σαν να ήθελε με το βλέμμα του να εξερευνήσει τον τόπο στον οποίο «σύντομα» κατά τα λεγόμενά του «θα μετανάστευε».
Εμένα με είχε ξεχάσει. Σαν να μην υπήρχα.
– Τι παράξενος άνθρωπος… Τρελός πάντως δεν είναι, σκεφτόμουν.