Ο Ιωάννης Βαρδάκης ή ΚΟΝΤΟΧΑΣ από τις Αρχάνες Ηρακλείου, κορυφαίος λυράρης διέπρεψε στη λαϊκή μουσική στο τέλος του 1900 και στο 1ο μισό του 20ου αιώνα.
Λόγω της δύσκολης εποχής της δράσης του, δεν αξιωθήκαμε να μας αφήσει ηχογραφημένη μια μουσική ανάμνηση από τις γλυκές, ανεπανάληπτες κοντυλιές του. Ήταν ένας σπουδαίος λαϊκός καλλιτέχνης της Κρητικής μουσικής κοσμαγάπητος και περιζήτητος στα μεγαλύτερα γλέντια της εποχής του μα και στις απλές εκδηλώσεις του λαού μας, τα γλέντια και τα πανηγύρια.
Τίποτε από αυτά δε διασώθηκε λόγω δύσκολης είπαμε εμπόλεμης εποχής με μια εξαίρεση όχι ηχογραφημένη, ένα του ποίημα με τίτλο:
«Ο κάτης μες στη βράκα». Είναι δικό του στιχούργημα που ο ίδιος παίζοντας τη λύρα το τραγουδούσε σε κάθε ευκαιρία ψυχαγωγίας. Πως σώθηκε; Από 3ο χέρι, το 1ο ο ίδιος, το δεύτερο από ένα νεαρό της εποχής του τον Γιάννη Ανδρεάκη εξαιρετικά καλλίφωνο που τον συνόδευε στα γλέντια και το 3ο από το γιο του Μανώλη Ανδρεάκη σε μεγάλη ηλικία σήμερα.
Από τους ανθρώπους αυτούς διατηρήθηκε όχι μόνο το σατιρικό στιχούργημα μα και η μελωδία του όπως το τραγουδούσε ο ίδιος ο Κοντόχας, καθώς και μερικά από τα… τσαλίμια της φωνής του αξέχαστου λυράρη. Είναι ένα ποίημα που ψυχαγώγησε γενιές και σκορπούσε τη χαρά και το κέφι σε δύσκολους καιρούς.
Μα εκτός από την ψυχαγωγική σημασία του εύθυμου στιχουργήματος βρίσκομε και άλλο ενδιαφέρον: όπως αναφορές σε έθιμα παλιά ή και στοιχεία Λαϊκής Ιατρικής, όπως: τα κρεμμύδια που κοπάνιζε η γυναίκα του το Αυγιωνάκι (Ευγενία) για να τον βοηθά σε βαρύ μεθύσι. Βρίσκομε επίσης ιδιωματικές λέξεις που σήμερα δε χρησιμοποιούμε όπως: παρακάτσεψα (παρακολούθησα κρυφά), η νταμουτζάνα (μεγάλο γυάλινο δοχείο υγρών), η χουρχούδα, το κάρτο, οι ντούπες, η τραβάγια, να ραφώσει, τα χιαλβάρια, μαστραχολιάζει, σέρνει καμπανό, το ντουκιάνι, ο ταραχτάς (η φασαρία) κλπ.
Ο Μανώλης Ανδρεάκης το τραγούδησε παλιά στο κέντρο «Ροδακινιές» Αρχανών δημόσια σε εκδήλωση προς τιμήν παλιών και νέων καλλιτεχνών της λαϊκής μουσικής. Το ηχογραφήσαμε και στην αρχή αναφέρονται κάποια εύθυμα περιστατικά απ’ τη ζωή του Κοντόχα και στη συνέχεια το εύθυμο που ο γάτης του σπιτιού μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα τρύπωσε μέσα στην Κρητική βράκα του Κοντόχα που την είχε αφήσει ενώ κοιμόταν στην άκρη του καναπέ για να βρει ζεστασιά και θαλπωρή. Τούτο ενέπνευσε το λυράρη για να γράψει το ποίημά του.
“Ο Κάτης μές στη βράκα”
Δυο κοπελιές μαλώνανε μέσα σ’ ένα περβόλι
η μια ‘χε το βασιλικό κι η άλλη το λεμόνι.
Και παρακάτσεψα κι εγώ ν’ ακούσω ήντα δα πούνε
κι η μια τσ’ αλλής εφώνιαζε: Εγώ κατέχω που ‘ναι.
Ετότες λέει η πλια μική φούλι και γιασεμί μου
αργά δα ‘ρθει στην κλίνη μου να κοιμηθεί μαζί μου.
Και βγαίνω απάνω στον οντά και σπω μια νταμουτζάνα
κεινιά την ώρα ήμπαινε τση κοπελιάς η μάνα.
Γροικά το χτύπο στον οντά, σκύλα ποιος είν’ απάνω;
Σκύλα αγαπητικό ‘καμες και ήντα δα σε κάμω;
Κι ως το να στρουφογυριστώ να κατεβώ τη σκάλα
τρώγω μια κοσαρά φελούς (τσόκαρα) στη δεξιά κουτάλα.
Κι ως το να στρουφογυριστώ να πα να βρω την πόρτα
ετότεσας ερχίξανε τα βάσανα τα πρώτα.
Θωρώ ένα και γλάκανε κι εβάστα μια χουρχούδα
και παίζει μου μια χουρχουδιά στση κεφαλής την τρούλα.
Θωρώ μια γρα κι εγλάκανε κι έβάστα μια ντενέκα
που να την πάρει ο διάολος κι εμέτρησά τση δέκα.
-Λέω σου πίνε το κρασί με του νερού τσι κούπες
γιατί γροικώ τα λόγια σου και μου τα βγάνεις τούπες.
Μα συ λόγο δε μου πιασες κι ήπινες με το κάρτο
κι εγώ κειά που σε θώρουνα εγίνηκα άνω κάτω.
Πολλή τραβάγια κάναμε απόξω στο σοκάκι
και τη φωνή μου γνώρισε ‘πο μέσα τ’ Αυγιωνάκι (η γυναίκα του).
Πορίζει στην αυλόπορτα και λέει μου «χαρώ σε,
ήντα ‘ναι μπρε τηνά η μεθιά απού ‘χεις πάλι απόψε.
Και σέρνει με σιγά σιγά στον καναπέ με βάνει
σέρνει το χιαλιβάρι μου μαζί με το στιβάνι.
Γυρίζω από τη μια μεριά γυρίζω από την άλλη
για να καλμάρω τη μεθιά μα ‘ναι πολλά μεγάλη.
-Στιφάδο ψήνεις Αυγιωνιό κι η μυρωδιά ντου βγαίνει
κατέχεις το πώς τ’ αγαπώ και μου το μαγερεύγεις.
-Μα η μυρωδιά οπού γροικάς δεν είν’ απ’ το τσικάλι
κρομμύδια σου κοπάνιζα γιατί εμέθιες πάλι.
Έχω κιένα συνήθειο το βράδυ σαν ξαπλώσω
κάνω τα ρούχα μου σωρό αντίς να τα διπλώσω.
Κι αφήνω την οξώβρακα στου καναπέ τη στρώση
κι ο κάτης μες στη βράκα μου επήε να ραφώσει.
Ήτονε και μια χειμωνιά, χιονιά ξετελεμένη
κι ο κάτης μες στη βράκα μου ερέχτηκε και μπαίνει.
Σηκώνομαι πρωί πρωί και βάνω το χιαλβάρι
το μεϊντανογέλεκο μαζί με το ζωνάρι.
Και ντύνομαι και πλύνομαι και κάνω το σταυρό μου
και μιάου-μιάου εγροίκουνα ‘πο πίσω κι από μπρος μου.
Μα γω δεν το ψηλάφισα κι ήκαμα τρία ζάλα
κι ο κάτης μες στη βράκα μου εγρίεψε μεγάλα.
Και σέρνω ένα μουγγρητό σκύλοι και αγλακάτε
στη βράκα μου τονε γροικώ και ταλαχωποράται.
Η Αυγιωνιά μου γλάκανε και τη βαστά τρομάρα
και πως δα τονε βγάλομε να μη σου φάει πράμα.
Κι αράσσει ευθύς στη βράκα μου τονε μαστραχολιάζει
και την εξεπαράλυσε και όξω τονε βγάζει.
Και σέρνει ο κάτης καμπανό και στην καρά σκαλώνει
με πέτρες η κυρία μου τονέ σκυλοζυγώνει.
– Μ’ ανάθεμά σε για γατί κάτα καταραμένη
ηντά ‘τανε να μου γενεί σήμερο τση καημένης.
Και πάλι ξαναντύνομαι και στο νουκιάνι πάω
με τσοι γειτόνους μου μηνά να μάθει ήντα ποκάνω.
Και πάλι μου ξαναμηνά μ’ ένα μας γειτονάκι
έλα στο σπίτι να σε δει που τη βαστά μεράκι.
Επήα και με ξάνοιγε με άγριο αμάτι
έλα να δω μπας σου ‘φαε η κάτα ‘να γκομάτι.
– Για πέ μου Γιάγγο να χαρείς αν έχει εζημία
τα χείλη τση είδα κι ήγλειφε κι έχω μιαν αγωνία.
– Να σπολατίζεις Αυγενιό που ήτανε το κατσούλι
αν ήτανε ο κάταρος δεν ήφηνε πεδούλι.
Ήτονε βράδυ απού λες ώρα για να πλαγιάσω
δώσε μου μπρε τη βράκα μου ψηλά να την κρεμάσω.
Και σέρνει ο κάτης μια μουγγρά τάξε πως τον καλούσαν
και όλο ξαναξάνοιγε τη βράκα που φορούσα.
Γέλιο μεγάλο μ’ έπιασε τρέχουν τα δάκρυά μου
και να τα στέσω δε μπορώ και πιάνετ’ η καρδιά μου.
Κι αυτή να δει τα δάκρυα μπαίνει στην υποψία
ότι ο κάτης μου ‘καμε σάικα εζημία.
Μέσα σε κείνο τον καυγά σε ταραχή μεγάλη
παίρνει το μπαστουνάκι τση η μάνα τση και φτάνει.
Κι αυτή να δει τα δάκρυα τηνέ ρωτά ηντά ‘χεις
ο κάτης μας εψόφησε άδικο να του λάχει.
Δεν είν’ του κάτη αφορμή πέτε μου την αιτία
και τοτεσά τση κάμανε όλη την ιστορία.
– Σώπα μπρε μη σκοτώνεσαι μη κάνεις τέτοιο χάλι
κι αν τονέ δάγκασε ποθές, αυτός δα γιάνει πάλι.
Να κάτεχε η γυναίκα μου τα πράματα που κάνω
μα το Χριστό δε μου ‘διδε ποκάμισο να βάνω.
Χαρώ τη την παρέα μας και να ‘ταν άλλη τόση να τη διασκεδάζομε ωστό να ξημερώσει…
Μέσα στη Γερμανική Κατοχή πέθανε ο Κοντότας (1944). Οι φίλοι, συγγενείς και οι συγχωριανοί του τον προεπέπεμψαν με μαντινάδες αλλά και με το παραπάνω τραγούδι και τους ήχους της λύρας.
Αξέχαστος έμεινε ο σπουδαίος λυράρης ο Κοντότας…